«Παππού αγαπημένε. Πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο, κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες
από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες;Μια αστραπή;
Τρεις αιώνες;
Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα;
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα...
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέξω. Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους.
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα...
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέξω. Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους.
Η μάχη σκολάζει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος.
Κι έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ' ό,τι μου παράγγειλες,
Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα...»
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα...»