«Σε βλέπω σαν μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά που ζητά να με ξαναπεριλάβει.
Να χωνευτώ μέσα στη ζέστα σου...
Και μετά την τελευταία φορά,
ξάπλωσες πάνω στα πόδια μου,
απ’ την αντίθετη πλευρά της καρδιάς σου.
Τίποτα δεν πρόλεγε πως ήταν η τελευταία.
Δεν είχες προλάβει να γεράσεις.
Τις πρώτες, τις ελάχιστες άσπρες τρίχες
που εμφανίστηκαν στους κροτάφους σου τις αγαπούσες.
Το ότι θα σου δινόταν να γεράσεις για σένα ήταν ευτυχία.
Γιατί σήμαινε πως θα ζούσες».