Με κοίταζε επίμονα στο λεωφορείο, όπως την κοίταζα κι εγώ. Κατέβηκα στην ίδια στάση για να την παρακολουθήσω κι ανακάλυψα πως μπήκε σ' ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Είχα συγκρατήσει την ώρα και τη μεθεπόμενη ημέρα την περίμενα στην είσοδο του φροντιστηρίου. Σε λίγο πράγματι ξεπρόβαλε αλλά δεν της μίλησα, όπως δεν της μίλησα και τις επόμενες φορές που είχα στηθεί στην είσοδο του φροντιστηρίου.
Χρειάστηκε να περάσουν δύο βδομάδες μέχρι που να βρω το θάρρος. Ήταν συγκεκριμένα Παρασκευή απόγευμα, ήμουν στημένος στην είσοδο του φροντιστηρίου κι όταν πρόβαλε κάπως βιαστική (και ανήσυχη που με ξανάβλεπε μπροστά της), της είπα:
− Εσένα περιμένω.
Στην αρχή παραξενεύτηκε, ταλαντεύτηκε λίγο, απόρησε που της μιλάω χωρίς να γνωριζόμαστε, με ρώτησε από πού την ξέρω, της εξήγησα τα σχετικά (λες και δεν τα ήξερε).
Κατόπιν τη ρώτησα τι ώρα σχολάει και μου είπε πως συνήθως Παρασκευή βράδυ, την περιμένει έξω από το φροντιστήριο μια φίλη της αλλά αν δεν έρθει, τότε ίσως θα ερχόταν μαζί μου. Μου είπε την ώρα που σχολάει και μου έδειξε το μέρος όπου θα την περιμένω, δίπλα σ’ ένα μαγαζί.
Με το που σχόλασε συναντηθήκαμε, πήγαμε σ’ ένα εστιατόριο, καθήσαμε και ουσιαστικά τα πρώτα λόγια της ήταν:
− Μου φαίνεται παράξενο, γιατί έχουν πάψει να γίνονται γνωριμίες στο δρόμο. Δεν υπάρχουν πια τα καμάκια που υπήρχαν παλιά κι οι γνωριμίες γίνονται μόνο σε σπίτια. Δεν ξέρω τι τύπος είσαι, γιατί συνήθως κάτι τέτοιοι τύποι κοιτάνε μόνο το κρεβάτι...
Κι η γνωριμία προχωρούσε. Κι η συνέχεια θα ήταν κοινότυπη: ένα σωρό έξοδοι σε καφετερίες, σε σινεμάδες, σε εστιατόρια, κάποιες βόλτες στην παραλία και ένα ολόκληρο σενάριο μέχρι να βρεθούμε σε κάποιο αδειανό σπίτι. Ενώ εκείνα τα λόγια που είπε στην αρχή, αν και ήταν κι αυτά κοινότυπα, μου είχαν κάνει εντύπωση.
Γδύνομαι, Ντύνομαι, Γδύνεται
Θύμωσε όταν γδύθηκα αμέσως στο δωμάτιο. Ή θ’ αναγκαζόταν να βγάλει κι εκείνη τα ρούχα της ή θα εγκατέλειπε το σπίτι αφρισμένη ή θα μου ζητούσε να ντυθώ γιατί αυτό δε με κολακεύει καθόλου. Προτίμησε την τελευταία λύση, την πιο διαλλακτική κι όπως ντυνόμουν, της έλεγα ότι παλιότερα με κέντριζε το θέαμα μιας γυμνής γυναίκας ενώ τώρα μ’ ενδιαφέρει μόνο να γδυθώ, αδιαφορώντας αν ο άλλος θα εξακολουθεί να είναι ντυμένος.
Ντύθηκα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και κάθισα ήρεμος στην πολυθρόνα. Εκείνη, χωρίς να πει κουβέντα, σύρθηκε προς το κρεβάτι κι άρχισε να γδύνεται.
Προς χρήσιν
Χάθηκε για μια βδομάδα ολόκληρη κι όταν με ξαναπήρε τηλέφωνο και βρεθήκαμε σε μια κοσμική περιοχή, μου δικαιολογήθηκε πως της έτυχαν δουλειές αλλά δεν άντεξε και πρόσθεσε: “είναι και πως νιώθω αμήχανη ύστερα απ' όσα έγιναν εκείνο το βράδυ στο σπίτι σου”.
“Αν είναι ότι με ντρεπόσουν, τότε δεν πειράζει”, απάντησα αλλά εκείνη το πήγαινε αλλού κι εξηγήθηκε: “Δε θα ήθελα με τίποτα να κάνω δεσμό αυτή την εποχή. Πολλές φορές οι ελεύθεροι το κάνουν μόνο προς χρήσιν, ξέρεις τώρα, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, χωρίς να σημαίνει ότι μπορεί να πάει παραπέρα η υπόθεση”.
Περπατούσαμε κι αντικρίζοντας τη σιωπή μου που έλεγε πολλά, συνέχισε αναπτύσσοντας πομπωδώς τις τόσο κοινότυπες απόψεις της περί ελευθέρων σχέσεων και κάθε τόσο με προκαλούσε να της πω την άποψή μου αλλά εγώ διπλωματικά επέμενα να μη λέω τίποτα παρά μόνο αρκέστηκα στη δήλωση: “Κάνε ό,τι θέλεις. Μόνο να ξέρεις ότι εκνευρίστηκα που χάθηκες για τόσες μέρες. Από κει και πέρα δεν έχει νόημα να μιλάμε, οι πράξεις θα δείξουν”. Εκείνη όμως δεν αρκούνταν στην πενιχρή μου απάντηση και μου εξέθετε το παρελθόν της, κυρίως σχετικά με έναν πολύχρονο δεσμό της που έληξε πρόσφατα και που αποδείχθηκε πολύ κουραστικός, καθώς ο τύπος περνούσε τις περισσότερες ώρες της ζωής του στο σπίτι της. Όταν τη συνόδευα στη γειτονιά της, μου έριξε και τη σπόντα “ελπίζω να μην εκνευρίστηκες πολύ και να το ξεπεράσεις”.
Μάλιστα. Κατάληξα πάλι να είμαι ο παθών κι όχι μόνο αυτό αλλά και ν’ αντιμετωπίζομαι σαν το αντίγραφο της προηγούμενης σχέσης της. Παρόλα αυτά συγκρατήθηκα κι η μόνη κακία που μου ξέφυγε ήταν τα λόγια: “Μην ανησυχείς. Δε συμβαίνει τίποτα. Πρέπει κι εγώ να φέρομαι με μοντέρνο τρόπο”.
Μόλις φτάσαμε στην είσοδο του σπιτιού της, με αποχαιρέτησε ψυχρά κι απέμεινα μόνος στο σκοτάδι, εκείνος που έμοιαζε το θύμα, εκείνος που ήθελε κάτι παραπάνω, ένα χάδι, ένα φιλί, μια καινούρια ηδονή.