Ξημερώματα της Δευτέρας 11 Απριλιου 1870, εκεί γύρω στις 6.00 πμ, μια χαρούμενη παρέα Ευρωπαίων βγαίνει πολυτελές ξενοδοχείο «Grand Hôtel d’ Angleterre» της πλατείας Συντάγματος και ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει μια μικρή εκδρομή μέχρι τον Μαραθώνα. Ο καιρός άλλωστε προσφέρεται για βόλτα. Αμέριμνοι ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στις άμαξες. Ας πλησιάσουμε όμως λίγο πιο κοντά στα πρόσωπά τους, γιατί μόνο ασήμαντα δεν φαίνονται.
Είναι ο 36χρονος Αγγλος βαρόνος Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ (ήδη βετεράνος του Κριμαϊκού Πολέμου) μετά της συζύγου του λαίδης Κόνστανς Αν Μάνκαστερ (γόνου ισχυρής βρετανικής οικογένειας), ο 23χρονος Φρέντερικ Γκράνθαμ Βάινερ (κουνιάδος του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου της βρετανικής κυβέρνησης του τότε πρωθυπουργού Ουίλιαμ Γκλάντστοουν), ο 32χρονος Εντουαρντ Χένρι Τσαρλς Χέρμπερτ (τρίτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα και ξάδελφος του λόρδου Κάρ- ναρβον, υπουργού της τέως αγγλικής κυβέρνησης Ντισραέλι) μετά της συζύγου του Τζούλιας Λόιντ και της 5χρονης κόρης τους Μπάρμπαρα, ο νεαρός κόμης Αλμπέρτο ντε Μπόιλε (γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα) και ο Εντουαρντ Λόιντ (δικηγόρος της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Πειραιώς). Μαζί τους βρίσκονται επίσης ο Ντομένικο Ποελά (μπάτλερ του διπλωμάτη της ιταλικής πρεσβείας Ντε Μπόιλε), ο συνεργαζόμενος με το ξενοδοχείο μεταφραστής Αλέξανδρος Ανεμογιάννης και οι δύο αμαξάδες.
Μόλις φθάνουν στο ύψος των Αμπελοκήπων, προστίθενται στην πομπή για λόγους ασφαλείας και τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες, όπως είχε ζητήσει η βρετανική πρεσβεία. Λίγο μετά τις 11.30 το πρωί οι εκδρομείς έχουν φθάσει στον Μαραθώνα. Γευματίζουν πρόχειρα και ακολούθως κάνουν βόλτα στην παραλία και περιηγούνται στο πεδίο που δόθηκε η ιστορική μάχη το μακρινό 490 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Γύρω στις 14.00 ετοιμάζονται να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.Ολα ωραία και καλά μέχρι εδώ.
«Στον τόπο!»
Περίπου δύο ώρες αργότερα, οι άμαξες με τη συνοδεία της Χωροφυλακής επιχειρούν να διασχίσουν τη γέφυρα του Μεγάλου Ρέματος που εκβάλλει στη Ραφήνα όταν ακούγεται μια βροντερή φωνή από το πουθενά: «Στον τόπο!». Οι εκδρομείς σαστίζουν. Ερχονται αντιμέτωποι με καμιά εικοσιπενταριά βρωμερούς και αξύριστους φουστανελάδες που ξεπροβάλλουν από τα δέντρα κρατώντας όπλα. Είναι τα μέλη της διαβόητης συμμορίας των αδελφών Αρβανιτάκη, του Τάκου (Δημήτρη) και του Χρήστου, όλα επικηρυγμένα για φόνους και ληστείες.
Οι δύο προπορευόμενοι χωροφύλακες αφιππεύουν, αλλά πριν προλάβουν να αντιδράσουν δέχονται πυροβολισμούς και τραυματίζονται. Οι άλλοι δύο ένστολοι, που βρίσκονται πιο πίσω, ακινητοποιούνται. Υπό την απειλή των όπλων, οι Αρβανιτάκηδες αναγκάζουν τους ταξιδιώτες να κατέβουν από τις άμαξες και τους μεταφέρουν με άλογα στο λημέρι τους, στη βορειοανατολική πλευρά της Πεντέλης. Αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για σημαίνοντα πρόσωπα και πως από αυτή την ιστορία μπορούν να βγάλουν αρκετά χρήματα. Ετσι, ελευθερώνουν τις δύο γυναίκες, τη μικρούλα Μπάρμπαρα, τον μπάτλερ και τους δύο χωροφύλακες προκειμένου να μεταφέρουν τα αιτήματά τους: Θέλουν 32.000 χρυσές λίρες Αγγλίας και πλήρη αμνηστία για όσα εγκλήματα κατηγορούνται. Σε αντίθετη περίπτωση θα σκοτώσουν τους ομήρους.
Η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει κατευθείαν το Λονδίνο για τα καθέκαστα, ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος διαβεβαιώνει ότι η υπόθεση θα λήξει αναίμακτα, αν και δεν έχει καταρτιστεί μέχρι εκείνη την ώρα κανένα επιχειρησιακό σχέδιο.
Την επόμενη μέρα, Τρίτη 12 Απριλίου 1870, οι απαγωγείς στήνουν νέο λημέρι πάνω από το χωριό της Σταμάτας, ενώ έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις. Τα λύτρα δεν αποτελούν πρόβλημα ούτε για τους συγγενείς των ομήρων, ούτε για τις χώρες τους, ούτε και για την ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν ετοιμοπαράδοτα από όλες τις πλευρές.
Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί αμνηστία. Το Σύνταγμα του 1864 απαγορεύει την παροχή χάριτος για ποινικές υποθέσεις εάν δεν έχει προηγηθεί δίκη. Ο λήσταρχος Τάκος Αρβανιτάκης όμως δεν υποχωρεί. Αντιπροτείνει να δικαστεί ερήμην και μετά να του δοθεί χάρη, αλλά το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη δεν το δέχεται. Ωστόσο η πίεση στην Αθήνα εκ μέρους της βρετανικής και της ιταλικής κυβέρνησης είναι μεγάλη. Αναγκάζεται να επιστρέψει από τη Σύρο στην πρωτεύουσα ο ίδιος ο 25χρονος βασιλιάς Γεώργιος Α’, που ενώπιον του Βρετανού πρέσβη Εντουαρντ Ερσκιν προθυμοποιείται να παραδοθεί αυτός στους λήσταρχους για να απελευθερωθούν οι όμηροι. Μια τέτοια παράλογη προσφορά όμως απορρίπτεται. Αναζητείται το ταχύτερο λύση. Η αγωνία κορυφώνεται.
Περίπου δύο ώρες αργότερα, οι άμαξες με τη συνοδεία της Χωροφυλακής επιχειρούν να διασχίσουν τη γέφυρα του Μεγάλου Ρέματος που εκβάλλει στη Ραφήνα όταν ακούγεται μια βροντερή φωνή από το πουθενά: «Στον τόπο!». Οι εκδρομείς σαστίζουν. Ερχονται αντιμέτωποι με καμιά εικοσιπενταριά βρωμερούς και αξύριστους φουστανελάδες που ξεπροβάλλουν από τα δέντρα κρατώντας όπλα. Είναι τα μέλη της διαβόητης συμμορίας των αδελφών Αρβανιτάκη, του Τάκου (Δημήτρη) και του Χρήστου, όλα επικηρυγμένα για φόνους και ληστείες.
Οι δύο προπορευόμενοι χωροφύλακες αφιππεύουν, αλλά πριν προλάβουν να αντιδράσουν δέχονται πυροβολισμούς και τραυματίζονται. Οι άλλοι δύο ένστολοι, που βρίσκονται πιο πίσω, ακινητοποιούνται. Υπό την απειλή των όπλων, οι Αρβανιτάκηδες αναγκάζουν τους ταξιδιώτες να κατέβουν από τις άμαξες και τους μεταφέρουν με άλογα στο λημέρι τους, στη βορειοανατολική πλευρά της Πεντέλης. Αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για σημαίνοντα πρόσωπα και πως από αυτή την ιστορία μπορούν να βγάλουν αρκετά χρήματα. Ετσι, ελευθερώνουν τις δύο γυναίκες, τη μικρούλα Μπάρμπαρα, τον μπάτλερ και τους δύο χωροφύλακες προκειμένου να μεταφέρουν τα αιτήματά τους: Θέλουν 32.000 χρυσές λίρες Αγγλίας και πλήρη αμνηστία για όσα εγκλήματα κατηγορούνται. Σε αντίθετη περίπτωση θα σκοτώσουν τους ομήρους.
Η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει κατευθείαν το Λονδίνο για τα καθέκαστα, ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος διαβεβαιώνει ότι η υπόθεση θα λήξει αναίμακτα, αν και δεν έχει καταρτιστεί μέχρι εκείνη την ώρα κανένα επιχειρησιακό σχέδιο.
Την επόμενη μέρα, Τρίτη 12 Απριλίου 1870, οι απαγωγείς στήνουν νέο λημέρι πάνω από το χωριό της Σταμάτας, ενώ έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις. Τα λύτρα δεν αποτελούν πρόβλημα ούτε για τους συγγενείς των ομήρων, ούτε για τις χώρες τους, ούτε και για την ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν ετοιμοπαράδοτα από όλες τις πλευρές.
Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί αμνηστία. Το Σύνταγμα του 1864 απαγορεύει την παροχή χάριτος για ποινικές υποθέσεις εάν δεν έχει προηγηθεί δίκη. Ο λήσταρχος Τάκος Αρβανιτάκης όμως δεν υποχωρεί. Αντιπροτείνει να δικαστεί ερήμην και μετά να του δοθεί χάρη, αλλά το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη δεν το δέχεται. Ωστόσο η πίεση στην Αθήνα εκ μέρους της βρετανικής και της ιταλικής κυβέρνησης είναι μεγάλη. Αναγκάζεται να επιστρέψει από τη Σύρο στην πρωτεύουσα ο ίδιος ο 25χρονος βασιλιάς Γεώργιος Α’, που ενώπιον του Βρετανού πρέσβη Εντουαρντ Ερσκιν προθυμοποιείται να παραδοθεί αυτός στους λήσταρχους για να απελευθερωθούν οι όμηροι. Μια τέτοια παράλογη προσφορά όμως απορρίπτεται. Αναζητείται το ταχύτερο λύση. Η αγωνία κορυφώνεται.
Η Παρασκευή 15 Απριλίου 1870 ξημε ρώνει με έναν λαμπερό ήλιο. Η συμμορία, εκμεταλλευόμενη τον καλό καιρό, ανεβάζει τους ξένους στα άλογα και κατευθύνονται στη Σκάλα Ωρωπού. Καταλύουν σε μια καλύβα και διανυκτερεύουν. Οι κυβερνητικοί απεσταλμένοι που λειτουργούν ως διαπραγματευτές τούς βρίσκουν, αλλά δεν καταφέρνουν κάτι με τις συζητήσεις.
Αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας εξουσιοδοτείται ως διαπραγματευτής ο 67χρονος αντισυνταγματάρχης Βασίλης Θεαγένης, ο οποίος εκ του αποτελέσματος θα αποδειχθεί ανεπαρκής. Συναντά τον αρχιλήσταρχο το πρωί της Μεγάλης Τετάρτης στον Ωρωπό, αλλά όταν ακούει τον Τάκο Αρβανιτάκη να αποκαλεί τον βασιλιά «Γιωργάκη» εξοργίζεται, σταματάει τις διαπραγματεύσεις και αποχωρεί. Κρίνει πως δεν έχει νόημα η κου- βέντα και το καλύτερο είναι να μιλήσουν πλέον τα όπλα, θέτοντας όμως με αυτό τον τρόπο σε άμεσο κίνδυνο τους ομήρους. Ο Βρετανός βαρόνος Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ καταλαβαίνει ότι το πιθανότερο είναι πως η συμμορία θα σκοτώσει τόσο αυτόν όσο και τους υπόλοιπους απαχθέντες. Είναι ο μόνος που θα γλιτώσει, αφού ως πιο διορατικός υπογράφει με τους ληστές συναλλαγματικές της τάξης των 25.000 χρυσών λιτών και αφήνεται ελεύθερος πριν φτάσει το απόσπασμα της Χωροφυλακής.
Μεγάλη Πέμπτη 21 Απριλίου 1870, ώρα τέσσερις το απόγευμα. Δέκα ημέρες μετά την έναρξη της δραματικής περιπέτειας των εκ- δρομέων, το απόσπασμα του σώματος της Χωροφυλακής προσεγγίζει το χωριό Συκάμινο της Βορειοανατολικής Αττικής. Η συμμορία έχει καταλύσει στο καλύτερο σπίτι της περιοχής, στο οποίο φυσικά έχει μπει με τη βία. Οι τσιλιαδόροι αντιλαμβάνονται τους ένστολους που πλησιάζουν και χωρίς καθυ- στέρηση η σπείρα χωρίζεται στα δύο και φεύγει από το χωριό με κατεύθυνση το Δήλεσι. Ο Τάκος Αρβανιτάκης με τη μισή συμμορία παίρνει μαζί τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας Ντε Μπόιλε και τον Βρετανό νεαρό Βάινερ, ενώ ο αδελφός του Χρήστος Αρβανιτάκης παίρνει μαζί τον γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ και τον δικηγόρο Εντουαρντ Λόιντ.
Η εκτέλεση
Στις πέντε το απόγευμα, κοντά στον χείμαρρο του Δηλεσίου πέφτει ο πρώτος πυροβολισμός. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά εάν προήλθε από χωροφύλακα που επέδειξε... ιδιαίτερο ζήλο στην εκτέλεση του καθήκοντος ή από κάποιον νευρικό απαγωγέα. Οπως και να ’χει, μόλις αποδεσμεύονται οι πρώτες σφαίρες από τις κάννες των τουφεκιών, δίνεται εντολή από τους Αρβανιτάκη- δες να σκοτώσουν τους ομήρους. Οι ληστές Γερογιάννης και Καταραχιάς σφάζουν με τα γιαταγάνια τους τον γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας Χέρμπερτ μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Αρχών, που δεν περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη. Εξοργισμένοι οι χωροφύλακες προχωρούν σε έναν καταιγισμό πυρών σκοτώνοντας τον Χρήστο Αρβανιτάκη. Οι δικοί του όμως προλαβαίνουν και φονεύουν τον δικηγόρο Λόιντ.
Από τη μεριά του, ο αρχιλήσταρχος Τάκος Αρβανιτάκης με τους δικούς του ομήρους και επτά άνδρες κατευθύνεται προς το Σχηματάρι. Προκειμένου να γλιτώσουν διασκορπίζονται. Ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως πριν το πράξουν πυροβολούν πισώπλατα τόσο τον Ιταλό διπλωμάτη Βάινερ όσο και τον νεαρό Ντε Μπόιλε, που λίγες μέρες πριν υπόσχονταν μέσα στην εκκλησία ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Τώρα κείτεται νεκρός. Οι περισσότεροι από τους δολοφόνους θα συλληφθούν τους επόμενους μήνες και θα αποκεφαλιστούν σε κοινή θέα στο Πεδίον του Αρεως. Κάποιοι καταφέρνουν να περάσουν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, αλλά και πάλι εις βάρος τους έχουν εκδοθεί διεθνή εντάλματα και εκτελούνται από τους Τούρκους.
«Σε μια-δυο μέρες όλοι τους θα είναι ελεύθεροι»
Οι λήσταρχοι γνωρίζουν ότι έχουν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις και όσο κρατούν τους διπλωμάτες αισθάνονται άτρωτοι. Το δείχνουν με τις πράξεις τους. ∆ύο εικοσιτετράωρα αργότερα για παράδειγμα, Κυριακή των Βαΐων 17 Απριλίου το πρωί, πάνε μαζί με τους ομήρους να... εκκλησιαστούν σε ναό που λειτουργούσε στη Σκάλα Ωρωπού. Εκεί τους βλέπει μια Ελληνίδα, σύζυγος Αγγλου εμπόρου, που δεν διστάζει να ζητήσει από τον αρχιλήσταρχο Τάκο Αρβανιτάκη να απελευθε- ρώσει τον 23χρονο Φρέντερικ Γκράνθαμ Βάινερ. «Είναι ακόμα παιδί και η μητέρα του χήρα» θα πει.
Ο κακοποιός μειδιά. «Μην ανησυχείς, κυρά μου, σε μια-δυο μέρες όλοι τους θα είναι ελεύθεροι» απαντά.
Η διαπλοκή ληστάρχων - πολιτικών και η παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη
Ο διεθνής αντίκτυπος της σφαγής στο Δήλεσι είναι τεράστιος. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου αναφέρονται με τα χειρότερα λόγια για την Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζουν ως έναν τόπο ημιβαρβάρων όπου κυριαρχούν το έγκλημα, οι ληστείες και οι αγριότητες, με το κράτος να μην μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ούτε καν λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. Από τους πρώτους που παραιτούνται είναι ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος, καθώς ο Τύπος αποκαλύπτει ότι χρησιμοποιούσε τους Αρβανιτάκηδες για να προστατεύει την τεράστια έκταση των κτημάτων του στο Τατόι από άλλες συμμορίες. Το ελληνικό κράτος υποχρεώνεται να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλλοντας στην καθεμία εξ αυτών 22.000 χρυσές λίρες. Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Ιουλίου του 1870, θα παραιτηθεί σύσσωμη η κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη.