προϊόν μιας εποχής που καθυπότασσε συστηματικά το ατομικό χάριν του συλλογικού.
Γεννήθηκε το 1924 στα παράλια του Πόντου και πέρασε στην Κατερίνη σε ηλικία πέντε ετών, μαζί με τα προσφυγικά κύματα που κατέφευγαν στην Ελλάδα σωρηδόν.
Επιβίωσε του πολέμου καλλιεργώντας μια ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση που τον εξώθησε να ασχοληθεί με την ποίηση, τη μουσικοσύνθεση, τη ζωγραφική. Ήταν δύσκολα πράγματα για να καταγίνεται κάποιος σε μια επαρχία την περίοδο της Κατοχής όλα αυτά.
Το 1945 εισήχθη στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, την οποία εγκατέλειψε έπειτα από μια πικρή θητεία στο πλευρό των επίστρατων του εμφυλίου - δεν το ψάξαμε, δεν έχει σημασία σε ποια πλευρά. Στις αρχές του ’50 γνωρίζεται με πιονέρους της ελληνικής φωτογραφικής τέχνης, θητεύει δίπλα τους και συναρπάζεται από τη δυνατότητα του προηγμένου τεχνολογικά μέσου να εντυπώνει θραύσματα φευγαλέων στιγμών.
Ο Σάββας Τσιλιγγιρίδης ανοίγει φωτογραφείο και υιοθετεί το ψευδώνυμο «Σάτσι», υπό τον μανδύα του οποίου απεικόνισε το σύνολο της καθημερινής ζωής του τόπου του και ντοκουμεντάρισε τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, πάντοτε μέσα από ένα λυρικό, χαμηλότονο προσωπικό ύφος.
Εργασιακές συνθήκες, κοινοτική οργάνωση, πολιτιστική ζωή, καταναλωτικά ήθη, όλα όσα διαμείφθηκαν στις δεκαετίες σταδιακού εκσυγχρονισμού της ελληνικής επαρχίας φιλτραρίστηκαν μέσα από τον φακό του Σάτσι, ο οποίος, πέρα από το διαρκές του πάρε-δώσε με την κοινωνία της Κατερίνης, πραγματοποιούσε τακτικά φωτοσαφάρι στον προσφιλή του Όλυμπο, τον οποίο κατέγραψε σε άπειρες σειρές.
Η δουλειά του μπορεί να εξεταστεί σε ένα κοινό πλαίσιο μαζί με εκείνης δημιουργών σαν τον Τάκη Τλούπα, τον Σπύρο Μελετζή, τον Δημήτρη Λέτσιο, τον Κώστα Μπαλάφα. Η οπτική του ιδιαίτερη, λακωνική αλλά εύγλωττη, μινιμαλιστική αλλά διαφωτιστική. Το έργο του, το οποίο θα πρέπει κάποτε να βρει τη θέση του σε διακεκριμένα μουσεία φωτογραφίας, διασώζεται και προωθείται από τον γιο του Σπύρο, επίσης φωτογράφο, που έχει αναλάβει τη διαχείρισή του. Ο Σάτσι έζησε ώς το 2004.
Με την υπέρμετρη φυσιολατρία του και τις αριστοτεχνικές τονικότητες του γκρι, υπήρξε ό,τι κοντινότερο διέθετε η χώρα μας σε έναν Ansel Adams. satsi.gr
Το 1945 εισήχθη στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, την οποία εγκατέλειψε έπειτα από μια πικρή θητεία στο πλευρό των επίστρατων του εμφυλίου - δεν το ψάξαμε, δεν έχει σημασία σε ποια πλευρά. Στις αρχές του ’50 γνωρίζεται με πιονέρους της ελληνικής φωτογραφικής τέχνης, θητεύει δίπλα τους και συναρπάζεται από τη δυνατότητα του προηγμένου τεχνολογικά μέσου να εντυπώνει θραύσματα φευγαλέων στιγμών.
Ο Σάββας Τσιλιγγιρίδης ανοίγει φωτογραφείο και υιοθετεί το ψευδώνυμο «Σάτσι», υπό τον μανδύα του οποίου απεικόνισε το σύνολο της καθημερινής ζωής του τόπου του και ντοκουμεντάρισε τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, πάντοτε μέσα από ένα λυρικό, χαμηλότονο προσωπικό ύφος.
Εργασιακές συνθήκες, κοινοτική οργάνωση, πολιτιστική ζωή, καταναλωτικά ήθη, όλα όσα διαμείφθηκαν στις δεκαετίες σταδιακού εκσυγχρονισμού της ελληνικής επαρχίας φιλτραρίστηκαν μέσα από τον φακό του Σάτσι, ο οποίος, πέρα από το διαρκές του πάρε-δώσε με την κοινωνία της Κατερίνης, πραγματοποιούσε τακτικά φωτοσαφάρι στον προσφιλή του Όλυμπο, τον οποίο κατέγραψε σε άπειρες σειρές.
Η δουλειά του μπορεί να εξεταστεί σε ένα κοινό πλαίσιο μαζί με εκείνης δημιουργών σαν τον Τάκη Τλούπα, τον Σπύρο Μελετζή, τον Δημήτρη Λέτσιο, τον Κώστα Μπαλάφα. Η οπτική του ιδιαίτερη, λακωνική αλλά εύγλωττη, μινιμαλιστική αλλά διαφωτιστική. Το έργο του, το οποίο θα πρέπει κάποτε να βρει τη θέση του σε διακεκριμένα μουσεία φωτογραφίας, διασώζεται και προωθείται από τον γιο του Σπύρο, επίσης φωτογράφο, που έχει αναλάβει τη διαχείρισή του. Ο Σάτσι έζησε ώς το 2004.
Με την υπέρμετρη φυσιολατρία του και τις αριστοτεχνικές τονικότητες του γκρι, υπήρξε ό,τι κοντινότερο διέθετε η χώρα μας σε έναν Ansel Adams. satsi.gr