των άλλων επιφανών ανδρών που έζησαν ενάρετο βίο και αναδείχτηκαν αναμάρτητοι στον Άνω και το Κάτω κόσμο. Μαζί με άλλα μυθικά νησιά βρίσκονταν στα πέρατα του δυτικού Ωκεανού. Από την αρχαιότητα κάποιοι τα παρομοίαζαν με τα Κανάρια νησιά, στα οποία, πρώτος ο Ησίοδος και έπειτα ο Πλίνιος, είχαν αποδώσει τον χαρακτηρισμό ”Νησιά των Ευτυχισμένων”. Οι περισσότεροι τα ταύτιζαν με τα Ηλύσια Πεδία που βρίσκονταν κοντά ή πέρα από τον Ωκεανό. Ο Στράβωνας τα ταύτιζε με τα νησιά των Εσπερίδων. Μερικοί τα ταύτιζαν με τη νήσο Μαδέρα, η οποία φημίζεται για το ηφαιστειογενές της έδαφος, το ήπιο κλίμα της, τις πλούσιες πηγές της και τα πυκνά δάση της. Ο Λουκιανός, στο έργο του Αληθή Διηγήματα ή Αληθής Ιστορία, σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο την εικόνα αυτού του εξωτικού Παραδείσου. Όπως περιγράφει, τα τείχη της πολιτείας είναι χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονται μαλαματένια, οι δρόμοι της είναι στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με μονόλιθους αμέθυστους (πολύτιμα πετράδια). Το έδαφος είναι από ελεφαντοκόκαλο, ενώ γύρω από την πολιτεία τρέχει ένας ποταμός από την πιο διαλεχτή μυρωδιά. Όλα έχουν παραμυθένια ομορφιά, υπάρχει παντοτινή άνοιξη και οι ασαφείς και άσαρκοι κάτοικοί της ζουν σε αιώνιο λυκαυγές, χωρίς να γερνούν πέρα από την ηλικία που είχαν όταν έφτασαν εκεί. Η χώρα στολίζεται από όλα τα είδη λουλουδιών. Τα πάντα είναι πολύ εύφορα, τα στάχυα βγάζουν έτοιμο ψωμί σαν μανιτάρια, τα αμπέλια καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δέντρα δεκατρείς. Στην πολιτεία βλέπεις τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που τρέχουν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μικρότερες μύρο. Ρέουν επτά ποταμοί με γάλα και οκτώ με κρασί. Απ’ τα δέντρα αντί για καρπούς κρέμονται ποτήρια, τα οποία γεμίζουν μόνα τους κρασί κάθε φορά που κάποιος θέλει να το πιει. Το γέλιο στη χώρα αυτή είναι άφθονο, καθώς οι Μάκαρες πίνουν από δύο πηγές, η μεν γέλωτος, η δε ηδονής.
Ο κήπος των Εσπερίδων, κήπος των Θεών όπως τον αποκαλούσαν, βρισκόταν στις δυτικές περιοχές του κόσμου. Ο Απολλόδωρος, υποστήριζε, ότι βρισκόταν στη περιοχή του Άτλαντα, στη χώρα των Υπερβορείων. Σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελούσε έναν περιτοιχισμένο παράδεισο στον οποίο είχε τελεστεί ο γάμος της Ήρας και του Δία. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι Εσπερίδες ήταν κόρες της νύχτας, ενώ σύμφωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς, κόρες του Φόρκυ, της Κητούς ή του Άτλαντα και της Εσπερίδας. Υποχρέωση των Εσπερίδων ήταν η φύλαξη των χρυσών μήλων του κήπου. Την ίδια υποχρέωση με τις Εσπερίδες είχε και ο δράκοντας Λάδωνας, ο οποίος ήταν υιός του Φορκύωνα και της Κητούς ή του Τυφώνα και της Εχίδνης. Ήταν αδερφός του λιονταριού της Νεμέας, του Κέρβερου, του δράκοντα των Κόλχων και της Ύδρας. Είχε τεράστιο σώμα με 100 κεφάλια και πολλές φωνές. Στα αρχαία αγγεία και τις τοιχογραφίες εμφανίζεται, συνήθως, κουλουριασμένος γύρω από τον κορμό ή τις ρίζες του δέντρου. Κατά το μύθο, εκείνος που θα έτρωγε ένα από τα χρυσά μήλα θα μπορούσε να γίνει αθάνατος. Ο Ηρακλής ήταν ο μοναδικός που κατάφερε να σκοτώσει, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, να αποκοιμίσει τον δράκοντα και να κλέψει τα χρυσά μήλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής συνάντησε τον Άτλαντα και εκείνος δέχτηκε να τον οδηγήσει στον κήπο των Εσπερίδων. Όσο η Ηρακλής κρατούσε τον ουρανό στη ράχη του, ο Άτλαντας με τη βοήθεια των Εσπερίδων έφτιαχνε ένα μαγικό ποτό. Με αυτό τελικά κατάφερε να αποκοιμίσει τον δράκοντα και να πάρει τα χρυσά μήλα. Όταν ο Άτλαντας επέστρεψε στον Ηρακλή, δικαιολογήθηκε ότι δεν ήθελε να κρατήσει τον ουρανό στη ράχη του, γιατί ήθελε να πάει ο ίδιος τα χρυσά μήλα στον Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να βάλει ένα μαξιλάρι στη ράχη του για να κρατάει καλύτερα τον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Άτλαντα. Εκείνος προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει, και, τότε, ο Ηρακλής, με μια αστραπιαία κίνηση, έριξε τον ουρανό στη ράχη του Άτλαντα, πήρε τα χρυσά μήλα και επέστρεψε πίσω στις Μυκήνες. Τελικά τα χρυσά μήλα τα ανέκτησε η Αθηνά και τα επανέφερε ξανά στη θέση τους, καθώς δεν ήταν πρέπον, σύμφωνα με τους θε’ι’κούς νόμους, να βρίσκονται σε άλλο τόπο.
Για τη χώρα Υπερβορεία, που σημαίνει πέρα από το Βορρά (στην Αρκτική, πιθανότατα στο Βόρειο Πόλο), είχαν μιλήσει ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος, ο Στράβωνας, ο Πίνδαρος και ο Παυσανίας. Σε αυτή τη χώρα, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο ήλιος έλαμπε συνεχώς και η μέρα διαρκούσε έξι μήνες, ενώ ήταν δύσκολο να φτάσει κανείς εκεί εξαιτίας των υπέρλαμπρων τειχών της που ήταν πραγματικά απροσπέλαστα, καθώς φυλάσσονταν από ισχυρές φυλές που ονομάζονταν Υπερβόρειοι Ημίθεοι. Στους χάρτες της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου απεικονιζόταν ως χερσόνησος ή σαν ένα νησί που βρισκόταν πέρα από τα εδάφη της Γαλλίας. Άλλοι την τοποθετούσαν στα εδάφη της σημερινής Βρετανίας, της Νορβηγίας, της Ρωσίας, της Βαλτικής, της Γροιλανδίας, της Σκανδιναβίας, της Σιβηρίας και της Σουηδίας. Άλλες περιγραφές την τοποθετούν στην ευρύτερη περιοχή των Ουραλίων. Το φθινόπωρο, ο Θεός Απόλλωνας, την επισκεπτόταν με το ιπτάμενο άρμα του που το έσερναν κύκνοι και επέστρεφε ξανά την άνοιξη στη Δήλο και στους Δελφούς. Αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι κάτοικοι της χώρας συνυπήρχαν με τους Άτλαντες και τους Λεμούριους με τους οποίους είχαν αναπτύξει σχέσεις προέλευσης-καταγωγής. Δεν γερνούσαν και δεν αρρώσταιναν ποτέ, ενώ ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι στις τέχνες και τις επιστήμες, καθώς είχαν διαμορφώσει μια οργανωμένη κοινωνία που ήταν απαλλαγμένη από πολεμικές συρράξεις και συγκρούσεις. Διέθεταν καλή φυσική κατάσταση, δεν αντιμετώπιζαν ασθένειες, και είχαν μεγάλη αντοχή στο χρόνο, καθώς φημολογείτο ότι ήταν αθάνατοι, όπως άλλωστε οι Ολύμπιοι Θεοί. Επιπλέον, ταξίδευαν πάνω σε ιπτάμενα άρματα και χρησιμοποιούσαν διάφορα συστήματα προηγμένης τεχνολογίας, όπως αυτά των Ολύμπιων Θεών. Βασιζόμενοι στην ιδιότητα της αθανασίας τους, πολλοί μελετητές έφτασαν στο σημείο να ταυτίσουν τους Υπερβορείους με τους Ολύμπιους Θεούς. Κατά κύριο λόγο, ήταν ιερείς, λάτρεις του Απόλλωνα, μιλούσαν Ελληνικά και συγκατοικούσαν με τους Έλληνες. Συχνά, μάλιστα, τους πρόσφεραν ‘‘δώρα’’ υψηλής τεχνολογικής αξίας, όπως το μαγικό ακόντιο/βέλος που έδωσε ο Άβαρις ο Υπερβόρειος (του οποίου του το είχε δωρίσει ο Υπερβόρειος Απόλλωνας) στον μαθητή του Πυθαγόρα. Με αυτό μπορούσε να μεταφερθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, βαδίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, πάνω στον αέρα. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν να καθοδηγούν τους Έλληνες στις δύσκολες περιπλανήσεις τους και να τους προστατεύουν από κάθε δυνατό κίνδυνο που θα αντιμετώπιζαν στο δρόμο τους. Ένα αξιομνημόνευτο παράδειγμα βοήθειας των Υπερβορείων προς τους Έλληνες αποτελεί η επίσκεψη του Περσέα στη χώρα τους. Έχοντας ως φύλακα-άγγελο τη Θεά Αθηνά κατόρθωσε τελικά να φτάσει αίσια στον προορισμό του και να ζητήσει τη βοήθεια των Υπερβορείων στην επικείμενη σύγκρουσή του με τη Μέδουσα. Εκείνοι του πρόσφεραν ένα σπαθί και μια περικεφαλαία από σκυλίσιο δέρμα που θα τον έκανε κατά βούληση αόρατο. Έτσι, λοιπόν, κατάφερε να ολοκληρώσει την αποστολή του.
Η Αιθιοπία- κράτος της Ανατολικής Αφρικής (πολλοί την ταυτίζουν με τη μυθική χώρα του Πουντ, που οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν γενέτειρά τους, καθώς από αυτή προμηθεύονταν δούλους, ελεφαντοστό και χρυσό), γνωστή παλαιότερα και ως Αβησσυνία, με πρωτεύουσα της Αντίς Αμπέμπα- ήταν ένα μέρος που επισκέπτονταν συχνά οι Ολύμπιοι Θεοί. Στην αρχή της Οδύσσειας βλέπουμε τον Ποσειδώνα να επισκέπτεται τη συγκεκριμένη χώρα. Οι Έλληνες της αρχα’ι’κής εποχής πίστευαν ότι ο ήλιος βρισκόταν αρκετά κοντά στη γη, ώστε μπορούσε να εντοπιστεί με ακρίβεια σε διάφορες χώρες. Κοντά στους Αιθίοπες ο ήλιος δύει και ανατέλλει. Τα ηλιοστάσια τοποθετούνται στη νήσο Συρίη ή στο νότο και το Βορρά της Ασίας, ενώ το χειμώνα πηγαίνουν ακόμα πιο βαθιά στην Αφρική. Για τους αρχαίους Έλληνες, οι Αιθίοπες, ήταν στην κυριολεξία οι μαυρισμένοι, οι μελαψοί στο πρόσωπο (το ρήμα αίθω σημαίνει καίω και το όψ σημαίνει όψη. Η λέξη Αιθιοπία σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη Αιθάλη). Ήταν λαός εξαιρετικά ευσεβής και οι Θεοί τους τιμούσαν μένοντας αρκετό καιρό στα μέρη τους. Ο Ηρόδοτος που επισκέφτηκε την Αίγυπτο και κατέγραψε την ιστορία της, μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τους Αιθίοπες και τη χώρα τους. Όμως, σύμφωνα με την άποψη πολλών μελετητών, οι πληροφορίες που μας δίνει δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες, καθώς δεν είχε επισκεφτεί ποτέ ο ίδιος την Αιθιοπία. Μέσα από την Ιστορία του φαίνονται ως νομάδες, σε σχεδόν ημιάγρια κατάσταση, που ήρθαν σε επιμειξία με τους Αιγυπτίους, υιοθέτησαν Αιγυπτιακά ήθη και έθιμα και χρησιμοποίησαν την Αιγυπτιακή ιερογλυφική στη γραφή τους. Ετυμολογικά η λέξη Αίγυπ-τος αποτελεί, πιθανότατα, παραφθορά της λέξης Αιθιοπία (με αλλαγή της κατάληξης –ια σε –τος. Οι Αιθίοπες διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τους Αιγυπτίους, τους Έλληνες και τους Εβραίους. Σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και ο Ελληνικός πολιτισμός, όπως μαρτυρούν οι μελέτες αρχαίων επιγραφών και νομισμάτων. Άλλωστε, ήταν μία από τις χώρες που ξεχώρισε, καθώς την επισκέφτηκε και ο Μέγας Αλέξανδρος (ο 13ος Θεός του Ολύμπου).
Γράφει ο Παντελής Λιάκας
* Ο Λιάκας Παντελής έχει σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Αρκετά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ψηφιακά περιοδικά και συλλογικά βιβλία. Ενδιαφέροντά του είναι το διάβασμα, η συγγραφή, η μουσική και τα ταξίδια.