11.6.20

Η Αφροδίτη αυτοπροσώπως, στεκόταν μπροστά του....[Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα ο "ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ που αγαπούσε τη ΓΟΡΓΟΝΑ", του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ]

Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω διακριτικά…Ήταν μια κούκλα. Όμορφη. Με ένα κορμί σμιλεμένο
και σφιχτό. Τη θαύμαζε

σχεδόν τυφλωμένος από την ομορφιά της. Είχε χρόνια να συναντήσει τέτοια ατόφια ομορφιά. Συγύριζε το χώρο για την επόμενη ώρα. Στο βάθος η αίθουσα χορού ήταν πιο σκοτεινή αλλά
το φώς που έμπαινε από το παράθυρο διαχέονταν πάνω στο κορμί της. Το φως περνούσε γύρω από το κορμί της περιμετρικά σαν αύρα και κάτω από τα πόδια, που έμοιαζαν με Κορινθιακούς κίονες. Ίσως ήταν πιο ψηλή από αυτόν ή τουλάχιστον ίση. Ψιθύρισε τις σκέψεις του:
«Μάχιμα χέρια. Μάχιμα πόδια. Μάχιμα στήθη. Τι μάτια και σαρκώδη χείλη είναι αυτά θεέ μου!Τι ομορφιά!»
Πλησίασε προς το μέρος του. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με την κορνίζα τους, τα μεγάλα περιποιημένα φρύδια, ο λαιμός της, η «γαλλική» μύτη, τα ωραία μακριά δάχτυλα των χεριών της, η Αφροδίτη αυτοπροσώπως, στεκόταν μπροστά του. Τη χαρτογράφησε ολόκληρη. Το βλέμμα της τον συνέλαβε να την κοιτάει. Δεν αιφνιδιάστηκε. Πάντα ετοιμόλογος, άφησε την ατάκα του να την κυριεύσει:
«Ο χορός, είναι η τέχνη του σώματος…»
«Εννοείται τη γλώσσα του σώματος;» συνέχισε εκείνη με ένα διακριτικό μειδίαμα τη συζήτηση. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον αποθαρρύνει.
Ο Αχιλλέας, εξέλαβε ως «ενδιαφέρον», τη συνέχιση της συζήτησης.
«Για τη γλώσσα του σώματος θα μιλήσουμε την επόμενη φορά…αν θέλεις. Είναι μια άλλη συζήτηση Ροζαλία», απάντησε κοιτώντας την κατάματα.
«Όποτε θέλετε κύριε Αχιλλέα» έριξε λάδι στη φωτιά, κοιτώντας τον βαθιά κατάματα. Ύστερα έσκυψε πήρε τη ζακέτα της φόρμας της και απομακρύνθηκε.