σε κάθε κλάσμα δευτερολέπτου.
Ο κορωνοϊός μας τρομοκρατεί, γιατί δεν τον ξέρουμε, μας αιφνιδίασε και δεν έχουμε τρόπους να αμυνθούμε – φάρμακα και εμβόλιο. Μας πανικοβάλλει το κατακόρυφα αυξημένο στατιστικό ενδεχόμενο να μολυνθούμε.
Να έχουμε έναν βασανιστικό θάνατο μέσα σε νοσοκομειακό αλαλούμ πανικού.
Οταν υπάρξουν φάρμακα και εμβόλιο, ο τρόμος θα αποσβεσθεί. Μόνο επειδή θα μειωθεί το στατιστικό ενδεχόμενο θανάτου μας. Μήπως θα ξέρουμε και ποιο «νόημα» (αιτία και σκοπό) έχει η ύπαρξη του κορωνοϊού; Οχι, όπως δεν ξέρουμε τι «νόημα» έχουν και οι παντοειδείς καρκίνοι, το έμφραγμα, το εγκεφαλικό επεισόδιο – οι αναρίθμητες αφορμές θανάτου – τι «νόημα» έχει επιτέλους ο θάνατος.
Αλλοτε, σε πολιτισμούς του παρελθόντος, ήταν μάλλον δεύτερη (όχι δευτερεύουσα) η ανάγκη για φάρμακα - εμβόλιο και πρώτη η ανάγκη για «νόημα». Ποιος βεβαιώνει αυτή την πρωτιά; Η πράξη, οι θεσμοί των ανθρώπων, ο μνημειωμένος λόγος τους. Οι άνθρωποι μιλούσαν για το «νόημα» της ύπαρξης, σπανιότατα με νοητικές κατηγορίες και λεκτικά σχήματα – τις εμπειρικές απαντήσεις τους τις αποτύπωναν στους θεσμούς του οργανωμένου κοινού βίου, όπως και στις γλώσσες της Τέχνης: σε ζωγραφιές, γλυπτά, μουσική, αρχιτεκτονήματα, χορό, δραματουργία. Σήμερα μοιάζει να ζούμε σε έναν πολιτισμό α-νοησίας, άσκεπτης αδιαφορίας για τα ουσιώδη, φανερής απουσίας «νοήματος» – μοιάζει αράγιστη και συμπαγής η βεβαιότητα ότι με τον θάνατο «τελειώνουν όλα».
Πιστοποιούμε αυτόν τον κατεστημένο μηδενισμό στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του βίου μας, ατομικού, συλλογικού, παγκόσμιου. Στα κίνητρα και στους στόχους της λεγόμενης «πολιτικής», στα συστήματα λειτουργίας της οικονομίας, στη λογική των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, στον πρωτογονισμό κυριαρχίας του ιδιωτικού πάνω στον δημόσιο (κοινωνικό) τομέα. Και εμφανέστερα, στους χυδαία χρηστικούς στόχους της Παιδείας, στην εμπορευματοποίηση της «πληροφόρησης» και της Τέχνης, την παγίδευση και των δύο στη στυγνή προτεραιότητα των «εντυπώσεων».
Πριν από 133 χρόνια, ο Νίτσε πιστοποιούσε, με προφητική ενάργεια συγκλονιστική, ότι «ο μηδενισμός στέκει στην πόρτα μας... η απαξίωση κάθε αξίας, η απουσία κάθε νοήματος – λείπει ο σκοπός, λείπει η απάντηση στο γιατί». Ψηλαφούμε σήμερα αυτόν τον θελημένο και ανάλγητο, παγερό μηδενισμό κάθε «νοήματος», στη φυσιογνωμική εκφραστική του προέδρου Τραμπ, στα νεκρόφιλα χαμόγελα της κυρίας Μέρκελ, στη ματαιόσπουδη τσαχπινιά της κυρίας Λαγκάρντ ή, απλώς, στην κωμική ανεπάρκεια σπουδαιοφανών ημέτερων σπιθαμιαίων.
Ο ακαταμάχητος και κατεστημένος πια μηδενισμός ότι «με τον θάνατο τελειώνουν όλα», είναι πρωτίστως γέννημα της αλλοτρίωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρική θρησκεία. Το είχε και αυτό διαγνώσει εναργέστατα ο Νίτσε, διαφαίνεται η διάγνωση στην αινιγματική συχνά γλωσσική του τόλμη. Η μόνη εκφραστική που μπορεί να μεταγγίσει βεβαιότητα ότι με τον θάνατο δεν τελειώνουν όλα, αλλά υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω», είναι πράξη, εμπειρική μετοχή. Οχι ιδεολογικό επινόημα, όχι νοητική βεβαιότητα, όχι ψυχολογική αυθυποβολή. Είναι Γιορτή, εμπειρία κοινωνούμενης βεβαιότητας, δώρο της χαράς που γεννιέται απροκαθόριστα όπως κάθε αληθινός έρωτας.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», τραγούδαγε κάποτε ο Σαββόπουλος συνοψίζοντας, όπως γίνεται συχνά στην Τέχνη, μια κοινή (την εκκλησιαστική) εμπειρία. Στη ζωή της Εκκλησίας, κάθε σύναξη Ευχαριστίας είναι γιορτή χαράς, γιατί ο θάνατος «πατείται θανάτω» – αν δεν υπάρχει η κοινωνούμενη χαρά, δεν έχει νόημα και η σύναξη. Η πίστη είναι σχέση, σχέση που τη συνιστά η εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη που τη γεννάει ο έρωτας. Ούτε το κήρυγμα, ούτε οι νουθεσίες, ούτε ο νομικισμός της ντιρεχτίβας γεννάνε έρωτα.
Αυτήν την εξόφθαλμη πραγματικότητα μοιάζει να μην μπορεί πια να την αναγνωρίσει η πλειονότητα των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας. Ισως είναι φυσιολογικό. Διακόσια τώρα χρόνια στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι υποταγμένη στον ρόλο της «επικρατούσας θρησκείας», επομένως ταυτισμένη με τη νοησιαρχία της κοινής ωφέλειας, τον διδακτισμό της ιδεολογίας, τον νομικισμό της ηθικής αποτελεσματικότητας – δηλαδή με τη θνητότητα ως νομοτέλεια.
Ετσι, αποδέχθηκαν οι επίσκοποι να απαγορευθεί η συγκρότηση και φανέρωση της Εκκλησίας στην Ευχαριστία, προκειμένου να σωθούν από τον θάνατο οι βαφτισμένοι στον αναστάσιμο θάνατο. Αποδέχθηκαν να διαστραφεί η γιορτή της υπαρκτικής ελευθερίας σε θέαμα και ακρόαμα τηλεοπτικό. Προφανέστατα, επειδή πιστεύουν οι ιεράρχες ότι ο ρόλος της Ευχαριστίας είναι απλώς κηρυγματικός: να «ωφεληθεί» το άτομο, να διδαχθεί, να τονωθεί συναισθηματικά, να συμμορφωθεί με δεοντολογικές ντιρεχτίβες. Η Εκκλησία σήμερα έχει να κάνει με τη συμπεριφορά, καμία σχέση με την ύπαρξη.
Γιατί υπάρχουμε; Κι αν έχει αιτία και σκοπό η ύπαρξη, γιατί είναι εφήμερη, γιατί ο τρόμος της ανυπαρξίας; Η Εκκλησία απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα ως γεγονός, όχι με κηρύγματα. Την αγάπη της μάνας ή τον αληθινό έρωτα δεν τα μαθαίνουμε μέσα από ιδεολογικές παρλαπίπες, η γνώση και των δυο «γεννιέται», είναι εμπειρία, χαρίζεται «ανεπαισθήτως» χάρη στην αμεσότητα της σχέσης.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» – η Εκκλησία το βεβαιώνει τραγουδώντας «Χριστός Ανέστη»!
Οταν υπάρξουν φάρμακα και εμβόλιο, ο τρόμος θα αποσβεσθεί. Μόνο επειδή θα μειωθεί το στατιστικό ενδεχόμενο θανάτου μας. Μήπως θα ξέρουμε και ποιο «νόημα» (αιτία και σκοπό) έχει η ύπαρξη του κορωνοϊού; Οχι, όπως δεν ξέρουμε τι «νόημα» έχουν και οι παντοειδείς καρκίνοι, το έμφραγμα, το εγκεφαλικό επεισόδιο – οι αναρίθμητες αφορμές θανάτου – τι «νόημα» έχει επιτέλους ο θάνατος.
Αλλοτε, σε πολιτισμούς του παρελθόντος, ήταν μάλλον δεύτερη (όχι δευτερεύουσα) η ανάγκη για φάρμακα - εμβόλιο και πρώτη η ανάγκη για «νόημα». Ποιος βεβαιώνει αυτή την πρωτιά; Η πράξη, οι θεσμοί των ανθρώπων, ο μνημειωμένος λόγος τους. Οι άνθρωποι μιλούσαν για το «νόημα» της ύπαρξης, σπανιότατα με νοητικές κατηγορίες και λεκτικά σχήματα – τις εμπειρικές απαντήσεις τους τις αποτύπωναν στους θεσμούς του οργανωμένου κοινού βίου, όπως και στις γλώσσες της Τέχνης: σε ζωγραφιές, γλυπτά, μουσική, αρχιτεκτονήματα, χορό, δραματουργία. Σήμερα μοιάζει να ζούμε σε έναν πολιτισμό α-νοησίας, άσκεπτης αδιαφορίας για τα ουσιώδη, φανερής απουσίας «νοήματος» – μοιάζει αράγιστη και συμπαγής η βεβαιότητα ότι με τον θάνατο «τελειώνουν όλα».
Πιστοποιούμε αυτόν τον κατεστημένο μηδενισμό στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του βίου μας, ατομικού, συλλογικού, παγκόσμιου. Στα κίνητρα και στους στόχους της λεγόμενης «πολιτικής», στα συστήματα λειτουργίας της οικονομίας, στη λογική των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, στον πρωτογονισμό κυριαρχίας του ιδιωτικού πάνω στον δημόσιο (κοινωνικό) τομέα. Και εμφανέστερα, στους χυδαία χρηστικούς στόχους της Παιδείας, στην εμπορευματοποίηση της «πληροφόρησης» και της Τέχνης, την παγίδευση και των δύο στη στυγνή προτεραιότητα των «εντυπώσεων».
Πριν από 133 χρόνια, ο Νίτσε πιστοποιούσε, με προφητική ενάργεια συγκλονιστική, ότι «ο μηδενισμός στέκει στην πόρτα μας... η απαξίωση κάθε αξίας, η απουσία κάθε νοήματος – λείπει ο σκοπός, λείπει η απάντηση στο γιατί». Ψηλαφούμε σήμερα αυτόν τον θελημένο και ανάλγητο, παγερό μηδενισμό κάθε «νοήματος», στη φυσιογνωμική εκφραστική του προέδρου Τραμπ, στα νεκρόφιλα χαμόγελα της κυρίας Μέρκελ, στη ματαιόσπουδη τσαχπινιά της κυρίας Λαγκάρντ ή, απλώς, στην κωμική ανεπάρκεια σπουδαιοφανών ημέτερων σπιθαμιαίων.
Ο ακαταμάχητος και κατεστημένος πια μηδενισμός ότι «με τον θάνατο τελειώνουν όλα», είναι πρωτίστως γέννημα της αλλοτρίωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρική θρησκεία. Το είχε και αυτό διαγνώσει εναργέστατα ο Νίτσε, διαφαίνεται η διάγνωση στην αινιγματική συχνά γλωσσική του τόλμη. Η μόνη εκφραστική που μπορεί να μεταγγίσει βεβαιότητα ότι με τον θάνατο δεν τελειώνουν όλα, αλλά υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω», είναι πράξη, εμπειρική μετοχή. Οχι ιδεολογικό επινόημα, όχι νοητική βεβαιότητα, όχι ψυχολογική αυθυποβολή. Είναι Γιορτή, εμπειρία κοινωνούμενης βεβαιότητας, δώρο της χαράς που γεννιέται απροκαθόριστα όπως κάθε αληθινός έρωτας.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», τραγούδαγε κάποτε ο Σαββόπουλος συνοψίζοντας, όπως γίνεται συχνά στην Τέχνη, μια κοινή (την εκκλησιαστική) εμπειρία. Στη ζωή της Εκκλησίας, κάθε σύναξη Ευχαριστίας είναι γιορτή χαράς, γιατί ο θάνατος «πατείται θανάτω» – αν δεν υπάρχει η κοινωνούμενη χαρά, δεν έχει νόημα και η σύναξη. Η πίστη είναι σχέση, σχέση που τη συνιστά η εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη που τη γεννάει ο έρωτας. Ούτε το κήρυγμα, ούτε οι νουθεσίες, ούτε ο νομικισμός της ντιρεχτίβας γεννάνε έρωτα.
Αυτήν την εξόφθαλμη πραγματικότητα μοιάζει να μην μπορεί πια να την αναγνωρίσει η πλειονότητα των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας. Ισως είναι φυσιολογικό. Διακόσια τώρα χρόνια στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι υποταγμένη στον ρόλο της «επικρατούσας θρησκείας», επομένως ταυτισμένη με τη νοησιαρχία της κοινής ωφέλειας, τον διδακτισμό της ιδεολογίας, τον νομικισμό της ηθικής αποτελεσματικότητας – δηλαδή με τη θνητότητα ως νομοτέλεια.
Ετσι, αποδέχθηκαν οι επίσκοποι να απαγορευθεί η συγκρότηση και φανέρωση της Εκκλησίας στην Ευχαριστία, προκειμένου να σωθούν από τον θάνατο οι βαφτισμένοι στον αναστάσιμο θάνατο. Αποδέχθηκαν να διαστραφεί η γιορτή της υπαρκτικής ελευθερίας σε θέαμα και ακρόαμα τηλεοπτικό. Προφανέστατα, επειδή πιστεύουν οι ιεράρχες ότι ο ρόλος της Ευχαριστίας είναι απλώς κηρυγματικός: να «ωφεληθεί» το άτομο, να διδαχθεί, να τονωθεί συναισθηματικά, να συμμορφωθεί με δεοντολογικές ντιρεχτίβες. Η Εκκλησία σήμερα έχει να κάνει με τη συμπεριφορά, καμία σχέση με την ύπαρξη.
Γιατί υπάρχουμε; Κι αν έχει αιτία και σκοπό η ύπαρξη, γιατί είναι εφήμερη, γιατί ο τρόμος της ανυπαρξίας; Η Εκκλησία απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα ως γεγονός, όχι με κηρύγματα. Την αγάπη της μάνας ή τον αληθινό έρωτα δεν τα μαθαίνουμε μέσα από ιδεολογικές παρλαπίπες, η γνώση και των δυο «γεννιέται», είναι εμπειρία, χαρίζεται «ανεπαισθήτως» χάρη στην αμεσότητα της σχέσης.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» – η Εκκλησία το βεβαιώνει τραγουδώντας «Χριστός Ανέστη»!