Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινόπλεούμενο.Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά.Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά.
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει …Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιάπου μεγαλώνει.Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ.Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία που τοεξαργυρώνει.
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο…
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα…Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου.
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένοΔεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς …Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μουΝα μιλώ για σένα και για μένα.
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς…Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί…»
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο…
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα…Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου.
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένοΔεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς …Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μουΝα μιλώ για σένα και για μένα.
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς…Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί…»
Από το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη