22.6.20

Κυρίαρχος της Βαλκανικής: Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην χερσόνησο του Αίμου


To 336 π.Χ, ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας δολοφονήθηκε στις Αιγές από έναν
αυλικό του, ενώ παρακολουθούσε τον γάμο της κόρης του Κλεοπάτρας με τον κουνιάδο του, βασιλιά Αλέξανδρο Α’ της Ηπείρου. Ο εικοσάχρονος γιος του από την βασίλισσα Ολυμπιάδα Αλέξανδρος Γ’ ανακηρύχθηκε δια βοής βασιλιάς από τον στρατό και τους ευγενείς.

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

Η κατάσταση δεν ήταν εύκολη για τον νεαρό βασιλιά. Στο εσωτερικό του βασιλείου καραδοκούσαν σφετεριστές του θρόνου, ενώ και στο εξωτερικό τα πράγματα δεν έβαιναν καλώς. Το εκστρατευτικό σώμα που είχε στείλει ο Φίλιππος στην Ασία βρέθηκε σε δύσκολη θέση χάρη στον ευφυή πόλεμο κινήσεων που είχε εξαπολύσει εναντίον του ο Ρόδιος μισθοφόρος στρατηγός των Περσών Μέμνων, ενώ οι σύμμαχοι, Έλληνες και βάρβαροι, ετοιμάζονταν να αποσκιρτήσουν καθώς θεώρησαν πως η σιδερένια πυγμή του Φιλίππου είχε εκλείψει. Ακόμα και μετά την εξουδετέρωση της φράξιας του στρατηγού Αττάλου, θείου της νέας συζύγου του Φιλίππου Β’, Κλεοπάτρας-Ευρυδίκης, ο Αλέξανδρος κάθε άλλο παρά είχε εξασφαλισμένη την θέση του, αφού ακόμα και στον στρατό, τον στυλοβάτη του βασιλείου, κυριαρχούσε η “Παλαιά Φρουρά”, με τον στρατηγό Παρμενίωνα και τους συγγενείς του να ελέγχουν τις σημαντικότερες θέσεις.

Ένας Μακεδόνας βασιλιάς που επιζητούσε τον σεβασμό των υπηκόων του απαιτείτο πρωτίστως να είναι ικανός πολέμαρχος. Έτσι μια επιτυχημένη εκστρατεία προς συνετισμό των εχθρών του εντός και εκτός βασιλείου κρίθηκε από τον νεαρό διάδοχο ως παραπάνω από επιτακτική.
Παρά τις παραινέσεις των συμβούλων του να ακολουθήσει την διπλωματική οδό, ο Αλέξανδρος με μια κεραυνοβόλο εκστρατεία υπέταξε τους Θεσσαλούς που είχαν επαναστατήσει και στην συνέχεια, μαζί με το περίφημο θεσσαλικό ιππικό, κατευθύνθηκε προς νότο όπου τελικά στην Κόρινθο οι Έλληνες σύμμαχοι τον αναγνώρισαν ως Ηγεμόνα και αρχιστράτηγο του πολέμου κατά των Περσών. Εκεί τον βρήκαν και τα νέα της εξέγερσης του θρακικού φύλου των Τριβαλλών στον Βορρά.

Καθώς μια εκστρατεία κατά των Περσών στην Ασία ήταν αδιανόητη χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με τον στρατό του την άνοιξη του 335 π.Χ προς βορρά για την χώρα των Τριβαλλών, πέρα από την οροσειρά του Αίμου στον Δούναβη. Αφού αναχωρησε από την Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου του, κατευθύνθηκε μέσω Αμφίπολης προς την στρατηγικής σημασίας πόλη των Φιλίππων. Από εκεί διέσχισε τον Νέστο και την Ροδόπη και έφτασε στην Φιλιππούπολη, την πόλη που ίδρυσε ο πατέρας του για τον έλεγχο της υποταγμένης Θράκης, όπου πιθανότατα και ενισχύθηκε από τους Αγριάνες συμμάχους του και τον βασιλιά τους Λάγγαρο.
  



Στη σύνέχεια κινήθηκε για να διαβεί τον Αίμο, πιθανότατα από το σημερινό πέρασμα της Σίπκα, όπου όμως είχαν φράξει τον δρόμο οι εξεγερμένοι Θράκες, οχυρώνοντας τη διάβαση με άμαξες. Ο Αλέξανδρος διέταξε την φάλαγγα των σαρισσοφόρων να προελάσει προς το πέρασμα υπό την κάλυψη των τοξοτών, ενώ ο ίδιος με το Άγημα των εταίρων, τους υπασπιστές του και τους Αγριάνες ακοντιστές τούς περικύκλωσε από τα αριστερά. Οι Θράκες, βλέποντας τους Μακεδόνες σαρισσοφόρους να προελαύνουν, εξαπέλυσαν τις άμαξές τους στην κατηφόρα, με σκοπό να διαλύσουν την φάλαγγα και να εφορμήσουν πάνω στους αιφνιδιασμένους φαλαγγίτες και να τους κατακόψουν. Οι φαλαγγίτες όμως, άριστα εκπαιδευμένοι και έμπειροι μετά από χρόνια εκστρατειών με τον Φίλιππο, αραίωναν τις τάξεις τους αφήνοντας τις άμαξες να περάσουν ανάμεσά τους ή, όπου αυτό ήταν αδύνατον, ξάπλωναν στο έδαφος καλύπτοντας τα σώματά τους με τις ασπίδες τους. Έτσι οι άμαξες πέρασαν προκαλώντας μηδαμινές απώλειες στην φάλαγγα και σύντομα οι Θράκες, που βρέθηκαν ανάμεσα στους σαρισσοφόρους και την δύναμη που οδήγησε ο Αλέξανδρος στα νώτα τους, υποχώρησαν πανικόβλητοι, αφήνοντας πίσω 1.500 νεκρούς, τα γυναικόπαιδά τους και πλήθος λαφύρων.

Αφού έστειλε τους αιχμαλώτους και την λεία στα μετόπισθεν (πιθανώς στην Φιλιππούπολη), ο Αλέξανδρος συνέχισε την προς Βορρά κίνησή του, εισβάλλοντας στην χώρα των Τριβαλλών, που εκτεινόταν από τον Αίμο έως τον Δούναβη. Οι Τριβαλλοί εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και έστειλαν τα γυναικόπαιδά τους στην νήσο Πεύκη, στο δέλτα του Δούναβη. Ο Αλέξανδρος έφθασε ανενόχλητος στον παραπόταμο του Δούναβη Λύγινο και τον διέσχισε με σκοπό να φθάσει στον Δούναβη. Τότε μια δύναμη Τριβαλλών κατέλαβε μια χαράδρα στα μετόπισθεν του μακεδονικού στρατού και απείλησε να τον εγκλωβίσει μακριά από τις βάσεις του, στην εγκαταλελειμένη χώρα ανάμεσα στον Λύγινο και τον Δούναβη, χωρίς εφόδια.

Ο Αλέξανδρος, αφού παρατήρησε τις ισχυρές θέσεις των εχθρών, αποφάσισε να τους παρασύρει σε ομαλότερο έδαφος, όπου θα μπορούσε να τους συντρίψει με την φάλαγγα και το ιππικό. Έτσι εξαπέλυσε τους ψιλούς τοξότες και ακοντιστές του με την αποστολή να παρενοχλούν συνεχώς τους Τριβαλλούς με τις βολές τους ώστε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Πράγματι, οι Τριβαλλοί στρατιώτες έχασαν την ψυχραιμία τους και καταδίωξαν άτακτα τους ελαφρά οπλισμένους εχθρούς τους, για να αιφνιδιαστούν με την σειρά τους από το κρυμμένο σε ένα κοντινό άλσος στράτευμα του Αλέξανδρου, που τους επιτέθηκε με ιαχές και τους διέλυσε. Ακολουθησε σφαγή από το μακεδονικό ιππικό που καταδίωξε τον εχθρό μέχρι το βράδυ, με τελικό απολογισμό 3.000 νεκρούς Τριβαλλούς και μόλις 51 Μακεδόνες.

Μετά τη μάχη αυτή, ο Αλέξανδρος έφτασε στις εκβολές του Δούναβη, όπου τον περίμενε ο στόλος του που είχε ξεκινήσει από το Βυζάντιο, πλέοντας κατά μήκος των ακτών της σημερινής ανατολικής Θράκης και Βουλγαρίας. Τα πλοία αυτά, έμφορτα με αγήματα τοξοτών, προσπάθησαν να εκτελέσουν απόβαση στην Πεύκη, όπου είχε καταφύγει ήδη και ο βασιλιάς των Τριβαλλών Σύρμος με τους εναπομείναντες στρατιώτες του, αλλά η επιχείρηση απέτυχε λόγω των απότομων ακτών της νήσου και της λυσσώδους αντίστασης των Τριβαλλών. Την ίδια ώρα οι Γέτες, φύλο που διαβιούσε βορείως του Δούναβη στην σημερινή Ρουμανία και ήταν εχθρικό προς τους Μακεδόνες, συγκέντρωναν ισχυρές δυνάμεις, 4.000 ιππείς και 10.000 πεζούς, στην απέναντι ακτή. Ο Αλέξανδρος τότε αποφάσισε να περάσει το ποτάμι και να πολεμήσει εναντίον των Γετών, ώστε αυτοί να μην είναι σε θέση να ενισχύσουν τους Τριβαλλούς που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στην Πεύκη.

Επειδή τα πλοία του δεν ήταν αρκετά για να διαβεί με όλο το στρατό του, χρησιμοποιήθηκαν ως πλωτά μέσα οι αδιάβροχες δερμάτινες σκηνές των ανδρών του γεμισμένες με ξερά χόρτα, ενώ επιτάχθηκαν ακόμη και τα μονόξυλα των ψαράδων της περιοχής. Η διάβαση του Δούναβη πραγματοποιήθηκε νύκτα, σ’ ένα σημείο που παρείχε οπτική κάλυψη διότι ήταν σπαρμένο με ψηλά στάχυα, από 4.000 πεζούς και 1.500 ιππείς χωρίς να γίνει αντιληπτό το παραμικρό από τους 14.000 Γέτες ή τους Τριβαλλούς στην Πεύκη.

Τα χαράματα οι στρατιώτες άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στα σπαρτά με τις σάρισσες και ακολούθησε το ιππικό. Οι φαλαγγίτες σε σχήμα τετραγώνου, υπό την ηγεσία του Νικάνορος, επιτέθηκαν μαζί με τους ιππείς κατά των Γετών, που αιφνιδιάστηκαν πλήρως και υποχώρησαν αρχικά προς μια οχυρωμένη πόλη. Όμως προ της επελάσεως των Μακεδόνων, τρομοκρατημένοι, την εγκατέλειψαν και αυτήν, αφήνοντας πίσω τους πλούσια λάφυρα.

Με τους Γέτες ηττημένους και τον Αλέξανδρο να ελέγχει πλέον και τις δύο πλευρές του Δούναβη, οι Τριβαλλοί δεν έμειναν με άλλη εναλλακτική πλην της παράδοσης. Το σύνορο του Δούναβη και η ειρήνη στην Θράκη είχαν διασφαλιστεί μετά από εκστρατεία μόλις τεσσάρων μηνών.

Μετά την τέλεση θυσίας στον Δία Σωτήρα, στον πρόγονό του Ηρακλή και στον ποταμό Ίστρο (Δούναβη), ο Αλέξανδρος δέχθηκε αντιπροσωπείες από τον Σύρμο και τους υπόλοιπους Θράκες ηγεμόνες, αλλά και από μία φυλή Κελτών που κατοικούσαν στην συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σάβου, κοντά στο σημερινό Βελιγράδι. Επειδή οι Κέλτες τού προξένησαν εντύπωση, τους ρώτησε ποιό θνητό πλάσμα φοβούνταν περισσότερο, νομίζοντας ότι αυτοί θα έλεγαν το όνομα του. Εκείνοι, όμως, του αποκρίθηκαν πως ένα μόνο φοβούνται: μήπως τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι!

Έχοντας τακτοποιήσει κατά το δοκούν τα πράγματα στην Θράκη, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς την περιοχή των συμμάχων του Αγριάνων, στην σημερινή δυτική Βουλγαρία. Εκεί πληροφορήθηκε ότι είχε ξεσπάσει εξέγερση στην Ιλλυρία. Ο Κλείτος, ο αδελφός και διάδοχος του ηγεμόνα των Δαρδάνων Βαρδύλη τον οποίο είχε νικήσει ο Φίλιππος στην αρχή της βασιλείας του, είχε επαναστατήσει και καταλάβει με τον στρατό του την οχυρή πόλη Πέλλιον (σημερινή Κορυτσά), που έλεγχε το πέρασμα της κοιλάδας του άνω Εορδαϊκού (σημερινός ποταμός Ντεβόλ) προς την Μακεδονία. Με τον Κλείτο είχε συμμαχήσει και ο βασιλιάς των Ταυλαντίων (επίσης ιλλυρικό φύλο) Γλαυκίας. Στη φάση αυτή, την ομολογουμένως δύσκολη, στο πλευρό του Αλεξάνδρου στάθηκε ο βασιλιάς των Αγριάνων Λάγγαρος. Αυτός, για να μη συμμαχήσουν με τους γείτονές τους Ιλλυριούς και οι Αυταριάτες, που κατοικούσαν στην περιοχή βορείως του σημερινού Κοσσυφοπεδίου, εκτέλεσε για αντιπερισπασμό επιδρομή στην χώρα των τελευταίων και άρχισε να την λεηλατεί.

Έτσι ο Αλέξανδρος κινήθηκε απερίσπαστος, για να αντιμετωπίσει τους ενωμένους Ιλλυριούς. Μετά από γρήγορη κάθοδο και βαδίζοντας στην χώρα των Παιόνων κατά μήκος του ποταμού Εριγόνα (παραπόταμο του σημερινού Αξιού), πέρασε από το σημερινό Μοναστήρι, πέρασε κοντά από την Καστοριά, προς τον δρόμο της Κορυτσάς, διέσχισε το πέρασμα της Κρυσταλλοπηγής και κινήθηκε προς βορρά. Στη συνέχεια, προέλασε κατά μήκος του Εορδαϊκού ποταμού, στην μικρή πεδιάδα του Πολοσκε στην νοτιοδυτική αιχμή της λίμνης Μικρής Πρέσπας, με κατεύθυνση προς το Πέλλιον. Η περικυκλωμένη από βουνά πόλη προστατευόταν από το στενό Τσαγκόνι, που είχαν καταλάβει οι στρατιώτες του Κλείτου.

Ο Αλέξανδρος, παρόλο που οι αντίπαλοι του ήταν καλά προστατευμένοι μέσα στο στενό, αποφάσισε να επιτεθεί προτού προφτάσει ο Γλαυκίας με τους Ταυλαντίους να έλθει προς ενίσχυση τους. Oι Δάρδανοι, βλέποντας τον Αλέξανδρο να πλησιάζει με το στρατό του, έκαναν θυσίες στις οποίες εσφάγησαν τρία αγόρια, τρία κορίτσια και τρία μαύρα κριάρια και όρμησαν εναντίον του. Στην συμπλοκή που ακολούθησε, υπέστησαν πανωλεθρία και εγκατέλειψαν βιαστικά τις θέσεις τους, αφήνοντας τα σφάγια της θυσίας στο χώμα. Όλοι οι στρατιώτες του Κλείτου κλείστηκαν στην πόλη, γύρω από την οποία ο Αλέξανδρος άρχισε να κτίζει περιτείχισμα, ώστε οι πολιορκημένοι Ιλλυριοί να μην έχουν καμιά δυνατότητα διαφυγής η ενισχύσεως.

Η κατάσταση περιπλέχθηκε όμως όταν κατέφτασε και ο Γλαυκίας με τους Ταυλαντίους του και ανακατέλαβε τα γύρω υψώματα. Η θέση του Αλέξανδρου έγινε επικίνδυνη, διότι μέσα στην πόλη υπήρχαν στρατιώτες πολλοί και εμπειροπόλεμοι, ενώ στα νώτα του καραδοκούσε ο Γλαυκίας.

Καθώς ο Αλέξανδρος από πολιορκητής κατέληξε πολιορκούμενος, η ανάγκη του στρατού του για εφόδια έγινε επιτακτική. Έτσι απέστειλε τον Φιλώτα, υιό του Παρμενίωνα, με πολλά υποζύγια και συνοδεία από ιππείς, στην γειτονική πεδιάδα για ανεφοδιασμό. Ο Γλαυκίας, αναμένοντας την κίνηση αυτή, έστησε ενέδρα στα γύρω υψώματα για να επιτεθεί την κατάλληλη στιγμή. Ο Αλέξανδρος τότε, για να μην πάθει καμιά συμφορά το σώμα του Φιλώτα, άφησε το λοιπό στράτευμα να επιτηρεί την πόλη, και ο ίδιος με τακτικό συγκρότημα από 400 ιππείς, τους υπασπιστές, τους τοξότες και τους Αγριάνες κινήθηκε προς την κατεύθυνση του Γλαυκία, ο οποίος, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο κυκλώσεως, εγκατέλειψε τις θέσεις του. Έτσι ο Φιλώτας επέστρεψε σώος και άβλαβης από τις επικίνδυνες διαβάσεις.

Με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί να είναι αδιέξοδη και επικίνδυνη για το στράτευμα, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να σπάσει τον κλοιό του στρατού του Γλαυκία, ο οποίος είχε καταλάβει τους γύρω λόφους, και να επιστρέψει προς τα πίσω για να εφοδιαστεί με τρόφιμα και να περιμένει ενισχύσεις στην γειτονική πεδιάδα του Πολόσκε.

Καθώς έφτασε μπροστά από τους πρώτους λόφους όπου ήταν μαζεμένοι αρκετοί Ταυλαντίοι, άρχισε να οργανώνει το στρατό με την μορφή μεγαλειώδους παρέλασης και παρουσίασης όπλων. Παρέταξε την φάλαγγα σε βάθος εκατόν είκοσι ανδρών, ενώ τοποθέτησε εκατέρωθεν αυτής διακόσιους ιππείς. Παρήγγειλε να τηρούν σιγή εκτελώντας με ταχύτητα και συντονισμένα τα παραγγέλματα του. Αρχικά έδωσε την διαταγή να κρατούν οι οπλίτες τα δόρατα κατακόρυφα προς τα πάνω, στην συνέχεια να τα προβάλλουν προς τα μπρος, μετά από λίγο προς τα δεξιά, και ύστερα προς τα αριστερά. Την ίδια την φάλαγγα την προώθησε με ταχύτητα και ορμή προς τα μπροστά. Στην συνέχεια την έστρεψε μια προς τους ιππείς που ήταν στα δεξιά και μία προς τους ιππείς που ήταν προς τ’ αριστερά, αλλάζοντας συνεχώς την διάταξη του μετώπου της.Τότε, και αφού οι Ταυλαντίοι στα υψώματα είχαν χαλαρώσει και παρακολουθούσαν το θέαμα πιστεύοντας πως οι Μακεδόνες εκτελούσαν ασκήσεις ακριβείας, ο Αλέξανδρος έδωσε το παράγγελμα και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον τους. Καθώς αυτοί ήταν χωρισμένοι σε ομάδες, τους συνεθλιψε τον καθένα ξεχωριστά.

Τότε ο Αλέξανδρος παρατήρησε ότι κάποιοι από τους Ταυλαντίους, κατείχαν έναν ακόμη λόφο που βρισκόταν κοντά στο στενό πέρασμα από το οποίο επρόκειτο να περάσει ο στρατός του. Έτσι έδωσε εντολή στους σωματοφύλακες και τους εταίρους του να πάρουν τις ασπίδες τους, να ανέβουν στα άλογα και να τρέξουν να καταλάβουν τον λόφο. Σε περίπτωση που θα συναντούσαν αντίσταση από τους εχθρούς, οι μισοί είχαν εντολές να κατέβουν από τα άλογα και να πολεμήσουν σαν πεζικό και οι άλλοι μισοί να μάχονται σαν ιππικό. Όμως οι εχθροί τράπηκαν σε φυγή χωρίς μάχη και αφού οι εταίροι κατέλαβαν τον λόφο, ο Αλέξανδρος έστειλε και κάλεσε τους Αγριάνες και τους τοξότες που ήταν δύο χιλιάδες να έρθουν κοντά του.

Η φάλαγγα πέρασε χωρίς προβλήματα το πέρασμα Τσαγκόνι και άρχισε να διασχίζει τον ποταμό Άψο. Ο Αλέξανδρος ανασυγκρότησε το στρατόπεδο πέρα από τον ποταμό και, αφού κατέλαβε ένα ύψωμα, επιτηρούσε την διάβαση του στρατεύματος. Όμως οι Ιλλυριοί στο μεταξύ ανασυντάχθηκαν και το στρατευμα διέτρεξε τον κίνδυνο να πληγεί από τα νώτα. Έτσι διέταξε τους τοξότες να αναστρέψουν και να αρχίσουν να τοξεύουν από το μέσο της κοίτης, ενώ ο ίδιος αντεπιτέθηκε επικεφαλής των εταίρων και των Αγριάνων. Την θυελλώδη αντεπίθεση μάλιστα, ενίσχυσαν με πυρά και άντρες του Μηχανικού που έβαλλαν με τις βλητικές μηχανές από την απέναντι όχθη.

Καθώς και οι τελευταίοι άνδρες της οπισθοφυλακής περνούσαν το ποτάμι υπό την κάλυψη των τοξευμάτων και της αντεπίθεσης της οποίας ηγείτο ο Αλέξανδρος, η φάλαγγα ήδη ανασυντασσόταν στην απέναντι όχθη και οι άντρες της αλάλαζαν κραδαίνοντας τις σάρισές τους. Φοβούμενοι μια συνολική αντεπίθεση του μακεδονικού στρατού οι Tαυλαντίοι τελικά υποχώρησαν πίσω στο πέρασμα.

Έτσι, με τους Ιλλυριούς να έχουν αποκρουστεί και τον ίδιο και τους στρατιώτες του ασφαλείς πέρα από τον ποταμό, ο Αλέξανδρος ήταν σε θέση πλέον να ανεφοδιάζεται ομαλά και να αναμένει ενισχύσεις. Χωρίς αμφιβολία η διάβαση του ποταμού Άψου επρόκειτο για μια από τις δυσκολότερες επιχειρήσεις που χρειάστηκε να διεξάγει κατά την σταδιοδρομία του, αφού η τακτική υποχώρηση και μάλιστα πέρα από υδατινο κώλυμα είναι εγχείρημα δύσκολο στον σχεδιασμό και την εκτέλεση ακόμα και σήμερα.

Τρεις ήμερες αργότερα ο Αλέξανδρος, χάρη σε ανιχνευτές ή κατασκόπους, πληροφορήθηκε ότι ο Κλείτος και ο Γλαυκίας είχαν στρατοπεδεύσει προχείρως, πιστεύοντας ότι ο Αλέξανδρος είχει αποχωρήσει. Αυτός όμως πέρασε κρυφά τον Άψο με τους τοξότες, τους Αγριάνες και τις τάξεις του Περδίκκα και του Κοίνου (1.526 άνδρες η κάθε τάξη) και με την λοιπή στρατιά να τον ακολουθεί από απόσταση. Όταν πλησίασε προς το εχθρικό στρατόπεδο, εξαπέλυσε τους Αγριάνες και τους τοξότες, που άρχισαν να σφάζουν τους αντιπάλους στον ύπνο τους. Όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή. Οι μακεδονικές δυνάμεις τους καταδίωξαν ως τα βουνά των Ταυλαντίων. Ο Κλείτος κατέφυγε στο Πέλλιον, το πυρπόλησε και ακολουθησε τους Ταυλαντίους για να σωθεί κοντά στον Γλαυκία.

Τα νώτα της Μακεδονίας και από την περιοχή της Ιλλυρίας είχαν καλυφθεί επαρκώς. Η νίκη του Αλεξάνδρου ήταν τόσο αποφασιστική, ώστε μόνο μία εξέγερση στα βόρειοανατολικά σύνορα της Μακεδονίας καταγράφεται κατά το υπόλοιπο της βασιλείας του.

Ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμα στην Ιλλυρία πληροφορήθηκε την εξέγερση της Θήβας στον νότο. Καθώς η εξέγερση αυτή δεν ήταν καθόλου αμελητέα και απειλούσε το οικοδόμημα της μακεδονικής ηγεμονίας στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε εσπευσμένα νότια για να προλάβει τα χειρότερα. Εκεί, αυτά που διαδραματίστηκαν σηματοδότησαν το οριστικό τέλος της ύπαρξης της ελληνικής πόλης κράτους ως πολιτικά αυτόνομο πολιτικό οργανισμό.