18.4.20

Μπάρμπα-Γιώργος....ανάγκη της ελληνικής ψυχής

Μπάρμπα-Γιώργος: Έριχνε καρπαζιές στους εχθρούς της πατρίδας- Περιφρονούσε τους Τούρκους και φοβόταν τους Ευρωπαίους

«Τήρα, που να τς πάρ’ ου διάουλους τς ιβρουπέους!»

Ο Μπάρμπα-Γιώργος είχε κατέβει από τα βουνά και απεχθανόταν την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ήταν ένας σκληροτράχηλος Ρουμελιώτης που μετατράπηκε σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές του θεάτρου σκιών. Ο μπάρμπας του Καραγκιόζη γεννήθηκε το 1897, εν μέσω μίας κομβικής περιόδου για τη χώρα. Δημιουργός του ήταν ο Γιάννης Ρούλιας, σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης του 19ου αιώνα.

Ο χαρακτήρας του μπάρμπα-Γιώργου διαμορφώθηκε από τα πατριωτικά αισθήματα του δημιουργού του. Ήταν μία εποχή που η άλλοτε μικρή και επαρχιακή Αθήνα, άρχισε να γεμίζει από νεόπλουτους κατοίκους. Οι άνθρωποι αυτοί ανήγειραν μέγαρα, εισήγαγαν νέα ήθη κι έθιμα, ενώ αδιαφορούσαν για τους ντόπιους.

Στον αντίποδα αυτής της ξενόφερτης αστικής τάξης, ο Ρούλιας τοποθέτησε τον ήρωά του: έναν γεροδεμένο χωριάτη που «μοίραζε καρπαζιές» στους εχθρούς του έθνους και προστάτευε τους συμπατριώτες του.

Μέχρι τότε, ο Καραγκιόζης κι ο Χατζηαβάτης ήταν μόνοι τους απέναντι στον «Αλβανό» και στον Βεληγκέκα. Ο μπαρμπα-Γιώργος ήρθε να καταπολεμήσει τη βία των Τούρκων κατακτητών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που ρόλος του ήταν να ενισχύσει το εθνικό αίσθημα, δεν βασίστηκε μόνο στην «ένδοξη αρχαιότητα». Αντιπροσώπευε τον λεβέντη Ρουμελιώτη της μετεπαναστατικής περιόδου, που απεχθανόταν τη νεωτερικότητα και ήταν προσκολλημένος στην παράδοση. Οι τρόποι του ήταν απότομοι και ανεπιτήδευτοι, μιλούσε με βλάχικη προφορά, φορούσε φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια και έδειχνε ατρόμητος. Όπως σημειώνει ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, το μόνο που τον φόβιζε ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.

Ο μπαρμπά-Γιώργος αγαπήθηκε από το κοινό σε τέτοιο βαθμό που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου του Καραγκιόζη. Ήταν το πιο περήφανο «τέκνο» του Γιάννη Ρούλια, ο οποίος τον εμπνεύστηκε σε ηλικία 25 ετών. Ο ταλαντούχος καραγκιοζοπαίχτης είχε μαθητεύσει κοντά στον πρώτο δάσκαλο της τέχνης του θεάτρου των σκιών, τον περίφημο «Μίμαρο», κατά κόσμον Δημήτριο Σαρδούνη. Μέχρι τα 33 του χρόνια, όταν και απεβίωσε πρόωρα, ο Ρούλιας είχε καθιερωθεί στο χώρο, έχοντας μάλιστα διαμορφώσει μία νέα σχολή.

Το Μάρτιο του 1905, όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πληροφορήθηκε τον ξαφνικό θάνατό του διάσημου καραγκιοζοπαίχτη της Αθήνας, έγραφε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ:
«Οι δημιουργοί ας πεθαίνουν, οι ήρωες μόνον να ζουν. Και βέβαια, ο Μπάρμπα-Γιώργος ζει, μολονότι πέθανε ο Ρούλιας. Ο ίδιος δεν απελογήθη πώς και γιατί τον δημιούργησε. Τα αυθόρμητα δε λογοδοτούν. Ένα είναι βέβαιο: πως ο Μπάρμπα-Γιώργος, πάνοπλος με την πλατυστομίαν του, αναπηδήσας από το κεφάλι του πλάνητος αυτού, ήτο ανάγκη της ελληνικής ψυχής».