Στο Βλαχογιάννη που της αφιέρωσ’ ένα του Παραμύθι.
Δεν είμαι φάντασμ’ απ’ αχνό, μηδέ γαλάζια ιδέα.Την πλάση έχεις του μάρμαρου, σάρκα μου ακέρια, ωραία μέσα στην άπλερη ομορφιά
και στη μισή τη χάρη.Σα σπάρτο χρυσοφύτρωσα στον τόπο πὄχει πάρει5δική του δόξα χτεσινή, τον ασημώνει η αρμύρα,και του στερνοκελάηδησε του Τσάιλ Αρόλδου η λύρα,κι είναι γυμνός και ολάνοιχτος και μοναχά στολίδιακρατάει τα βούρλα αγκαθερά και τα γυροβολίδια,και τα ηλιογέρματα πλατιά στο βυσσινί πνιμένα,10και σε γυναίκεια στόματα τα πιο γλυκανθισμέναλογάκια· και απ’ του Φίδαρη ποτίζεται το ρέμακαι Μισολόγγι κράζεται. Και μες στη σάρκα μου αίμαρέει σαν τα ρόδα κόκκινο και τρώει καθώς η φλόγα·κι ήπια το γάλα της ζωής από μιας Λάμιας ρώγα.15Καθάρια Ρουμελιώτισσα και παινεμένη Βλάχακάνω σαν όλη μέσα μου τη Ρωμιοσύνη να ’χα,και μες στης βαλτοθάλασσας τα ρήχη καθρεφτίζωτην όψη, και τα ήσυχα νερά της τα φωτίζωτη νύχτα με τα μάτια μου, και λάμπουνε σ’ εκείνη20σα μιας πρωτόφαντης πριάς ψαράδικης καμίνι.Κι όλο αγναντεύω, χαϊδεμένη από το μαϊστράλι,μακριά, σα να ερωτεύτηκα της Πάτρας το κανάλι,ψηλά, σάμπως του σύγνεφου να θέλω τη θολούρα.Κι η λίμνη του Αγγελόκαστρου, του Βραχωριού η Κλεισούρα25και οι λόγγοι της Βαράσοβας και του Ζυγού τα πλάγιαμε ξέρουν, κόρη και ξωθιά και μάισσα δίχως μάγια.Χόρεψα μες στην Κλείσοβα και μες στο Βασιλάδι,με το καμάκι ψάρεψα, κι απ’ την αυγή ώς το βράδυζω με τραγούδια, με όργητες, με αγάπες, με τα μίση·30και σαν το φάρο στ’ Αϊ-Σωστιού που φέγγει το ερμονήσιφωτάω τα πλάγια γύρω μου. Κύμα με λένε οι γλάροικι η λίμνη η φεγγαρόστρωτη αχτίδα απ’ το φεγγάρι.Κι είμαι γυναίκα τ’ αργαλειού και του δαιμόνου ομάδι,κι αμάρτησα και μόνη μου παντρεύτηκα τον Άδη.35Μεγάλη, ναι! Μα μην ξεχνάς· δεν είμ’ εγώ μεγάληαπό τη γνώμη του σοφού κι απ’ του ήρωα τ’ ατσάλι,κι απ’ του προφήτη τη φωνή, που ανοίγει τα μνημούρια,κι απ’ ό,τι τα πρωτόφαντα κυλάει και τα καινούρια.Είμαι μεγάλη απ’ όλη μου την ομορφιά που στέκει40μοναχική, ακατάδεχτη, μα σαν τ’ αστροπελέκιπάει στην καρδιά, χίλιες φορές πιο όμορφη από τις άλλεςτις ομορφιές του τόπου μου, του ωκεανού μου στάλες.Κι εγώ δεν είμαι φάντασμα και σύμβολο και ιδέα,από το αίμα είμαι γοργή κι από τη σάρκα ωραία45στ’ άπλερα μέσα, στα μισά μέσα, μεστή και ακέρια,Μεγάλη, από του ποιητή μονάχα είμαι τα χέρια,που καθώς μ’ είδε χωριστή, το νου σα να του πήρα,με ξαναζεί, και μ’ έντυσε βασιλικιά πορφύρα.Και δίχως με τα αρχαία κανείς δεσμός εμέ να δένει,50είμαι σα να μου φίλησε η αρχαία Μελπομένητο μέτωπο. Ώσπου φάνηκα μια μέρα στην Αθήνα,στεφανωμένη μ’ αγριλιάς κλαδί και μ’ άγρια κρίνα.Και μέσ’ απ’ του Διόνυσου τα έρμα σκαλοπάτιαγειρμένος προς τ’ αστραφτερά προφητικά μου μάτια,55Ποιητή, μέσ’ απ’ τα βάθια τους να ξετυλίγεται είδεςη Τραγωδία, και γύρω της οι αθάνατες ηρωίδεςσ’ άνθισμ’ ακόμα αλαργινό, που θα ξανάρθει, μάθε!Χα! χα! μόνο οι κοντόφωτοι, θωρώντας με μακριάθεγυναίκα του χαμού με λεν και ξένη, και περνάνε.
60Και με γνωρίζουν τα πουλιά, κι οι ανθοί με προσκυνάνε!
1904