1. αυτός που παρευρίσκεται (κάπου), που υπάρχει: ενώ ήταν ~ όταν φώναξα το όνομά του. εκείνος δεν απάντησε || ο απουσιολόγος είπε πως όλοι οι μαθητές ήταν παρόντες ΑΝΤ. απών φρ. (α) πανταχού παρών (ως ιδιότητα) αυτός που βρίσκεται παντού:
Γνωρίζουμε ότι το οικονομικό στρες είναι ένα πραγματικό, επώδυνο ζήτημα για τους περισσότερους ενήλικες, ειδικά στη χώρα μας. Σε έρευνες και δημοσκοπήσεις που...
Το συγκεκριμένο σπίτι, βρίσκεται στην παλιά Βροντού, δυτικά της εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο κέντρο του χωριού, θα λέγαμε πως είναι το ποιό πολύφωτογραφημένο οίκημα του χωριού. Είναι το μοναδικό, διασωθέν,
Αυξημένη έκκριση ιικού φορτίου στα λύματα της Κατερίνης καταγράφει η τρέχουσα έκθεση συμπερασμάτων από την ανάλυση δειγμάτων που έλαβε από το Βιολογικό Καθαρισμό Κατερίνης, το Αριστοτέλειο
Σε ειδική τελετή υπό τα μέτρα προστασίας του COVID-19, στην πλατεία Μικρασιατών έξωθεν του οικήματος του συλλόγου Μικρασιατών Πιερίας, στην Κατερίνη, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια
Πολλά οφείλουμε ως Εκκλησία και ως Έθνος εις τους Νεομάρτυρας. Οι Νέοι Μάρτυρες της εκκλησίας του Χριστού πρόσφεραν το είναι τους και το αίμα τους για να γιγαντώσει το αειθαλές δένδρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια και για την ορθοδοξία και για το ελληνικό γένος