Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής (Σφακιά), ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, αρχικά στη συνοικία του Τοπανά στην Παλιά Πόλη κι αργότερα στη Νέα Χώρα. Αποπεράτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Β΄ Γυμνάσιο Χανίων το 1924. Ως μαθητής ο Κριαράς συμμετείχε σε χανιώτικες νεανικές φιλολογικές κινήσεις και πρωτοβουλίες. Διετέλεσε γραμματέας του «Εγκυκλοπαιδικού Κύκλου των Νέων», από την ίδρυσή του το 1921, και αργότερα συμμετείχε στον Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο, που το 1924 εξέδωσε το νεανικό περιοδικό Αυγερινός, του οποίου ανέλαβε και αρχισυντάκτης («εισηγητής επί της ύλης»). Στον Αυγερινό, του οποίου συνεργάτες υπήρξαν μεταξύ άλλων οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Στέλιος Καψωμένος και Νίκος Β. Τωμαδάκης, καθώς και νομικός και κομμουνιστής πολιτικός Βαγγέλης Κτιστάκης, ο Κριαράς δημοσίευσε το 1924 σε τρεις συνέχειες κι ένα διήγημά του με τίτλο «Τέτοια ζωή! …»
Την ίδια χρονιά, το 1924, o Κριαράς ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του· το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae, το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου. Το 1944 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1965 η πρώτη – και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα – έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών τον απέλυσε για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) (την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956) και συνέχισε το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του. Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000. Ο Κριαράς πέθανε από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, το βράδυ της 22ης Αυγούστου 2014. Ήταν 107 ετών.
Επιστημονικό έργο
Ο Κριαράς ήταν ένας πολυγραφότατος επιστήμονας, όπως παρατηρούσε το 2008 ο Παναγιώτης Ζιώγας: «Αν προσεγγίσουμε την παράμετρο Σελίδες των δημοσιευμάτων Κριαρά, τότε καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Από τις είκοσι περίπου χιλιάδες σελίδες του μετρημένου έργου του Ε. Κριαρά, συντριπτική υπεροχή έχουν τα Λεξικογραφικά που υπερβαίνουν τις οκτώμισι χιλιάδες σελίδες, ακολουθούν τα Γραμματολογικά με περίπου έξι χιλιάδες, τα Σύμμικτα που υπερβαίνουν τις τρεις χιλιάδες, έπονται τα Επιστολογραφικά με περίπου χίλιες πεντακόσιες σελίδες, με τελευταία τα καθαρά Γλωσσικά που εγγίζουν τις εννιακόσιες σελίδες».
Από τα περισσότερα από 1.000 άρθρα και τα περίπου 60 βιβλία που έχει εκδώσει αυτοτελώς μέχρι σήμερα ο Κριαράς, ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Γιάννη Ψυχάρη, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά, οι εκδόσεις των παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Πανώριας του Γεωργίου Χορτάτση, των θεατρικών του Πέτρου Κατσαΐτη, κ.ά), οι ποικίλες μελέτες του για τον δημοτικισμό και κυρίως οι 14 πρώτοι τόμοι του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Λεξικό Κριαρά και αποτελεί αδιαμφισβήτητα το σημαντικότερο έργο του. Το 1997, λόγω προχωρημένης ηλικίας, ο Ε. Κριαράς εγκατέλειψε το μεσαιωνικό λεξικό του, παραδίδοντας το σχετικό λεξικογραφικό του αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης. Το Κέντρο συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και έχει εκδώσει μέχρι τώρα 7 ακόμη τόμους τού ΛΜΕΔΓ: 15ος (2006), 16ος (2008), 17ος (2011), 18oς (2012), 19ος (2014), 20ός (2016) και 21ος (2019). Εξέδωσε επίσης δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων (με την επιμέλεια Ιωάννη Ν. Καζάζη και Τ. Α. Καραναστάση), η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο. Στον λεξικογραφικό χώρο ανήκει και η σύνταξη από τον Ε. Κριαρά του Λεξικού της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής που εξέδωσε το 1995 η Εκδοτική Αθηνών.
Δημοτικισμός και προσφορά στην πολιτεία
Παρά το πολυσχιδές επιστημονικό του έργο ο Κριαράς δεν υπήρξε «επιστήμονας του εργαστηρίου». Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στην Ο. Αντωνοπούλου το 2002, «ο επιστήμονας δεν πρέπει να μένει μόνο στο εργαστήριο. Βέβαια το εργαστήριο χρειάζεται, διότι αλλιώς εργασία δε θα υπάρξει. Αλλά δε φτάνει αυτό. Εκείνος που έχει συνείδηση των καθηκόντων του των πνευματικών, πρέπει όσο γίνεται να εκλαϊκεύει την επιστήμη του. Αυτό επιδίωξα γενικότερα στη ζωή μου, αλλά κυρίως μετά το ’74, όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στον τόπο μας. Ο επιστήμονας πρέπει να είναι και ερευνητής και δάσκαλος, εκλαϊκευτής».
Ο Κριαράς υπήρξε υπέρμαχος του δημοτικισμού από τα μαθητικά του χρόνια, συγκεκριμένα από το 1923, και αγωνίστηκε με όλα τα μέσα που διέθετε για τα γλωσσικά του πιστεύω. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του τόσο στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους όσο και στην καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής. Με τον νόμο 309/23.1.76 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη αποφάσισε την αναγνώριση της δημοτικής στον χώρο της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης. Τότε δόθηκε στη σχολική χρήση ανασυγκροτημένη γραμματική της δημοτικής γλώσσας με βάση τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, τυπωμένη το 1941, για να χρησιμεύσει στην εκπαίδευση χρειαζόταν συντόμευση και κάποια προσαρμογή στην εκπαιδευτική και γλωσσική πραγματικότητα. Το έργο αυτό ανέλαβε ειδική επιτροπή της οποίας μέλος υπήρξε και ο Κριαράς. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1981-1982, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου πήρε δύο συμπληρωματικές αποφάσεις: πρώτον, να συντάσσονται οι νόμοι στη δημοτική γλώσσα και να μεταγραφούν οι σημαντικότεροι δικαστικοί κώδικες στη δημοτική και, δεύτερον, να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα γραφής. Ο Κριαράς ήταν ο πρόεδρος της εικοσαμελούς επιτροπής που ανέλαβε και έφερε εις πέρας το δύσκολο έργο της μεταγραφής των δικαστικών κωδίκων και επίσης πρόεδρος της επιτροπής που εισηγήθηκε το είδος του μονοτονικού που επρόκειτο να εφαρμοστεί. Μετά την καθιέρωση της δημοτικής και μέχρι τον θάνατό του ο Κριαράς συνέχισε να υπερασπίζεται τη χρήση της δημοτικής. Αρθρογραφούσε συχνά, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει επιμέρους δυσκολίες στη χρήση της γλώσσας και προτείνοντας λύσεις. Παράλληλα, προσπάθησε να διαφωτίσει και το πλατύ κοινό για επιμέρους γλωσσικά ζητήματα μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές (Τα πεντάλεπτα στην ΕΡΤ από το 1985 έως το 1987).
Βραβεία-Διακρίσεις
Η πολύπλευρη προσφορά του καθηγητή Κριαρά τόσο στην επιστήμη όσο και ευρύτερα στο ελληνικό έθνος αναγνωρίστηκε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Ελληνική Δημοκρατία του απένειμε τα παράσημα του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος (δις), του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α΄ και του Ταξιάρχη του Τάγματος Τιμής. Η Γαλλία του απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και η Ιταλία το παράσημο του Ταξιάρχη επί τιμή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το 1977 για το συνολικό επιστημονικό του έργο του απονεμήθηκε στη Βιέννη από το γερμανικό Alfred Toepfler Stiftung το σημαντικό Βραβείο Herder, ενώ έργα του τιμήθηκαν με τα βραβεία Zappas της Γαλλίας (το διδακτορικό του), Γουλανδρή (η μονογραφία του για το Σολωμό), Γεωργίου Φωτεινού της Ακαδημίας Αθηνών (η έκδοση της Πανώριας), κ.ά. Ο Κριαράς ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, επίτιμο μέλος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Παράλληλα, είχε εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμο. Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ανώτατη τιμητική του διάκριση, το Χρυσό Αριστοτέλη, ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το Σεπτέμβριο του 2009 ο Εμμανουήλ Κριαράς συμπεριλήφθηκε στην τελευταία («τιμητική») θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ για τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009. Σε συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ο Κριαράς ζήτησε να καταργηθεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, επισημαίνοντας ότι η «ταυτόχρονη διδασκαλία νέων και αρχαίων ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι».
Βιβλιογραφία
- Αυτοβιογραφία Κριαρά: Μακράς Ζωής Αγωνίσματα, Αθήνα: Οι φίλοι του «Αντί», 2009
- Παναγιώτης Ζιώγας, Εμμανουήλ Κριαράς, Θεσσαλονίκη: Τυπογραφείο Αλτιντζή, 2008
- Πραγματώσεις και όνειρα, Θεσσαλονίκη: Ιανός, 2001
Αφιερώματα περιοδικών
- Φιλόλογος, τχ. 158 (Οκτ. – Δεκ. 2014), σ. 509 – 549.
- Σύγκριση, τχ. 15 (2004), σ. 6 – 44.
- Αιολικά Γράμματα, τχ. 190 (Ιουλ. – Αυγ. 2001), σ. 225 – 261.