Του Νίκου Τσούλια
Ισχυρίζονται οι στοχαστές ότι αν θέλεις να μελετήσεις την ουσία ενός ζητήματος, αρκεί να μπορείς να προσεγγίσεις τη γενίκευσή του και την καθολίκευσή του ή την απόλυτη απουσία του.Τίποτα όμως στη ζωή δεν έχει πλήρη παρουσία ή απουσία, αλλά δίνει το στίγμα του με μερικότητα και με σχετικότητα και έτσι η προαναφερθείσα μεθοδολογία παραμένει ένα θεωρητικό πρόβλημα.
Ωστόσο, η δύναμη της σκέψης μας δίνει πολλές δυνατότητες ανάλυσης και εδώ άλλωστε έγκειται – κατά τη γνώμη μου – η ομορφιά της και η ίδια η ομορφιά του ανθρώπου. Έχει νόημα και αξία να σκεπτόμαστε για τη σκέψη μας, να θέτουμε το στοχασμό μας σε μια περιδίνηση «περί τον άξονά του», γιατί μόνο έτσι μπορούμε να ασκούμε την ερευνητική ματιά μας και να ρίχνουμε αχτίνες φωτός στα πυκνά σκοτάδια που περιτριγυρίζουν την ύπαρξή μας και κυρίως τη συνειδητοποίησή της.
Έρχομαι στο ερώτημά μου. Μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς βιβλία, χωρίς διάβασμα; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά για έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από στοιχεία ανορθολογισμού. Όχι, ο άνθρωπος δεν μπορεί «να κάνει βήμα» χωρίς τα βιβλία. Τότε, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν διαβάζουν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους ή που δεν έχουν ούτε ένα βιβλίο στο σπίτι τους ή που δεν ανοίγουν ούτε από περιέργεια τα όποια βιβλία έχουν στον περίγυρό τους;
Η προσωπική / υποκειμενική προσέγγισή μου είναι απόλυτη. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ζει ούτε πολύ περισσότερο βιώνει τον εαυτό του και τον κόσμο – ένας τέτοιος άνθρωπος απλώς υπάρχει. Δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει το μεγαλειώδες Σύμπαν του πνεύματος ούτε από το σχολείο ούτε από τον περίγυρό του και γι’ αυτό δεν νιώθει την έλλειψη των γραμμάτων. Και παρά το γεγονός ότι αναγκαστικά στοχάζεται επί των μεγάλων υπαρξιακών ερωτημάτων που απασχολούν κάθε άνθρωπο και αναλογίζεται επί του νοήματος και επί του σκοπού της ζωής του, δεν νιώθει την ανάγκη να δει και λίγο «παραπέρα» αυτούς τους προβληματισμούς.
Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στις σύγχρονες κοινωνίες. Γιατί οι άνθρωποι ενώ κάνουν τα γράμματα και την εκπαίδευση και το διάβασμα απόλυτη προτεραιότητα για τα πρώτα χρόνια της ζωής των και φοιτούν σε σχολεία (ή και σε πανεπιστήμια), στη συνέχεια τα εγκαταλείπουν σε μεγάλο βαθμό ή δεν ξαναέχουν καμιά επαφή μαζί τους; Τι μεσολαβεί και ανατρέπει την αρχική εικόνα ή εξ αρχής η σχέση μας με το διάβασμα είναι μια απλή συνήθεια ή μια θεσμική λειτουργία κάποιας ηλικίας μας και τίποτα πέραν τούτου;
Υπάρχει και μια κρατούσα ψευδαίσθηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους ότι διαβάζουν. Και εννοούν το διάβασμα των υπότιτλων στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο, το διάβασμα των μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο ή στο λάπτοπ, το διάβασμα των ποικίλων πινακίδων στους δρόμους, το διάβασμα των εφημερίδων της κλεφτής ματιάς στα περίπτερα, το διάβασμα των ετικετών στα προϊόντα που αγοράζουν και άλλων τέτοιων σχετικών αναγνωσμάτων και πιστεύουν ότι δεν τους λείπει η προσφυγή στους τόπους των γραμμάτων…
Εδώ πράγματι γίνεται μια λαθροχειρία. Γιατί, αν δεν υπήρχαν αυτά τα ψευτοδιαβάσματα για τον κόσμο του πνεύματος αλλά αναγκαία για τον κόσμο των αισθήσεων και για τις ανάγκες της καθημερινότητας, όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ένοιωθαν την ανάγκη να ξεφυλλίσουν ένα βιβλίο, για να καταλαγιάσουν την περιέργειά τους και για να ακονίσουν τη σκέψη τους, για να καλλιεργήσουν το συναίσθημά τους και για να εκλογικεύσουν τον ανταριασμένο ψυχισμό τους. Έτσι στρέφουμε τα κανάλια του ποτίσματός μας στα αμμώδη εδάφη του ρηχού πνεύματος και αδιαφορούμε πλήρως για τα καλλιεργήσιμα μέρη του, τα οποία ξηραίνονται και ερημώνονται και βλέπουμε αυτή την εικόνα της εγκατάλειψης ως μακρινοί παρατηρητές που δεν μας αφορά!
Πώς μπορούν οι άνθρωποι να μην νιώθουν τη βαθύτερη ανάγκη του εαυτού τους, για να γευθούν τα πραγματικά αγαθά της ανθρωπότητας; Τι θα πουν στον εαυτό τους ότι έκαναν στη ζωή τους, όταν θα βλέπουν το ηλιοβασίλεμά της; Πώς θα ξέρουν ότι συμμετείχαν στον πολιτισμό; Πώς θα τους θυμούνται τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και τελικά, το πιο σημαντικό, θα ήθελαν να ακολουθήσουν κι αυτά το παράδειγμά τους;
Ο άνθρωπος που ζει παρέα με τα βιβλία έχει τη δική του ευθύνη γι’ αυτούς που είναι στην «αντίπερα όχθη». Έχει θεία υποχρέωση και κοινωνικό καθήκον να τους καλέσει επίμονα και πειστικά να περάσουν στην απ’ εδώ πλευρά, στον ιερό κόσμο των βιβλίων και των γραμμάτων. Άλλως το δικό του διάβασμα δεν πιάνει τόπο. Γιατί, αν το διάβασμα δεν είναι πανανθρώπινη λειτουργία και αξία, αν τα βιβλία δεν είναι είδωλα ζωής στα χέρια όλων των ανθρώπων, τότε έχουν ηττηθεί περισσότερο απ’ όλους οι άνθρωποι των βιβλίων. Γιατί, αν οι άνθρωποι του διαβάσματος δεν κάνουν καθετί για να πάρουν μαζί τους στους φωτεινούς και ιερούς τόπους των γραμμάτων και τους «άλλους», τότε δεν έχει νόημα το δικό τους διάβασμα!