“Έφυγε” από τη ζωή ο σπουδαίος ποιητής και στιχουργός Μιχάλης Γκανάς, μία από τις πιο χαρακτηριστικές
και αγαπητές φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του τόσο με τα ποιήματα όσο και με τους στίχους του που μελοποιήθηκαν από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες.Ποιος είναι ο Μιχάλης Γκανάς
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.
Από το 1962 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Έργα του, όπως το “Γυάλινα Γιάννενα” και το “Ο ύπνος του καπνιστή“, καθιέρωσαν τον Μιχάλη Γκανά ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές της Ελλάδας.
Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Έργα του, όπως το “Γυάλινα Γιάννενα” και το “Ο ύπνος του καπνιστή“, καθιέρωσαν τον Μιχάλη Γκανά ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές της Ελλάδας.
Η γραφή του διακρινόταν για τη βαθιά ανθρωπιά, τη νοσταλγία και τη δύναμη των εικόνων του, που κατάφεραν να μιλήσουν απευθείας στην ψυχή των αναγνωστών.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ οι στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ οι στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά.
Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν και αγαπήθηκαν από το κοινό, δημιουργώντας τραγούδια που έγιναν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Το “Χελιδόνι σε κλουβί” και “Η Τρελή Ροδιά” ενσωμάτωσαν το λυρικό στοιχείο και τη στοχαστικότητα που χαρακτήριζαν το έργο του.
Παράλληλα, μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του έργου του, τo 2021 με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά στα Ελληνικά Γράμματα.
Παράλληλα, μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του έργου του, τo 2021 με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά στα Ελληνικά Γράμματα.
Επίσης το 2021 ήταν ανάμεσα στους finalists του The Anglo-Hellenic League Runciman Award για το δίγλωσσο βιβλίο του A Greek Ballad: Selected Poems, (Yale University Press 2020), καθώς και στους finalists του διεθνούς κύρους βραβείου Neustadt International Prize for Literature 2021 για το ίδιο βιβλίο.
Ο Μιχάλης Γκανάς είχε εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως «Ακάθιστος Δείπνος» (1978), «Μαύρα Λιθάρια» (1980), «Γυάλινα Γιάννενα» (1989) και «Παραλογή» (1993).
Επίσης, είχε ασχοληθεί με την πεζογραφία, με έργα όπως «Μητριά πατρίδα» (2007) και «Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (2010).
Ο Μιχάλης Γκανάς είχε εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως «Ακάθιστος Δείπνος» (1978), «Μαύρα Λιθάρια» (1980), «Γυάλινα Γιάννενα» (1989) και «Παραλογή» (1993).
Επίσης, είχε ασχοληθεί με την πεζογραφία, με έργα όπως «Μητριά πατρίδα» (2007) και «Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (2010).
ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι;
Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι;
Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει.
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει.
Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά.
Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά.
Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της.
Τι θα τα κάνει;
Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε.
Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι.
Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη.
Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί.
Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της.
Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Μιχάλης Γκανάς
Μιχάλης Γκανάς