Μπροστά του απλωνόταν το Αιγαίο: απέραντο γαλάζιο και ο ουρανός έσμιγαν εκεί που
έφτανε το μάτι του. Κοίταξε γύρω -γύρω όσο έφτανε η ματιά του.
Ήταν στην άκρη του κόσμου, ανάμεσα στη γη και τον ουρανό.Στη μέση του ονείρου. Στη
μέση της ζωής. Μέσα στον παράδεισό του. Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στα πνευμόνια του και δίψα να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή. Ένα δωμάτιο με θέα, ένα μπαλκόνι με αέρα και ήλιο, ένα παράθυρο με αλμύρα και δροσιά, άσπρους τοίχους και μπλε παντζούρια στην άκρη του κόσμου. Πάνω σε ένα κομμάτι απερίσπαστου χρόνου…Μετά από μισόν αιώνα δρόμο, είχε φτάσει στο λιμάνι που αποζητούσε.Στον προορισμό του. Ένοιωθε γεμάτος. Πλήρης. Άρχισε να σφυρίζει ένα τραγούδι.Σήκωνε στους ώμους του μισό αιώνα. Πως είχαν περάσει έτσι σαν αστραπή τόσα χρόνια χωρίς να το καταλάβει! Είχαν κυλήσει σα νερό στο ρυάκι χάθηκαν στο πέλαγος της αιωνιότητας αφήνοντας μόνο την κούραση στους ώμους του να τον βαραίνει.
έφτανε το μάτι του. Κοίταξε γύρω -γύρω όσο έφτανε η ματιά του.
Ήταν στην άκρη του κόσμου, ανάμεσα στη γη και τον ουρανό.Στη μέση του ονείρου. Στη
μέση της ζωής. Μέσα στον παράδεισό του. Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στα πνευμόνια του και δίψα να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή. Ένα δωμάτιο με θέα, ένα μπαλκόνι με αέρα και ήλιο, ένα παράθυρο με αλμύρα και δροσιά, άσπρους τοίχους και μπλε παντζούρια στην άκρη του κόσμου. Πάνω σε ένα κομμάτι απερίσπαστου χρόνου…Μετά από μισόν αιώνα δρόμο, είχε φτάσει στο λιμάνι που αποζητούσε.Στον προορισμό του. Ένοιωθε γεμάτος. Πλήρης. Άρχισε να σφυρίζει ένα τραγούδι.Σήκωνε στους ώμους του μισό αιώνα. Πως είχαν περάσει έτσι σαν αστραπή τόσα χρόνια χωρίς να το καταλάβει! Είχαν κυλήσει σα νερό στο ρυάκι χάθηκαν στο πέλαγος της αιωνιότητας αφήνοντας μόνο την κούραση στους ώμους του να τον βαραίνει.
Είχε έρθει η ώρα να ξαποστάσει.
Σα λευκός γλάρος πάνω σε άσπρο ξέξασπρό βράχο μεσοπέλαγα....