7.4.20

ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1919. Τελείωσε το δημοτικό το 1931 και από τότε, μέχρι το 1989 που βγήκε στη σύνταξη, δούλευε. Η ζωή του
ήταν σπίτι-δουλειά. Βιβλία δεν διάβαζε – δεν είχε διαβάσει ποτέ, ούτε ένα! Διάβαζε καθημερινά εφημερίδα, αλλά κι αυτήν στα πεταχτά. Όταν συνταξιοδοτήθηκε έπεσε σε κατάθλιψη, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους της δικής του κατηγορίας, εκείνους δηλαδή που επιλέγουν, συνειδητά ή όχι, ως κοσμοθεωρία μία ad hoc προτεσταντική ηθική της εργασίας. Ένα από συμπτώματα της δικής του κατάθλιψης ήταν καθημερινή, ατελείωτη τηλεθέαση. Όσο δούλευε, έβλεπε τηλεόραση ελάχιστα. Εκείνο που του άρεσε ήταν το θέατρο – λάτρευε την επιθεώρηση, δεν έχανε παράσταση μέχρι τη δεκαετία του ’70. Μετά, όταν άλλαξαν και η επιθεώρηση και η διάθεσή του, έκοψε και το θέατρο. Του άρεσε επίσης το τραγούδι –είχε καλή φωνή, έπαιζε και μαντολίνο–, αλλά είχε μείνει στη δεκαετία του ’50 – από κει και πέρα αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.

Με το βιβλίο δεν είχε καμία σχέση. Όταν άρχισα, πιτσιρίκος στο δημοτικό, να ζητάω βιβλία (επηρεασμένος από την αγαπημένη μου δασκάλα), ικανοποιούσε τις επιθυμίες μου, αν και διστακτικά. Έτσι, διάβασα όσα όφειλα ως παιδί, δεν έχω παράπονο. Στην εφηβεία αρχίσαμε τις κόντρες: δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήμουν συνέχεια μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Θεωρούσε το διάβασμα χάσιμο χρόνου (και αργότερα, όταν άρχισα να διαβάζω θεωρίες, κακή επιρροή). Καθώς όμως τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν μπορούσε να βρει πάτημα για να προχωρήσει σε απαγορεύσεις, οπότε σταδιακά αποδέχτηκε το χούι μου, χωρίς πάντως να σταματήσει να γκρινιάζει. Αργότερα, στα μετεφηβικά μου χρόνια πια, όταν κατάλαβε επιτέλους ότι τα βιβλία θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, όχι μόνο με άφησε ήσυχο, αλλά στήριξε και τις επιλογές μου, κρυφοκαμαρώνοντας. Ο ίδιος, βέβαια, βιβλίο δεν έλεγε ν’ ανοίξει. Εξακολουθούσε να βρίσκει το διάβασμα αφύσικη δραστηριότητα.

Στη δεκαετία του ’90 με στενοχωρούσε η κατάπτωσή του: δεν είχε διάθεση να βγει από το σπίτι, είχε γίνει ανησυχητικά ευσυγκίνητος, είχε παχύνει υπερβολικά. Κι έβλεπε τηλεόραση, πολλή τηλεόραση. Δεν επέλεγε προγράμματα, έβλεπε ό,τι να ’ναι: αρρώστια. Ένα απόγευμα μπήκα στο πατρικό μου και τον βρήκα μπροστά στην οθόνη βαλαντωμένο στο κλάμα. Έβλεπε ένα ριάλιτι με τον Μικρούτσικο που τότε ήταν στα πάνω του. Καθόταν κι έκλαιγε με τα σκηνοθετημένα προβλήματα μιας λούμπεν μειονότητας. Τα πήρα στο κρανίο. Η εκλογίκευση που επιχείρησα έπεσε στο κενό: «Δε βλέπεις τι τραβάει ο κόσμος;» – και να τα δάκρυα. Έπρεπε να λάβω δραστικότερα μέτρα.

Αποφάσισα να τον εκπαιδεύσω, να τον σπρώξω στο βιβλίο. Αλλά με τι να τον ξεκινήσω για να πάρει μπρος; Πρόβλημα. Αφού το κούρασα λιγάκι, τελικά το βρήκα. Ήξερα ότι του άρεσε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Όχι ως στιχουργός (είπαμε: κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60 οι εξελίξεις τον ξεπέρασαν), αλλά ως προσωπικότητα. Τον είχε ξεχωρίσει όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν το αυστηρό και άτεγκτο μέλος της κριτικής επιτροπής στην τηλεοπτική εκπομπή ταλέντων “Να η ευκαιρία”. Ήταν το πρόσωπο που λάτρευε να μισεί, επειδή τα έλεγε έξω από τα δόντια, πληγώνοντας κάθε λογής ψώνια που εμφανίζονταν στην εκπομπή. Παραδεχόταν ότι συνήθως είχε δίκιο, αλλά διαφωνούσε με τον τρόπο του.

Τότε που έψαχνα το κατάλληλο εναρκτήριο ανάγνωσμα, ήμασταν στο 1995 και μόλις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου “Οι παλιοί συμμαθητές” (Καστανιώτη). Το διάβασα διαγωνίως και το θεώρησα ιδανικό για τον σκοπό μου. Το έδωσα στον πατέρα μου και τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα το διάβαζε. Μου το υποσχέθηκε. Δεν το διάβασε – το ρούφηξε! Σε δυο μέρες το είχε τελειώσει και το είχε πιάσει από την αρχή. Του άρεσε κυρίως η αφήγηση των παιδικών χρόνων του συγγραφέα, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, καθότι μπορούσε να ταυτιστεί με τον αφηγητή μέσω των λίγο-πολύ κοινών τους αναμνήσεων. Χαρακτήρισε την αφήγηση αληθινή και συγκινητική. Καθώς τον άκουγα να μου περιγράφει διάφορα περιστατικά από το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει την τέλεια επιλογή.

Στα τέσσερα χρόνια που του έμελε να ζήσει ακόμα, διάβαζε κατά μέσο όρο ένα βιβλίο τη βδομάδα (αριθμός τρομερός για την περίπτωσή του). Δεν τον προλάβαινα! Στην αρχή έκανα προσεκτικές επιλογές για να τον εθίσω: Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρή, Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Μετά δοκίμασα μεταφράσεις: Ντίκενς, Τουέιν, Κρόνιν. Κόλλησε! Η μάνα μου (η οποία επίσης δεν διάβαζε – τότε, γιατί τώρα διαβάζει!) τον κοιτούσε καλά-καλά κι έκανε σχόλια του τύπου «καλά, χριστιανέ μου, εξετάσεις θα δώσεις κι έχεις πέσει με τα μούτρα στο βιβλίο;», για να παίρνει απαντήσεις στη γραμμή τού «μα δεν ξέρεις τι ωραίο που είναι!». Από ένα σημείο και πέρα, πήγαινε στην εφηβική μου βιβλιοθήκη, που είχε ξεμείνει στο πατρικό, και διάλεγε μόνος του. Μερικά του άρεσαν πολύ, άλλα λιγότερο, κάποια καθόλου. Του είπα ότι δεν είναι έγκλημα να παρατήσει ένα βιβλίο στη μέση (εγώ άργησα πολύ περισσότερο να το καταλάβω αυτό, αλλά τις συμβουλές τις είχα εύκολες), και μου είπε ότι αυτό ήταν αυτονόητο: «δεν έχω χρόνο για μάπες!». Το δε βιβλίο του Παπαδόπουλου, εκείνο με το οποίο έγινε η αρχή, ήταν σταθερά το αγαπημένο του: κάθε δυο-τρεις μήνες το ξαναδιάβαζε∙ συνολικά θα πρέπει να διάβασε πάνω από δέκα φορές. (Το ταλαιπωρημένο εκείνο αντίτυπο το έχω ακόμα∙ το θεωρώ, δικαίως νομίζω, οικογενειακό κειμήλιο.)

Τα τελευταία του γενέθλια, τον Απρίλιο του 1999, δηλαδή μόλις λίγες βδομάδες πριν πεθάνει απροσδόκητα, έπεσαν πολύ κοντά στο Πάσχα. Δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα τη Μεγάλη Βδομάδα και μου είπε (με καλυμμένο παράπονο) ότι ποτέ δεν είχε γιορτάσει τα γενέθλιά του. Το άφησα ασχολίαστο, αλλά φρόντισα να ενημερώσω την ευρύτερη οικογένεια, όσους τέλος πάντως θα έρχονταν στο πατρικό για το πασχαλινό τραπέζι, ότι φέτος θα κάναμε Πάσχα και πάρτι γενεθλίων, δύο σε ένα. Πήραμε και τούρτα – και δύο κεράκια, ένα “8” κι ένα “0”. Μετά την πασχαλινή κραιπάλη, το απόγευμα της Κυριακής βγάλαμε την τούρτα και του κάναμε έκπληξη. Δεν ξέρω αν το περίμενε∙ συγκινήθηκε φυσικά, αλλά εκείνο τον καιρό συγκινιόταν με το παραμικρό. Έσβησε και τα κεράκια του («πρώτη φορά σβήνω κεράκια σε τούρτα!»), όλα καλά. Έτσι όπως ήμασταν όλοι μαζεμένοι, άρχισαν διάφοροι, από παιδιά μέχρι συμπεθεριά, να τον πειράζουν που βάλθηκε στα γεράματα να γίνει σοφός. Για πρώτη φορά παραδέχτηκε δημοσίως ότι έχανε που δεν διάβαζε τόσα χρόνια. Επίσης, για πρώτη φορά με ευχαρίστησε (με τον τρόπο του, έμμεσα) που του άνοιξα, έστω και αργά, την πόρτα της μυθοπλασίας. Περιττό να πω ότι εκείνη τη μέρα όλα του τα δώρα ήταν βιβλία. Έκανε σαν μικρό παιδί. Τα περισσότερα από αυτά δυστυχώς δεν πρόλαβε να τα διαβάσει∙ πρόλαβε όμως να ζήσει τη χαρά της ανάγνωσης.

—του Γιώργου Θεοχάρη—

https://dimartblog.com/2014/05/26/training-my-father/