3.12.19

Ομοφυλοφιλία: μία (πιο) επιστημονική προσέγγιση

Παρά την επιμονή των στερεοτύπων εναντίον των ομοφυλόφιλων, η κλινική εμπειρία οδηγεί στο συμπέρασμα πως όλοι οι σεξουαλικοί προσανατολισμοί των ανθρώπων, συνιστούν
συνήθεις μορφές της ανθρώπινης εμπειρίας, φυσιολογικές μορφές των ανθρώπινων δεσμών και ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με κάποια πρότερη ψυχική διαταραχή (Needham & Austin, 2010).

Η αρχική αφορμή ως δυναμική πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, αποτέλεσε μία προσωπική συνειδητοποίηση αφενός του ιδιαιτέρως αυξημένου ενδιαφέροντος σχετικά με την ομοφυλοφιλία καθώς και με τη γενικότερη αίσθηση απουσίας συγκροτημένων και συλλογιστικά ορθών επιστημονικών επιχειρημάτων στον διάλογο για την αποδοχή ή μη αποδοχή των ομοφυλόφιλων ατόμων στη σύγχρονη κοινωνία.

Η εν λόγω προσπάθεια δεν εστιάζεται στην υπεράσπιση του αυτονόητου, δηλαδή στην αποδοχή των ανθρώπων αυτών από το κράτος και την κοινωνία ως άτομα με ίσα, αναφαίρετα, θεμελιώδη δικαιώματα. Καθίσταται σαφές, λοιπόν, πως όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις και τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους, αντίστοιχα, είναι ίσοι και ως ίσοι, πρέπει να χαίρουν ίσης μεταχείρισης από τους συνανθρώπους τους και τις αρχές της Πολιτείας.

Εν τούτοις, αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως καθόλα αυτονόητο, διότι θεμελιώνεται σε οικουμενικά αποδεκτές ηθικές αρχές και αξίες, οι οποίες έχουν θεσπιστεί ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και έχουν ήδη κατοχυρωθεί από όλες τις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες.

Παρά ταύτα, εκείνο που δεν είναι αυτονόητο, ακριβώς επειδή δεν είναι καθολικά αποδεκτό, είναι η παραχώρηση δικαιωμάτων που αφορούν στον γάμο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους αλλά και την υιοθεσία τέκνων από ομοφυλοφιλικά ζευγάρια. Το εν λόγω ζήτημα έχει εγείρει έναν σφοδρό διάλογο σε διεθνές επίπεδο, συμβάλλοντας στην πραγμάτωση πληθώρας ερευνητικών προσπαθειών, αναρίθμητων πειραματικών ενεργειών αλλά και στη συγγραφή ενός μεγάλου αριθμού συγγραμμάτων σχετικά με το θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού -και όχι μόνο-.

Πρόκειται για ένα ζήτημα μείζονος σημασίας, το οποίο αναμφισβήτητα διχάζει την κοινή γνώμη, εξαιτίας, κυρίως, του τεράστιου και αλληλοαναιρούμενου όγκου πληροφοριών που είναι διαθέσιμος σήμερα. Μάλιστα, το θέμα αυτό δεν άργησε να αναχθεί επίσης και ως ένα ακανθώδες πολιτικό ζήτημα, όταν πλέον οι οργανώσεις προάσπισης των δικαιωμάτων της LQBTP κοινότητας άρχισαν να αντιδρούν στην κοινωνική και πολιτική καταπίεση που υφίσταντο.

Ως εκ τούτου, λοιπόν, το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό διαιρέθηκε, από τη μία πλευρά, σε αυτούς που εν τέλει συμπεριέλαβαν στην πολιτική τους ατζέντα την προάσπιση των δικαιωμάτων της ομοφυλοφιλικής κοινότητας και από την άλλη πλευρά, σε αυτούς που αποφάσισαν να παραμείνουν πιο επιφυλακτικοί απέναντι στο ζήτημα αυτό, κάνοντας συχνές αναφορές στην έννοια της «διαφορετικότητας».

Βέβαια, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως τα επιχειρήματα των δύο αυτών αντίπαλων πολιτικών στρατοπέδων, έχουν, κατά καιρούς, αλλάξει κι έχουν διαμορφωθεί, ακολουθώντας αφενός τα νέα πορίσματα της επιστήμης αλλά και τον σύγχρονο παλμό της κοινής γνώμης στην εκάστοτε χώρα και εποχή, αντίστοιχα.

Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων μέσα από μία καθαρά επιστημονική προσέγγιση. Ειδικότερα, επιχειρείται να παρουσιαστεί το ζήτημα αυτό, παρέχοντας επεξηγήσεις, οι οποίες αφορούν τις βαθύτερες –εσωτερικές- αιτίες εκδήλωσης του ομοφυλοφιλικού ερωτικού προσανατολισμού από το κάθε άτομο ξεχωριστά, ούτως ώστε να καθίσταται καλύτερα εφικτή και πιο ασφαλής η διεξαγωγή πορισμάτων και συζητήσεων επί του θέματος, θέτοντας ως βάσεις τον ορθό λόγο και την επιστημονική αλήθεια.

Σε ό,τι αφορά ειδικά τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε, είναι η ανάλυση πρωτογενούς ιατρικού υλικού και επιστημονικών πειραμάτων καθώς και η περιγραφική προσέγγιση ερευνητικών εκθέσεων, οι οποίες έγιναν για τη διερεύνηση της ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα.
1. Κυρίαρχες αντιλήψεις περί ομοφυλοφιλίας

Πριν από τη μετάβαση στην επιστημονική συζήτηση του θέματος αυτού, κρίνεται ως σημαντικό να προηγηθεί μία αναφορά στις δύο τρέχουσες κυρίαρχες απόψεις που, γενικώς, συνοψίζουν τη σύγχρονη συζήτηση γύρω από τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Η πρώτη άποψη, η οποία συνήθως τείνει να υιοθετείται από τις αριστερές πολιτικές ομάδες, υποστηρίζει πως η ομοφυλοφιλία είναι μία κατάσταση που κρίνεται ως φυσιολογική.

Σύμφωνα με την εν λόγω πεποίθηση, η ομοφυλοφιλία προϋπήρχε ήδη από τα αρχαία χρόνια, απλώς καταπιεζόταν από τις κοινωνικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, κυριαρχεί η άποψη πως οι γονιδιακές μεταβολές που έχουν προκληθεί στον ανθρώπινο γονιδιακό κώδικα ευθύνονται για την εκδήλωση διαφορετικής σεξουαλικής προτίμησης, και αυτή η πεποίθηση συντελεί στον εκ γενετής καθορισμό της σεξουαλικής ταυτότητας του ατόμου.

Με βάση αυτή τη συλλογιστική, επομένως, η ομοφυλοφιλία κατανοείται ως η μετεξέλιξη του ανθρώπινου γονιδίου, και ως εκ τούτου, δεν πρέπει να απορρίπτεται ως κάτι διαφορετικό αλλά αντίθετα, οι ίδιες οι σύγχρονες κοινωνίες πρέπει να προσαρμοστούν στην νέα τάξη πραγμάτων, αίροντας κάθε υπαρκτό εμπόδιο σχετικά με τον γάμο και την υιοθεσία.

Από την άλλη πλευρά, η στάση που υιοθετείται, κυρίως, από το δεξιό πολιτικό φάσμα, είναι περισσότερο διστακτική και απορρίπτει εμμέσως τη «φυσιολογικότητα», αν και, μερικές φορές, οι δηλώσεις ακραίων ιδεολογιών την απορρίπτουν απροκάλυπτα, καταρρίπτοντας συνάμα κάθε έννοια της ανθρώπινης αξίας του ατόμου.

Μάλιστα, η παραπάνω διαμάχη θα μπορούσε να συνοψιστεί και ως μία διαμάχη ανάμεσα στη «Φύση» και την «Ανατροφή» (Nature VS Nurture: φύση έναντι ανατροφής), η οποία χρησιμοποιείται συχνά, όταν θίγεται το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Όπως, άλλωστε, συζητείται παρακάτω, οι αιτίες εκδήλωσης ομοφυλοφιλικών προτιμήσεων είναι πολυπαραγοντικές, και όχι μονοδιάστατες, όπως πολλοί ισχυρίζονται μέχρι σήμερα (ενδεικτικά, βλέπε, Jannini, et al., 2010. Coleman & Hong, 2008. Money, 1985).
2. Έρευνες και πειράματα

Το 2008, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Στη μήτρα: πανομοιότυπα δίδυμα», το οποίο παρουσιάστηκε από το κανάλι του National Geographic[1] και αφορούσε στους γενετικούς κώδικες μονοζυγωτικών διδύμων, προέκυψε το συμπέρασμα πως τα μονοζυγωτικά δίδυμα μοιράζονται 100% τον ίδιο γενετικό κώδικα, σε αντίθεση με τα διζυγωτικά που μοιράζονται μόνο το 50%.

Επιπλέον, στην εν λόγω ερευνητική προσπάθεια μελετήθηκε κι ένα ζευγάρι μονοζυγωτικών διδύμων με την ίδια σωματική διάπλαση και τα ίδια φυσιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, καθώς ο ένας ήταν ετεροφυλόφιλος και ο άλλος ομοφυλόφιλος. Στην περίπτωση που ο ένας εκ των δυο διζυγωτικών διδύμων εκφράσει ομοφυλοφιλικές τάσεις κατά την ανάπτυξή του, τότε η πιθανότητα να εκφράσει και ο άλλος δίδυμος παρόμοιες ομοφυλοφιλικές τάσεις, ανέρχεται στο ποσοστό του 25%.

Αντιθέτως, στην άλλη περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων, τότε η πιθανότητα αυξάνεται σε 50%. Τα στοιχεία αυτά επικυρώνουν την άποψη ότι η σεξουαλικότητα των ανθρώπων, τελικά, επηρεάζεται, πράγματι, από κάποια γενετική συνιστώσα (Bailey, Dunne & Martin, 2000).

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν ένας και μόνο παράγοντας, δηλαδή τα γονίδια, να διαδραματίζει έναν τόσο καθοριστικό ρόλο, καθώς αυτό θα σήμαινε πως αμφότερα τα δύο αδέρφια θα είναι είτε ετεροφυλόφιλα ή ομοφυλόφιλα. Ωστόσο, εφόσον αυτή η παραδοχή δεν ισχύει στην πράξη, οι επιστήμονες προέβησαν στην υπόθεση ότι και το περιβάλλον που τους περιβάλει, έχει επηρεάσει τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται, αναμφισβήτητα, για ένα εξαιρετικά περίπλοκο και πολύπλοκο ζήτημα προς διερεύνηση και κατανόηση επίσης (Lehavot, Molina & Simoni, 2012).

Αναλυτικότερα, κατά τις πρώτες δύο-τρεις εβδομάδες της κύησης, όλα τα έμβρυα αναπτύσσονται περίπου με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως φύλου. Την έκτη εβδομάδα της κύησης, όμως, τα έμβρυα που φέρουν το χρωμόσωμα Υ (δηλαδή τα έμβρυα αρσενικού φύλου), αρχίζουν να δημιουργούν όρχεις, οι οποίοι εκκρίνουν τεστοστερόνη, που αποτελεί και την κύρια ορμόνη του αρσενικού φύλου. Την όγδοη εβδομάδα, η τεστοστερόνη απελευθερώνεται και μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Πρόκειται για μία ορμόνη, λοιπόν, η οποία καθιστά ένα έμβρυο ως αρσενικό, καθώς επηρεάζει τον εγκέφαλο, ο οποίος αποκτά λειτουργικές ιδιότητες και νευρολογικούς σχηματισμούς που εμφανίζονται μονάχα στον εγκέφαλο των αρσενικών εμβρύων. Μάλιστα, το τμήμα του εγκεφάλου που επηρεάζεται περισσότερο, είναι ο υποθάλαμος, ο οποίος, άλλωστε, καθορίζει ποιο φύλο θα αποτελέσει υποκείμενο έλξης κατά τα επόμενα χρόνια (Bailey & Pillard, 1991).

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, πιστεύεται πως όσο ο εγκέφαλος του εμβρύου εκτίθεται σε τεστοστερόνη, τότε δημιουργείται η προϋπόθεση για την σεξουαλική προτίμηση που προσανατολίζεται στις γυναίκες. Παρά ταύτα, όμως, υπάρχουν και εκείνες οι περιπτώσεις, στις οποίες ένα αρσενικό έμβρυο μπορεί να μην παράξει αρκετή τεστοστερόνη ή ο εγκέφαλος του να μη δύναται να απορροφήσει αρκετή ποσότητα, ούτως ώστε να του δώσει τον ετεροφυλικό σεξουαλικό προσανατολισμό.

Αυτό εξηγεί τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ανάμεσα σε δύο ολόιδια δίδυμα αδέρφια, δηλαδή ο ένας αδερφός απορρόφησε αρκετή τεστοστερόνη για να αποκτήσει αντρικό σώμα, αλλά δεν απορροφήθηκε εξίσου αρκετή τεστοστερόνη από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου του, με αποτέλεσμα να έλκεται ερωτικά από άτομα του ίδιου φύλου και όχι διαφορετικού, όπως ο δίδυμός του (Bailey & Pillard, 1991).

Σημαντικό για να αναφερθεί, είναι και η σειρά πειραμάτων, που διεξήγαγε ο νευροεπιστήμονας LeVav (1991a. 1991b), πάνω στις εγκεφαλικές δομές των ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων αντρών, αναζητώντας για διαφορές στις δομές του υποθαλάμου, όπου κυρίως καθορίζεται η σεξουαλική προτίμηση. Ο πρόσθιος υποθάλαμος περιλαμβάνει τέσσερις ομάδες κυττάρων, την INAH 1, 2, 3, 4 (διάμεσος πυρήνας του πρόσθιου υποθαλάμου).

Τα κύτταρα της ομάδας 3 βρέθηκαν να είναι δύο φορές μεγαλύτερα σε ετεροφυλόφιλους άντρες από ότι στις γυναίκες ή/και σε ομοφυλόφιλους άντρες, ενώ στις υπόλοιπες ομάδες δεν παρατηρήθηκαν διαφορές. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός, πράγματι, έχει ένα βιολογικό υπόστρωμα (Byne & Parsons, 1993).

Επιπρόσθετα, στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί μία ακόμη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικό πεδίο, όπως είναι αυτό της ζωοφιλίας. Η παράθεση αυτής της έρευνας δεν αποσκοπεί στη σύγκριση του φαινομένου της ζωοφιλίας με το υπό διερεύνηση φαινόμενο, αλλά με την περαιτέρω κατανόηση ορισμένων εγκεφαλικών λειτουργιών και εξωτερικών παραγόντων που επηρεάζουν τη δράση του ατόμου στο επίπεδο των προτιμήσεων.

Ειδικότερα, λοιπόν, το 1948, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Αμερικανού βιολόγου και καθηγητή ζωολογίας και σεξολογίας, Alfred Kinsey, βρέθηκε πως το ποσοστό των ατόμων που είχαν σεξουαλική αλληλεπίδραση με ζώα κάποια στιγμή στη ζωή τους, ανερχόταν στο 8% για τους άνδρες και 3.6% για τις γυναίκες. Η εν λόγω έρευνα, ωστόσο, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση εκείνη την εποχή, επειδή το αντίστοιχο ποσοστό άγγιζε το 40-50% για άτομα που ζούσαν κοντά σε φάρμες και αγροκτήματα.

Τα επόμενα χρόνια, βέβαια, το 1974, ο αγροτικός πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) είχε μειωθεί κατά 80% σε σύγκριση με το 1948, μειώνοντας έτσι τη δυνατότητα των ανθρώπων να ζήσουν με ζώα. Οι μεταβολές στα ποσοστά το 1974, ανήλθαν σε 4.9% για τους άντρες και 1,9% για τις γυναίκες. Η εκτεταμένη επαφή των ανθρώπων με ζώα αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη ζωοφιλικών τάσεων (Kinsey, Pomeroy & Martin, 2003).

Επομένως, έχοντας ήδη αναφερθεί σε ορισμένα πειράματα και έρευνες που έφεραν νέα στοιχεία στο φως σχετικά με την επιστήμη της σεξουαλικής επιλογής, παρακάτω έπεται μία προσπάθεια επεξήγησης των προαναφερθέντων ευρημάτων, παρέχοντας επιπλέον πληροφορίες σχετικά με μία σειρά παραγόντων που φαίνεται να καθορίζουν το αποτέλεσμα των ερευνών αυτών.

Πρώτα από όλα, το «γονίδιο του γκέι» (gay gene) είναι μία από τις πιο πολυσυζητημένες θεωρίες σχετικά με τη διερεύνηση των αιτιών της ομοφυλοφιλίας. Μολαταύτα, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καμία ένδειξη που να υποστηρίζει αυτή την υπόθεση. Στο πρώτο πείραμα των μονοζυγωτικών διδύμων, όπως ήδη αναφέρθηκε άνωθεν, κατέστη σαφές πως δύο άνθρωποι με ίδια γονίδια, απέκτησαν, μεγαλώνοντας, διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις και ως εκ τούτου, η ύπαρξη ενός «γκέι γονιδίου» στον έναν από τους δύο, καθίσταται αδύνατη (Mayer & McHugh, 2016).

Επιπροσθέτως, το επιγονιδίωμα αποτελεί την πιο πρόσφατη ανακάλυψη της επιστήμης στο πεδίο της γενετικής που μπορεί να αποκρυπτογραφήσει εκατομμύρια εκδηλώσεις ασθενειών, συμπεριφορών, επιθυμιών και οτιδήποτε άλλο προκύπτει από τα γονίδια του ανθρώπου. Η λειτουργία του επιγονιδιώματος έγκειται στη διπλή έλικα του ανθρώπινου DNA (25.000 γονίδια), όπου βρίσκονται κωδικοποιημένες όλες οι γενετικές πληροφορίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία ενός οργανισμού.

Παρά ταύτα, αυτές οι πληροφορίες, από μόνες τους, παραμένουν εξαιρετικά αδρανείς, ενώ ενεργοποιούνται μονάχα εάν βρεθεί το κατάλληλο μικροπεριβάλλον, στα πλαίσια του οποίου μία σειρά διαφορετικών μορίων καταφέρνει να «εκφραστεί». Αυτή η σειρά μορίων ονομάζεται επιγονιδίωμα και αποτελείται από μεθυλιακές ομάδες που επισυνάπτονται σε ένα γονίδιο, σιγάζοντας το αποτελεσματικά, ούτως ώστε να το απενεργοποιήσουν τελείως (Ramagopalan, et al., 2010. Mustanski, et al., 2005).

Στο ερώτημα πως αποφασίζει, όμως, μία ομάδα μεθυλίου να αδρανοποιήσει ένα γονίδιο, η απάντηση είναι πως τα επιγονιδιώματα ανοίγουν και κλείνουν τους διακόπτες των γονιδίων των ανθρώπων, καθώς μεγαλώνουν ανάλογα με τα βιώματά τους και το περιβάλλον τους. Η διατροφή, η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, η κατανάλωση φαρμάκων, η αγάπη, η εκτίμηση, η φροντίδα, καθώς και το άγχος, τα νεύρα και ο θυμός, επηρεάζουν εξίσου σημαντικά το γενετικό αποτύπωμα του ανθρώπου.

Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, ακόμα και τα βιώματα των γονιών έχουν τη δυναμική για να διαμορφώσουν τελικά το επιγονιδίωμα των παιδιών τους (Francis, 2008. Bailey, et al., 1995). Οι επιγενετικές τροποποιήσεις, όπως η μεθυλίωση και οι αλλαγές στον κώδικα MRNA, μπορούν να προκληθούν από εξωτερικά ερεθίσματα και κοινωνικές συγκυρίες, οι οποίες επηρεάζουν την έκφραση πρωτεϊνών σε δύο διαφορετικά κελιά του ανθρώπινου DNA.

Πρόκειται για μία διαδικασία, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις σεξουαλικές προτιμήσεις, εφόσον ο υποθάλαμος του εγκεφάλου των ανθρώπων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του σεξουαλικού προσανατολισμού (Benite-Ribeiro, et al., 2016). Συγκεκριμένα, στον εγκεφαλικό υποθάλαμο εντοπίζονται και οι μεγαλύτερες δομικές μεταβολές στη σύγκριση μαγνητικών απεικονίσεων ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων ατόμων, ενώ τα γονίδια που δίνουν την εντολή για τη λειτουργία του υποθαλάμου αλλά και άλλων σημαντικών δομών, απενεργοποιούνται από μεθυλιακές ομάδες, σε περίπτωση ομοφυλοφιλίας.[2]

Καθίσταται καλύτερα κατανοητό, επομένως, ότι η πεποίθηση πως το ανθρώπινο DNA είναι στατικό και καθορίζει αποκλειστικά από μόνο του τις ζωές των ανθρώπων, δεν συνάδει με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, το ερώτημα που τέθηκε παραπάνω «φύση ή ανατροφή» δεν είναι σωστό, εφόσον και τα δύο αυτά στοιχεία αλληλοεπιδρούν και μετασχηματίζουν τον γενετικό κώδικα των ανθρώπων μέχρι και 20% σε μόλις 10-16 χρόνια ζωής.

Πέραν τούτων, όμως, η απενεργοποίηση της έκφρασης των σεξουαλικών γονιδίων από το επιγονιδίωμα δεν είναι ο τρόπος που θα «ήθελε» να λειτουργήσει το DNA, αλλά παρόλα αυτά συμβαίνει. Ο τρόπος με τον οποίο ανατράφηκαν τόσο οι γονείς όσο και οι γονείς των σημερινών γονέων σε συνδυασμό με τις επιλογές που έκαναν, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή των παιδιών του, δίχως βέβαια να παραβλέπεται ο σημαντικός παράγοντας της «επιλογής», ο οποίος είναι μάλλον και τελεσίδικος σχετικά με τη διαμόρφωση της ταυτότητας.
3. Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα

Επιπρόσθετα σε όλα όσα συζητήθηκαν στην παραπάνω ενότητα, είναι σημαντικό να διερευνηθεί επίσης και το γεγονός πως μέχρι και σήμερα, πάντως, εξακολουθεί να διαιωνίζεται η άποψη πως η Αρχαία Ελλάδα αποτελούσε βασικό σημείο αναφοράς, σε ό,τι αφορά το καθεστώς ελευθερίας που παρείχε για τα ομοφυλοφιλικά ζευγάρια.

Μάλιστα, παρά τις εκάστοτε αντιδράσεις, οι οποίες αποδομούν ολοένα και περισσότερο την εικόνα της Αρχαίας Ελλάδας ως ομοφυλοφιλικού παραδείσου, τελικά, η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα αποτελεί ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι θέλησαν να ερμηνεύσουν τις κοινωνικές διαστάσεις του κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής (Cohen, 1992).

Ειδικότερα, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα, δεν αναφερόταν στις σχέσεις μόνο μεταξύ αντρών αλλά και στις σχέσεις μεταξύ γυναικών. Πιστεύεται ότι στον Ομηρικό κόσμο, η ομοφυλοφιλία δεν επικροτούνταν, ενώ στην ελληνική κοινωνία της αρχαϊκής περιόδου, ο περιορισμός των γυναικών στο σπίτι, η ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών με εταίρες, ο γάμος που είχε σκοπό τη διατήρηση και διαχείριση της περιουσίας, περιθωριοποιούσε τις γυναίκες και κατέστρεφε τους όρους της κοινωνικής τους ζωής, εμποδίζοντας την καλλιέργεια της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ των δύο φύλων.

Την ίδια στιγμή, στην κοινωνία εκείνων των χρόνων, το αριστοκρατικό ιδεώδες, η συνεχής επικοινωνία των αντρών κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκπαίδευσης και του πολέμου, ο ανδρικός γυμνισμός στον αθλητισμό, όπως και στις συνάξεις και στα συμπόσια των αντρών, δημιουργούσε τις κατάλληλες βάσεις, πάνω στις οποίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί η ανδρική ομοφυλοφιλία. Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές που γίνονται στις παιδόφιλες σχέσεις που αναπτύσσονταν στο πλαίσιο μέντορα και μαθητευόμενου εκείνη την εποχή, αναδεικνύοντας, όμως, μία διαφορετική σημασία τόσο της έννοιας της παιδοφιλίας όσο και της ομοφυλοφιλίας σε σύγκριση με τις σημερινές αντιλήψεις.

Πιο συγκεκριμένα, ως προς το ερωτικό στοιχείο, επισημαίνεται πως το ερωτικό ιδεώδες που εμφανίζεται στις σημερινές ομοφυλοφιλικές σχέσεις, δεν αποτελούσε πραγματικότητα για τον αρχαίο κόσμο. Οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών ήταν καιροσκοπικές και δεν απέβλεπαν σε τίποτα το μόνιμο. Για τον λόγο αυτό, οι συνεχείς ομοφυλοφιλικές σχέσεις και η ανδρική πορνεία δεν ήταν ανθεκτικές στο χρόνο και σε περίπτωση που ήταν, αντιμετωπίζονταν ως κατακριτέες συμπεριφορές (Laios, et al., 2017).

Αναλυτικότερα, επομένως, η Αρχαία Ελλάδα, πράγματι, είναι γνωστή για την αποδοχή της αμφιφυλόφιλης συμπεριφοράς. Στην κλασική αρχαιότητα, συγγραφείς, όπως ο Ηρόδοτος, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αθήναιος και πολλοί άλλοι, ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση των συναισθημάτων αγάπης που αναπτύσσονταν ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου (Cohen, 1994).

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως κοινωνικό στοιχείο ταυτότητας, και δεν διέκρινε τη σεξουαλική επιθυμία ή/και συμπεριφορά από το φύλο των συμμετεχόντων, αλλά από το βαθμό στον οποίο αυτή η επιθυμία ή/και η συμπεριφορά συμμορφώνονταν με τους κοινωνικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ήταν θεμελιωμένοι σε παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία και η κοινωνική κατάσταση (Halperin, 2012).

Η πιο διαδεδομένη και κοινωνικά σημαντική μορφή στενών σεξουαλικών ομοφυλοφιλικών σχέσεων στην Αρχαία Ελλάδα ήταν μεταξύ ενήλικων ανδρών και εφήβων αγοριών (Papadopoulos, 2002). Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη μορφή σχέσεων μεταξύ ανδρών, η οποία αποκαλούταν ως παιδεραστία που σημαίνει αγάπη για το αγόρι. Στην αρχαία Αθήνα, μάλιστα, ο μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας είχε την ευθύνη για να εκπαιδεύσει, να προστατεύσει, να φροντίσει και να παράσχει ένα πρότυπο για τον νεαρό αγαπημένο του.

Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, στο πλαίσιο των πόλεων-κρατών, ήταν οι πρώτοι που περιγράφουν, μελετούν, συστηματοποιούν και εγκαθιστούν την παιδεραστία ως έναν κοινωνικό και εκπαιδευτικό θεσμό. Ήταν ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτικής ζωής, του στρατού, της φιλοσοφίας και των τεχνών αλλά και της δημοκρατίας (Wohl, 2002). Ωστόσο, εάν κάποιος εφαρμόσει τη σύγχρονη ορολογία στους αρχαίους Έλληνες, τότε θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, άνδρες ήταν «αμφιφυλόφιλοι», δίχως, βέβαια, αυτό να συνεπάγεται τη σεξουαλική πράξη (Cantarella, 2005).

Καθώς οι άνδρες στην Αρχαία Ελλάδα κυριαρχούσαν στην αγορά, στους πολιτικούς και τους λογοτεχνικούς χώρους, προφανώς, έχουν διασωθεί περισσότερα ενδεικτικά στοιχεία για την ανδρική σεξουαλική δραστηριότητα. Πέραν τούτων, ωστόσο, σημαντικές αναφορές στον έρωτα των γυναικών προς άλλες γυναίκες γίνονται και από τον Πλάτωνα, όπως χαρακτηριστικά είναι η περίπτωση της Σαπφούς, γνωστής ποιήτριας από τη Λέσβο, η οποία είχε συγγράψει πολλά ερωτικά ποιήματα, τα οποία απευθύνονταν σε γυναίκες και νεαρά κορίτσια (Hallett, 1979).

Η αγάπη σε αυτά τα ποιήματα μερικές φορές βρίσκει ανταπόκριση, ενώ μερικές φορές όχι. Η Σαπφώ θεωρείται ότι έχει γράψει σχεδόν 12.000 σειρές ποίησης για την αγάπη της για άλλες γυναίκες. Από αυτές, μόνο 600 γραμμές έχουν διασωθεί. Ως αποτέλεσμα της φήμης της στην αρχαιότητα, σήμερα, τόσο η ίδια η ποιήτρια όσο και η Λέσβος αποτελούν έμβλημα της αγάπης και του έρωτα μεταξύ των γυναικών (Snyder, 1997).

Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ανακριβές να υποστηριχθεί ότι οι άνδρες και οι γυναίκες στον αρχαίο κόσμο ήταν ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι ή/και ομοφοβικοί, καθώς κανένας από τους όρους δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς τους σεξουαλικούς μηχανισμούς της εποχής (Boyle, 2007). Αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί με μεγαλύτερη σιγουριά, είναι πως η ομοφυλοφιλία στον αρχαίο κόσμο διατήρησε τον χαρακτήρα της από τους Μινωίτες (27ος αιώνας π.Χ.) έως και την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (5ος αιώνας μ.Χ.).



Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι μία τέτοια συμπεριφορά θέτει τα θεμέλιά της 3000 χρόνια νωρίτερα, τότε, ίσως, τελικά, να αξίζει μία δεύτερη σκέψη, πριν από την υπεράσπιση μιας άποψης ως αντιπροσωπευτικής των παραδοσιακών αξιών, διότι κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να γνωρίζει την ακριβή σημασία του «παραδοσιακού», του «φυσιολογικού» και των «παρελθοντικών αξιών» που σχετίζονταν με τη σεξουαλικότητα ανδρών και γυναικών άλλων εποχών (Karras, 2000).
Συμπεράσματα

Σύμφωνα με όλα όσα συζητήθηκαν στις παραπάνω ενότητες, επισημαίνεται, αρχικά, πως οι ομοφυλόφιλοι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους, καθώς οι έρευνες αποδεικνύουν πως δεν υφίσταται καμία εγγενής σχέση ανάμεσα στις σεξουαλικές προτιμήσεις και την ψυχοπαθολογία (Pachankis, Cochran & Mays, 2015). Τόσο η ετεροφυλοφιλική συμπεριφορά όσο και η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά είναι φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και έχουν τεκμηριωθεί σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, αντιστοίχως.

Ως εκ τούτου, παρά την επιμονή των στερεοτύπων εναντίον των ομοφυλόφιλων, εν τούτοις, η κλινική εμπειρία οδηγεί στο συμπέρασμα πως όλοι οι σεξουαλικοί προσανατολισμοί των ανθρώπων, συνιστούν συνήθεις μορφές της ανθρώπινης εμπειρίας, φυσιολογικές μορφές των ανθρώπινων δεσμών και ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με κάποια πρότερη ψυχική διαταραχή (Needham & Austin, 2010).

Σε μία προσπάθεια, λοιπόν, να συνοψισθούν οι πληροφορίες που συζητήθηκαν παραπάνω, το σημαντικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, είναι η μείζονος σημασίας αναγκαιότητα για την περαιτέρω διερεύνηση των αιτιών εκδήλωσης ομοφυλοφιλικών τάσεων βάσει όλων των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων που δεν επηρεάζονται από πολιτικές πεποιθήσεις και δεν καθοδηγούνται από συμφέροντα.

Η ομοφυλοφιλία και η νομιμοποίηση ή/και «κανονικοποίηση» των γάμων ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου, αποτελεί ένα θέμα που ακόμα απασχολεί την επιστημονική κοινότητα, ενώ το ζήτημα της υιοθεσίας παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια δημιουργεί τα περισσότερα ερωτηματικά και αντιδράσεις. Σε κάθε περίπτωση, γνωρίζοντας ότι η ανατροφή, τα ερεθίσματα και το περιβάλλον ενός παιδιού, επηρεάζουν σημαντικά την έκφραση των γονιδίων του, τότε, ίσως, το εν λόγω ζήτημα να μπορεί να τεθεί εκ νέου υπό συζήτηση και κρίση, συμπεριλαμβάνοντας επίσης πιο ορθολογικά επιχειρήματα και σκέψεις, τα οποία, όμως, αφενός να προέρχονται και αφετέρου να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα.


Συγγραφέας: Δρ. Λέτσιου Γ. Στυλιανή
[1] National Geographic explains the biology of homosexuality. (2009). Ανασύρθηκε τον Ιούνιο 2, 2018, από: https://www.youtube.com/watch?v=saO_RFWWVVA.
[2] BBC (16 June, 2008). Scans see 'gay brain differences. BBC News.
Βιβλιογραφία
  • Bailey, J. M., & Pillard, R. C. (1991). A genetic study of male sexual orientation. Archives of general psychiatry, 48(12), 1089-1096.
  • Bailey, J. M., Bobrow, D., Wolfe, M., & Mikach, S. (1995). Sexual orientation of adult sons of gay fathers. Developmental psychology, 31(1), 124-129.
  • Bailey, J. M., Dunne, M. P., & Martin, N. G. (2000). Genetic and environmental influences on sexual orientation and its correlates in an Australian twin sample. Journal of personality and social psychology, 78(3), 524-536.
  • Balter, M. (2015). Can epigenetics explain homosexuality puzzle?. Science, 350(6257), 148.
  • Balthazart, J. (2011). Minireview: Hormones and Human Sexual Orientation. Endocrinology, 152(8), 2937-2947.
  • BBC (16 June, 2008). Scans see 'gay brain differences. BBC News.
  • Benite-Ribeiro, S. A., Putt, D. A., Soares-Filho, M. C., & Santos, J. M. (2016). The link between hypothalamic epigenetic modifications and long-term feeding control. Appetite, 107(2016), 445-453.
  • Boyle, S. E. (2007). Awakened Sexualities: Ancient Greece and Modern America. Harrington Gay Men's Literary Quarterly, 8(4), 131-136.
  • Byne, W., & Parsons, B. (1993). Human sexual orientation: The biologic theories reappraised. Archives of General Psychiatry, 50(3), 228-239.
  • Cantarella, E. (2005). The androgynous and bisexuality in ancient legal codes. Diogenes, 52(4), 5-14.
  • Cohen, D. (1992). Sex, Gender, and Sexuality in Ancient Greece.
  • Cohen, D. (1994). Law, sexuality, and society: The enforcement of morals in classical Athens. Cambridge University Press.
  • Coleman, J. M., & Hong, Y. Y. (2008). Beyond nature and nurture: The influence of lay gender theories on self-stereotyping. Self and Identity, 7(1), 34-53.
  • Francis, A. M. (2008). Family and sexual orientation: The family-demographic correlates of homosexuality in men and women. Journal of Sex Research, 45(4), 371-377.
  • Hallett, J. P. (1979). Sappho and her social context: sense and sensuality. Signs: Journal of Women in Culture and Society, 4(3), 447-464.
  • Halperin, D. M. (2012). One hundred years of homosexuality: And other essays on Greek love. Routledge.
  • Jannini, E. A., Blanchard, R., Camperio‐Ciani, A., & Bancroft, J. (2010). Male homosexuality: Nature or culture?. The journal of sexual medicine, 7(10), 3245-3253.
  • Karras, R. M. (2000). Active/passive, acts/passions: Greek and Roman sexualities. The American Historical Review, 105(4), 1250-1265.
  • Kinsey, A. C., Pomeroy, W. R., & Martin, C. E. (2003). Sexual behavior in the human male. American Journal of Public Health, 93(6), 894-898.
  • Laios, K., Moschos, M. M., Koukaki, E., Kontaxaki, M. I., & Androutsos, G. (2017). Homosexuality according to ancient Greek physicians. Psychiatrike= Psychiatriki, 28(1), 60-66.
  • Lehavot, K., Molina, Y., & Simoni, J. M. (2012). Childhood trauma, adult sexual assault, and adult gender expression among lesbian and bisexual women. Sex roles, 67(5-6), 272-284.
  • LeVay, S. (1991a). Biology and homosexuality. Science, 254(5032), 630-630.
  • LeVay, S. (1991b). A difference in hypothalamic structure between heterosexual and homosexual men. Science, 253(5023), 1034-1037.
  • Mayer, L. S., & McHugh, P. R. (2016). Sexuality and gender: Findings from the biological, psychological, and social sciences. The New Atlantis, 50(2016), 10-143.
  • Money, J. (1985). Gender: history, theory and usage of the term in sexology and its relationship to nature/nurture. Journal of sex & marital therapy, 11(2), 71-79.
  • Mustanski, B. S., DuPree, M. G., Nievergelt, C. M., Bocklandt, S., Schork, N. J., & Hamer, D. H. (2005). A genomewide scan of male sexual orientation. Human genetics, 116(4), 272-278.
  • National Geographic explains the biology of homosexuality (2009). Retrieved from https://www.youtube.com/watch?v=saO_RFWWVVA.
  • Needham, B. L., & Austin, E. L. (2010). Sexual orientation, parental support, and health during the transition to young adulthood. Journal of Youth and Adolescence, 39(10), 1189-1198.
  • Pachankis, J. E., Cochran, S. D., & Mays, V. M. (2015). The mental health of sexual minority adults in and out of the closet: A population-based study. Journal of consulting and clinical psychology, 83(5), 890-901.
  • Papadopoulos, A. G. (2002). Mapping “Romeic” and “Hellenic” Same–Sex Desire: Articulating Heteropatriarchy and Male Homosexuality in Contemporary Greece. Antipode, 34(5), 910-934.
  • Ramagopalan, S. V., Dyment, D. A., Handunnetthi, L., Rice, G. P., & Ebers, G. C. (2010). A genome-wide scan of male sexual orientation. Journal of Human Genetics, 55(2), 131-132.
  • Snyder, J. M. (1997). Lesbian desire in the lyrics of Sappho. Columbia University Press.
  • Wohl, V. (2002). Love Among the Ruins: the Erotics of Democracy in Classical Athens. Princeton University Press.