Ένας άνθρωπος ήτανε
τον είχανε
σε μία κατάψυξη
πάγος ήτανε.
Άνοιξε το ψυγείο της
η μάνα του
απόψυξη
κρακ κρακ
τσακίστηκε
κάτω έξω
και
-συναισθηματικός-
πάει
έλιωσε
ο άνθρωπος.
ΈΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ
Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
ΟΙ ΓΕΡΟΙ
Κι επειδή κάποτε
ξαπλώσαμε αγκαλιά
κι ήταν αυτός ένας ύπνος ανήσυχος
όπου οι ανάσες μας παιρναν η μία
την άχνα της άλλης·
κι επειδή επίνα την πνοή σου
κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή
να σου τη στείλω·
κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι
για χρόνια
πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα
Γίναμε ο ένας για τον άλλον
σαν τη βροχή
που όσο κι αν τη δι’ωχνουν οι καθαριστήρες όλο πέφτει
στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
κι όλο πέφτει
και σε τυφλώνει
και δε σ’ αφήνει να δεις.
111
…που το ξέρετε ίσως μπορεί
και να μην
ξαναιδωθούμε
(Το λαρυγγόφωνο, Β’)
Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
ΟΙ ΓΕΡΟΙ
Κι επειδή κάποτε
ξαπλώσαμε αγκαλιά
κι ήταν αυτός ένας ύπνος ανήσυχος
όπου οι ανάσες μας παιρναν η μία
την άχνα της άλλης·
κι επειδή επίνα την πνοή σου
κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή
να σου τη στείλω·
κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι
για χρόνια
πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα
Γίναμε ο ένας για τον άλλον
σαν τη βροχή
που όσο κι αν τη δι’ωχνουν οι καθαριστήρες όλο πέφτει
στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
κι όλο πέφτει
και σε τυφλώνει
και δε σ’ αφήνει να δεις.
111
…που το ξέρετε ίσως μπορεί
και να μην
ξαναιδωθούμε
(Το λαρυγγόφωνο, Β’)
(Γιάννης Βαρβέρης, Εκδόσεις Γκοβόστη, 2019)