Κάτω απ' το κόκκινο εκκρεμές
γεννήθηκα
μέσα στην πράσινη σκιά
και τη γαλάζια νύχτα
υπήρξα το βεγγαλικό
μέσα στην πιότερο πένθιμη ώρα του
μέσα στην έγχρωμη κηδεία
υπήρξα εκείνο το πεύκο
ρίζα του Λυκαβηττού
και ρίζα μέσα στις οθόνες
όταν φυσούσε στην Αθήνα
κι ένιωθες να φτερουγίζουν
οι άγγελοι
μέσα στην κόλασή τους
πέρασα κι από τον κύκλο
πέρασα κι απ' την ευθεία
–συχνά με τύφλωνε το φως–
ώσπου το είδα
πώς είμαι ο στρόβιλος
κερδίζοντας ημέρες
ή εαυτούς
ξεγλίστρησα κι από την παρουσία
φυσώντας ώς την κόλαση κι εγώ
να θυμηθούν τους Ιουλίους
οι ξεχασμένοι
συναίτιος λοιπόν του χρόνου
ο σπορέας που δε συνέτισε
καμιάν επιστροφή
από τα δευτερόλεπτα κινώντας
της οχείας
είχα την τόλμη να έπομαι
κρίθηκα όπως τα όνειρα κρίνονται
της Ιστορίας ορύγματα κι άνεμοι
πάνω απ' το χώμα που χρονίζει
τη φωτιά και
χαίρετε τα βουνά το ξέρετε
είπα
σας αγάπησα
μ' αυτό το ρίγος που συνεχίζει
από λουλούδι σε λουλούδι
κι ας μην αγάπησε
τη φαντασία μου
ο ήλιος
για μιαν εφαρμογή του λευκού
εκείνου που περνούσε απ' την αφή
κι όπως νερό
την άφηνε
όπως το πένθος
χάθηκα.
***
Έβρεχε φως
Έβρεχε όλη νύχτα στη λογική
έβρεχε φως
και άνθιζε το στήθος
την υγρή του φωτιά
πλήθος ανθρώπινες φωνές
πέρ' απ' τα πράγματα
φυλλοκοπώντας
ελευθερώναν τον καπνό
κι ήταν ο έρωτας
εκείνο το δέντρο
που σε άλλου δέντρου πήρε
να φυτρώνει τον κορμό
κι ήταν ο έρωτας
εκείνο που τον άνεμο σεισμοκρατεί
με του θανάτου τη σκιά
το φως υφαίνοντας
τόσο βαθιά στη γενεαλογία της θάλασσας
ο ουρανός
τόσο η ομορφιά
στον θάνατο θητεύει.