κοντά στα Φάρσαλα. Ο Ρωμαίος ύπατος Κόϊντος Φλαμινίνος, νίκησε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Ε΄, και τον υποχρέωσε να περιοριστεί στην περιοχή του, βόρεια των Θεσσαλικών Τεμπών. Όμως εκτός αυτού, η συνθήκη όριζε
την μείωση του Μακεδονικού στρατού σε 5 χιλιάδες στρατιώτες, καθώς και του στόλου σε 5 πλοία, την παράδοση ομήρων και την πληρωμή πολεμικής αποζημίωσης 1000 ταλάντων.
Ο Φίλιππος Ε΄ όμως, παρά τους δυσχερείς όρους της συνθήκης, προετοιμάζονταν μυστικά για να εκδικηθεί. Την πολιτική του ακολούθησε και ο διάδοχος γιός του Περσέας, (179 – 168 π.Χ.). Εκτός όμως της πολεμικής προετοιμασίας, ο Περσέας άρχισε να συνάπτει και συμμαχίες και να επεμβαίνει και στις καταστάσεις της δυτικής Ελλάδας. Και επιπλέον ζήτησε και νέα ισότιμη συνθήκη.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι Ρωμαίοι εκστράτευσαν εναντίον του Περσέα, το καλοκαίρι του 171 π.Χ., αφού όμως πρώτα μέσω διπλωματικών κινήσεων, εξασφάλισαν την συμμαχία ή την ουδετερότητα των άλλων χωρών της Ελλάδας. Έστειλαν λοιπόν τον Πόπλιο Λικίνιο, στις ακτές της Ηπείρου με 40 χιλιάδες στρατό, ενώ 30 Ρωμαϊκά πλοία θα κατευθύνονταν στα παράλια της Μακεδονίας.
Ο Περσέας όμως αδράνησε. Δεν εκστράτευσε ούτε στη νότια Ελλάδα, για να επιδείξει τη δύναμή του και να εξασφαλίσει την ενότητα και τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων, ούτε πήγε στην ορεινή δυτική Μακεδονία, για να εμποδίσει την κάθοδο του Λικινίου στην Λάρισα. Και όταν με ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις, επιτέθηκε κατά του Λικινίου στις υπώρειες της Όσσας, κοντά στο Συκούριο, και οι Ρωμαίοι τη νύχτα μετακίνησαν το στρατόπεδό τους πέρα του Πηνειού, και θεωρούταν νικητής, και πάλι δεν εκμεταλλεύτηκε τη νίκη του.
Αργυρό τετράδραχμο Περσέως. (Βρέθηκε στα Λείβηθρα).
Όμως έπειτα από μια μικρή αποτυχία του στη Φαλάνη, κοντά στα Τέμπη, υπήρξε ικανή να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία, και να περιοριστεί μόνο σε άμυνα, με τη φρούρηση των διόδων προς την Μακεδονία, « . . . υπό δε αφροσύνης εν Φίλα χειμάζων (δηλ. ο Περσέας) και στρατόν έχων πολύν, Θεσσαλίαν μεν ουκ επέτρεχεν, ή Ρωμαίοις εχορήγει τροφάς» (Αππιαν. Μακεδ. 16, 2). Οι Ρωμαίοι όμως παρά τις απόπειρές τους, δεν κατάφεραν να εισβάλλουν στην Μακεδονία, ούτε και κατά το επόμενο έτος, κάτω από τη στρατηγία του νέου υπάτου Αύγου Οστιλίου.
Το μεθεπόμενο έτος 169 π.Χ., ο διάδοχος του Οστιλίου, ύπατος Κόϊντος Μάρκιος Φίλιππος, ανέβασε τον Ρωμαϊκό στρατό στον Όλυμπο, δίπλα στην Ασκουρίδα λίμνη (Νεζερός), παράκαμψε το φρούριο του Χάρακα, που το υπερασπιζόταν 12 χιλιάδες Μακεδόνες, και αδιάφορος για την εξασφάλιση των νώτων του, άνοιξε δρόμο μέσω του δάσους της Καλλιπεύκης, και κατέβηκε προς το Ηράκλειο (Πλαταμώνα). Αναποφάσιστος και δειλός ο Περσέας, δεν έτρεξε να εμποδίσει την κάθοδο των εξαντλημένων Ρωμαϊκών στρατευμάτων, αλλά τρομοκρατημένος εγκατέλειψε το Δίον και κλείστηκε μέσα στα τείχη της Πύδνας.
Έτσι ο Ρωμαίος Φίλιππος, ελεύθερος πια, έφθασε μέχρι τα βόρεια όρια της Πιερίας. Στο μεταξύ του παραδόθηκαν τα φρούρια των Τεμπών και της Φίλας, εκτός του Ηρακλείου. Ο Ρωμαίος Φίλιππος όμως, λόγω έλλειψης τροφίμων, επέστρεψε και ήρθε στην Φίλα. Έτσι ο Περσέας πήρε θάρρος, και επέστρεψε ξανά στο Δίον, και στρατοπέδευσε στην αριστερή όχθη του Ενιπέα ποταμού (κοντά στο Λιτόχωρο).
Οι Ρωμαίοι όμως μετά από πολιορκία κυρίευσαν και το Ηράκλειο και ανενόχλητοι πέρασαν όλο τον Χειμώνα σ’ αυτό και στην Φίλα. Στο λιμάνι του Ηρακλείου βρίσκονταν και ο Ρωμαϊκός στόλος. Έτσι ο Ρωμαϊκός στρατός εξασφάλιζε την τροφοδοσία του από την Θεσσαλία μέσω των Τεμπών, και απέκτησε σταθερό ορμητήριο εντός της Μακεδονίας.
Όμως οι λίγες επιτυχίες ή ισοπαλίες των Μακεδόνων κατά του Λικινίου, το κατόρθωμα του ασήμαντου Μακεδονικού ναυτικού, να κυριεύσει με αιφνιδιασμό στον όρμο του Ωρεού, 5 πολεμικά Ρωμαϊκά και 20 φορτηγά πλοία και να βυθίσει όλα τα υπόλοιπα Ρωμαϊκά πλοία, τα οποία ήταν φορτωμένα με σιτηρά. Έτσι η απόκρουση του Οστιλίου, στην προσπάθειά του να εισβάλλει στην Μακεδονία και τέλος η αποτυχία του Ρωμαίου Φιλίππου να νικήσει τις Μακεδονικές δυνάμεις, ανησύχησαν πάρα πολύ την Ρωμαϊκή σύγκλητο.
Οι Ρωμαίοι γνώριζαν την δόξα της παλιάς Μακεδονικής φάλαγγας και επειδή έβλεπαν ότι ο πόλεμος χρόνιζε, φοβούταν για την έκβαση του πολέμου. Κατηγόρησαν μάλιστα τους στρατηγούς, ότι διαχειρίζονταν τα πολεμικά γεγονότα με απειρία και ατολμία. Έτσι εξαιτίας αυτού, το 168 π.Χ., αναζήτησαν και βρήκαν μεταξύ των παλαιμάχων, τον έμπειρο και τολμηρό στρατηγό Αιμίλιο Παύλο.
Ο Αιμίλιος Παύλος, ανήκε στον οίκο των παλιών ευπατριδών, των Αιμιλίων, στους οποίους μάλιστα απέδιδαν Ελληνική καταγωγή. Λέγονταν ότι, ο πρώτος απ’ αυτούς, ο Μάμερκος, ήταν γιος του σοφού Πυθαγόρα, και ονομάστηκε Αιμίλιος για τη γλυκύτητα και τη χάρη του λόγου του, «δι’ αιμυλίαν λόγου και χάριν». Ο Αιμίλιος Παύλος αναδείχθηκε σε διάφορα αξιώματα και πάντα αναζητούσε την δόξα «απ’ ανδρείας και δικαιοσύνης και πίστεως». Εκλέχτηκε ύπατος το έτος 182 π.Χ., και διέπρεψε ως πολιτικός και στρατιωτικός. Μετά τις επιτυχείς εκστρατείες του, επιχείρησε να πολιτευτεί.
Απογοητεύτηκε όμως από τη δημαγωγία, από την πολιτική και κοινωνική διαφθορά, και αποσύρθηκε στο σπίτι του, και καθώς ήταν φίλος του Ελληνικού πολιτισμού, φρόντιζε να δώσει στα παιδιά του, Ελληνική και Λατινική ανατροφή. Οι Ρωμαίοι όμως, ήταν ανήσυχοι από τον μακροχρόνιο Μακεδονικό πόλεμο, βρέθηκαν στην ανάγκη να θυμηθούν, στην δύσκολη κατάσταση που βρίσκονταν, τον έντιμο πολίτη και γενναίο στρατιώτη.
Ο Αιμίλιος αναχώρησε από την Ρώμη, στα τέλη της Άνοιξης του 168 π.Χ. Έφθασε στην Μακεδονία και μετακίνησε τον Ρωμαϊκό στρατό, (52.000 πεζοί και 4.500 ιππείς), από την Φίλα και το Ηράκλειο, στην δεξιά όχθη του Ενιπέα. Την αριστερή όχθη είχε προκαταλάβει ο Περσέας, με 40.000 φαλαγγίτες και 4 χιλιάδες ιππείς. Η κοίτη του Ενιπέα ήταν βαθιά και οι όχθες του απόκρημνες.
Άγαλμα του Αιμίλιου Παύλου
Ο άνω ρους του ποταμού, είχε φυσικό αδιάβατο φράγμα, τον Όλυμπο. Κάπως διαβατός ήταν ο κάτω ρους του ποταμού, και ιδίως στις εκβολές, (δυτικά του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού Λιτοχώρου), όπου τότε στο σημείο αυτό, έφθανε η θάλασσα. Αλλά και το μέρος αυτό είχε ενισχυθεί με χαρακώματα και ξύλινα προτειχίσματα. Επιπλέον εκτός αυτού, απέκλειε τη διέλευση των ανθρώπων, και το απροσπέλαστο έλος της εποχής εκείνης. Έτσι καμιά φορά στην ιστορία, τόσο ισχυρά στρατόπεδα δεν είχαν αντιπαραταχθεί, τόσο κοντά μεταξύ τους. Και όμως παρέμειναν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς εχθροπραξίες.
Ο Περσέας είχε την ελπίδα ότι, η έλλειψη τροφίμων και νερού, θα ανάγκαζε τους Ρωμαίους να αποσυρθούν. Ο Αιμίλιος όμως διέταξε και ανοίχθησαν αμέσως πηγάδια σε όλο το ξεροκάμπι, (κοντά στην σημερινή Πλάκα Λιτοχώρου), όπου και βρέθηκαν άφθονα νερά, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε πως να βρει διάβαση, διότι και οι στρατιώτες του έβλεπαν το αδιάβατο του ποταμού και στενοχωριούνταν από την απραξία τους. Πληροφορήθηκε ότι μία μόνο δίοδος ήταν αφρούρητη, τα στενά της Πέτρας. Και επειδή δεν έβλεπαν άλλη λύση, συγκρότησε αμέσως συμβούλιο.
Έτσι την επιχείρηση της κυκλώσεως των Μακεδόνων, ανέλαβε ο Νασικάς και ο μεγαλύτερος γιος του Αιμιλίου. Σύμφωνα με το σχέδιο ο Νασικάς με 8 χιλιάδες πεζούς και 320 ιππείς, έφυγε από το στρατόπεδο και ήρθε στο Ηράκλειο, για να νομίσει ο Περσέας, ότι πρόκειται να μεταφερθούν με τον Ρωμαϊκό στόλο οι εχθρικές δυνάμεις, για να τον κυκλώσουν. Μόλις όμως νύχτωσε, ο Νασικάς οδήγησε όλη τη δύναμή του, μέσω της Καλλιπεύκης στην Ασκουρίδα λίμνη του Ολύμπου, και από εκεί την επόμενη μέρα πήγε στο Πύθιο της Περραιβίας, όπου και διανυκτέρευσε.
Στο μεταξύ ο Αιμίλιος, για να ξεγελάσει τον Περσέα, άρχισε επιθέσεις για να περάσει δήθεν τον Ενιπέα. Όμως ο Περσέας πληροφορήθηκε ότι, ο Ρωμαϊκός στρατός θα περάσει τα Στενά της Πέτρας, και θα κινηθεί για να τους περικυκλώσει. Ο Περσέας ταράχθηκε, αλλά δεν μετακίνησε το στρατόπεδό του. Έστειλε όμως αμέσως τον Μίλωνα με 10 χιλιάδες ξένους μισθοφόρους και 2 χιλιάδες Μακεδόνες, για να φρουρήσει τα Στενά της Πέτρας.
Ο στρατός του Μίλωνα, φαίνεται ότι έφθασε στα Στενά κατάκοπος, και αποκοιμήθηκε για να ξεκουραστεί, ενώ ο Νασικάς μόλις έφθασε, κινήθηκε κατά των Μακεδόνων, την ώρα του ύπνου, όπως μας λέει ο Πολύβιος. Το αντίθετο όμως ισχυρίζονταν ο Νασικάς, ότι διεξήχθη σφοδρή μάχη και αφού νίκησε την φρουρά του Μίλωνα, την έτρεψε σε φυγή. Ο Περσέας μόλις άκουσε τα γεγονότα, φοβισμένος απέσυρε τις δυνάμεις του από τον Ενιπέα στην Πύδνα, και σκέφτηκε να τις διασκορπίσει στις γύρω Μακεδονικές πόλεις και εκεί να αντισταθούν.
Οι φίλοι του όμως τον ενθάρρυναν και του έλεγαν ότι ενωμένος ο στρατός και με τον ίδιο αρχηγό, θα αγωνιζόταν πιο θαρραλέα, για τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Έτσι ο Περσέας αποφάσισε να δώσει την μάχη πριν την Πύδνα, και γι’ αυτό ονομάστηκε και μάχη της Πύδνας. Ο Στράβωνας (Ζ. 330,22) μας λέει ότι, η μάχη έγινε στην πεδιάδα πριν την Πύδνα, «Εν μεν ουν τω της Πύδνης πεδίω Ρωμαίοι Περσέα καταπολεμήσαντες καθείλον την των Μακεδόνων βασιλείαν». Ο Πλούταρχος (Αιμιλ. 16), μας προσδιορίζει ακριβέστερα την τοποθεσία, «ο δε τόπος και πεδίον ήν τη φάλαγγι βάσεως επιπέδου και χωρίων ομαλών δεομένη και λόφοι συνεχείς . . . Διά μέσου δε ρέοντες Αίσων και Λεύκος ου μάλα βαθείς τότε ».
Σίγουρα ο Αίσωνας είναι το σημερινό Μαυρονέρι, ενώ ο Λεύκος είναι ο σημερινός Πέλεκας ποταμός. Αυτοί είναι οι πιο σημαντικοί ποταμοί της πεδιάδας της Κατερίνης, περιοχή κατάλληλη για τις κινήσεις της Μακεδονικής φάλαγγας, όπως και οι λόφοι που βρίσκονται βόρεια της πεδιάδας, περιοχή κατάλληλη για τους ελαφρώς οπλισμένους Μακεδόνες στρατιώτες. Την εποχή εκείνη η κοίτη του Λεύκου, δεν ακολουθούσε τη σημερινή νότια κατεύθυνση, ούτε εξέβαλε στον Αίσωνα, αλλά πιθανόν να διέρχονταν τις βόρειες παρυφές της Κατερίνης και διέρρεε την πεδιάδα μέχρι το Θερμαϊκό κόλπο απευθείας, και παράλληλα του Αίσωνα.
Επομένως το στρατόπεδο του Περσέα, κατείχε τους λόφους βόρεια του Λεύκου, κοντά στο χωριό Άγιος Ιωάννης. Στους πρόποδες των λόφων αυτών, πρέπει να διέρχονταν και η αρχαία οδός, από το Δίον στην Πύδνα.
Πεζεταίρος της Μακεδονικής φάλαγγας
Ο Αιμίλιος πέρασε τον Ενιπέα και μέσω του Δίου βάδιζε προς την Πύδνα. Στο μεταξύ κατέβηκε και από τα Στενά της Πέτρας και ο Νασικάς και ένωσε τις δυνάμεις του, με το κύριο Ρωμαϊκό σώμα. Έπειτα όλος ο Ρωμαϊκός στρατός πέρασε τον Αίσωνα και πορεύονταν για να συναντήσει τον εχθρό. Προτού όμως φτάσει στον Λεύκο, αντιλήφθηκε τον στρατό των Μακεδόνων και ανέκοψε την πορεία του. Επομένως το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, στρατοπέδευσε μάλλον στο Β.Δ. άκρο της Κατερίνης. Την μάχη της Πύδνας, μας την εξιστορεί με λεπτομέρεια ο Πλούταρχος, “Ο δε Αιμίλιος, αφού ενώθηκε με το στρατό του Νασικά, κατέβαινε παρατεταγμένος κατά του εχθρού. Αφού είδε την παράταξη των Μακεδόνων, διέκοψε την πορεία του και σκέφτονταν πώς να τους πολεμήσει. Οι νέοι Ρωμαίοι αξιωματικοί, είχαν μεγάλη προθυμία για να πολεμήσουν, και παρακαλούσαν τον Αιμίλιο να μην καθυστερεί, και κυρίως ο Νασικάς, αφού πήρε θάρρος από την επιτυχία του στον Όλυμπο”.
Ο Αιμίλιος όμως του απάντησε: «Αν είχα την ηλικία σου. Αλλά οι πολλές μου νίκες, που μου δίδαξαν τα σφάλματα των ηττημένων, με εμποδίζουν μετά από μακρύ δρόμο, να κάνω μάχη με φάλαγγα παρατεταγμένη ήδη, και έτοιμη». Μετά από αυτά, «διέταξε τα μεν πρώτα τάγματα που φαίνονταν στον εχθρό, να συγκεντρωθούν σε σπείρα και να φανούν ότι παρατάσσονται για μάχη, τα δε τάγματα τις οπισθοφυλακής να στρατοπεδεύσουν στα χαρακώματα, χωρίς βέβαια να το καταλάβουν οι εχθροί».
Αφού νύχτωσε (δηλ. 21η & 22 Ιουνίου), και μετά το δείπνο, πήγαν για ύπνο και ξεκούραση, αιφνίδια η σελήνη, ενώ ήταν πλήρης και ψηλά στον ουρανό, έγινε μελανή, χάθηκε το φως της, και έπαψε να φαίνεται. Και οι μεν Ρωμαίοι, όπως συνήθιζαν ύψωναν στον ουρανό δαυλούς και δάδες. Οι δε Μακεδόνες, δεν έκαναν το ίδιο, αλλά φρίκη και φόβος κυρίευσε το στρατόπεδο, και διαδίδονταν, ότι τι φαινόμενο αυτό σημαίνει του “Bασιλέως έκλειψη”.
Ο Αιμίλιος δεν γνώριζε για τις εκλειπτικές ανωμαλίες. Αλλά επειδή πολλά απέδιδε στους Θεούς, και ήταν φίλος των μαντείων, όταν είδε την έκλειψη της σελήνης, θυσίασε σ’ αυτήν έντεκα βόδια. Μετά θυσίασε βόδια στον Ηρακλή, αλλά τα ιερά σημεία δεν ήταν καλά μέχρι και το εικοστό βόδι. Στο εικοστό πρώτο φάνηκαν τα σημεία, και φανέρωναν για αυτούς νίκη, αν έμεναν αμυνόμενοι. Υποσχέθηκε επομένως εκατό βόδια και ιερό αγώνα στον Θεό, διέταξε τους αρχηγούς να παρατάξουν το στρατό για μάχη. Η μάχη ξεκίνησε με τέχνασμα του Αιμίλιου. Άφησε επίτηδες υποζύγια φορτωμένα με χορτάρι, ελεύθερα προς την μεριά των Μακεδόνων, τα οποία τα κυνηγήθηκαν από τους Θράκες. Έτσι κατά των Θρακών στράφηκαν οι Ρωμαίοι.
Και ο Αιμίλιος, ως έμπειρος κυβερνήτης, από την πολλή φασαρία, προέβλεψε το μέγεθος του αγώνα, βγήκε από την σκηνή του, πήγε στους οπλίτες του και τους ενθάρρυνε. Ο Νασικάς, ιππεύει προς τους εχθρούς. Πρώτοι βάδιζαν οι Θράκες, των οποίων η θέα εξέπληξε τους πάντες. Ήταν άντρες ψηλοί, με ασπίδες που έλαμπαν . . . Κοντά στους Θράκες βρίσκονταν οι μισθοφόροι Παίονες. Μετά από αυτούς ακολουθούσε το τρίτο τάγμα, οι επίλεκτοι Μακεδόνες, με τα επίχρυσα όπλα και τις κόκκινες στολές τους.
Ενώ γίνονταν η έφοδος των Μακεδόνων, πρόφθασε ο Αιμίλιος και παρατήρησε ότι οι σάρισες των Μακεδόνων άγγιζαν τις ασπίδες των Ρωμαίων, οι οποίοι δεν τους έφταναν με τα ξίφη τους. Αφού είδε και τους άλλους Μακεδόνες, να ξεκρεμούν τις πέλτες τους (ελαφρές ασπίδες) από τους ώμους τους, και την δύναμη των Μακεδόνων είδε, κυριεύτηκε από έκπληξη και φόβο, γιατί δεν είχε δει μέχρι τότε πιο φοβερό θέαμα, και από τότε πολλές φορές θυμάται εκείνο το θέαμα, «Μηδέν δεινότερον και φοβερότερον εωρακέναι φάλαγγος Μακεδονικής», (Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, 168 π.Χ.). Τότε ο Αιμίλιος, πέρασε έφιππος μπροστά από τους Μακεδόνες, χωρίς περικεφαλαία και χωρίς θώρακα.
Ρωμαϊκό νόμισμα του Αιμίλιου Παύλου
Ο βασιλιάς των Μακεδόνων, όπως μας λέει ο Πολύβιος, όταν άρχισε η μάχη, φοβισμένος έφυγε έφιππος προς την πόλη, με το πρόσχημα, ότι θέλει να θυσιάσει στον Ηρακλή, ο οποίος όμως δεν δέχεται τους δειλούς. Αλλά του Παύλου Αιμιλίου, δέχτηκε τις ευχές ο Θεός, γιατί αυτός ζήτησε τον πόλεμο και τη νίκη, και δόρυ κρατούσε και πολεμώντας επικαλούνταν σύμμαχο τον Θεό. Στο μεταξύ, κάποιος με το όνομα “Πωσειδώνιος”, ο οποίος έλεγε ότι έζησε εκείνα τα χρόνια της μάχης, και έγραψε ιστορία για τον Περσέα, σε πολλά βιβλία, μας λέει ότι ο Περσέας, έφυγε όχι από δειλία, αλλά γιατί πριν από την μάχη, έτυχε ένα άλογο να χτυπήσει τον Περσέα στο πόδι.
Στη διάρκεια της μάχης, ο Περσέας πονούσε και παρακινούμενος από τους φίλους του, διέταξε και ανέβηκε σε άρμα που το έσερνε άλογο, και χωρίς τον θώρακά του ανέβηκε σ’ αυτό, και συντάχθηκε με την Μακεδονική φάλαγγα. Έπεφταν από παντού τα βέλη δίπλα του και δόρυ έπεσε σ’ αυτόν, χωρίς όμως η αιχμή του να τον αγγίξει, αλλά πλάγια πέρασε στην αριστερή του πλευρά.
Έτσι με την ορμή του το δόρυ, έσκισε τον χιτώνα του και τυφλό τραύμα του προξένησε και κοκκίνισε το σώμα του . . . Αυτά μας αναφέρει ο Πωσειδώνιος για τον Περσέα. Η μάχη είχε ανάψει και οι Ρωμαίοι οπισθοχωρούσαν διαρκώς. Τότε, ένας Ρωμαίος αξιωματικός, ο Σάλιος (αρχηγός των Πελιγνών), για να συγκρατήσει τους στρατιώτες του και να τους αναγκάσει να αντισταθούν, άρπαξε τη σημαία του τμήματός του και την πέταξε προς το μέρος των Μακεδόνων. Τότε οι Πελιγνοί (γιατί για τους Ρωμαίους δεν ήταν σωστό και ιερό να εγκαταλείψουν την σημαία), κινήθηκαν προς εκείνη την περιοχή, και γεγονότα φοβερά έγιναν και φόνοι έγιναν, όταν συγκρούστηκαν. Διότι οι μεν Ρωμαίοι προσπάθησαν να κόψουν με τα μαχαίρια τους τις σάρισσες και να αποκρούσουν αυτές με τις ασπίδες τους.
Οι δε Μακεδόνες, με τα δυο τους τα χέρια γερά κρατούσαν τις λόγχες και τρυπούσαν τους Ρωμαίους, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί ούτε ο θώρακας, ούτε η ασπίδα των Ρωμαίων, στη βία της σάρισσας, αντιμετώπιζαν τους Πελιγνούς, οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι σε βέβαιο θάνατο. Όσοι δεν σκοτώθηκαν, οπισθοχώρησαν. Αυτό δεν ήταν φυγή, αλλά υποχώρηση προς το όρος Ολοκρό (δηλ. τους λόφους του Σβορώνου), ώστε (όπως μας λέει ο Πωσειδώνιος), ο Αιμίλιος, έσκισε τον χιτώνα του, βλέποντας ότι αυτοί υποχωρούσαν, οι δε άλλοι Ρωμαίοι απέφευγαν την φάλαγγα, η οποία φαίνονταν ακαταμάχητη, έχοντας ως τείχος, το πύκνωμα των σαρισσών.
Αλλά επειδή το έδαφος ήταν ανώμαλο, παρατήρησε ο Αιμίλιος, ότι η Μακεδονική φάλαγγα είχε κενά διαστήματα, όπως είναι επόμενο σε μεγάλους στρατούς, και ότι σε άλλα μέρη ότι προχωρεί μπροστά νικώντας, σε άλλα μέρη όμως υποχωρεί. Τότε γρήγορα μπήκε στο στρατό του και τον διαίρεσε σε σπείρες, και διέταξε να εισβάλουν στα κενά των εχθρών.
Έτσι οδήγησε ο Αιμίλιος τους αξιωματικούς, και οι αξιωματικοί τους στρατιώτες. Και πρώτα εισχώρησαν εντός των οπλιτών από τα πλάγια τμήματα, και έτσι χάθηκε η ευθεία δύναμη και η κοινή ενέργεια της μακεδονικής φάλαγγας. Και έγινε μεγάλος αγώνας . . . Τέλος, οι τρεις χιλιάδες επίλεκτοι Μακεδόνες, στις θέσεις τους έμειναν μαχόμενοι, και σκοτώθηκαν όλοι τους. Οι άλλοι στρατιώτες του Περσέα έφευγαν, και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, ώστε η πεδιάδα γέμισε με νεκρούς. Τον ποταμό Λεύκο, πέρασαν οι Ρωμαίοι, μια ημέρα μετά την μάχη, και τo νερό του ήταν ακόμα κόκκινο, από το αίμα των στρατιωτών. Γιατί λέγεται ότι σκοτώθηκαν περίπου 25.000 στρατιώτες.
Και από τους Ρωμαίους σκοτώθηκαν, (όπως μας λέει ο Πωσειδώνιος), εκατό στρατιώτες, ενώ ο Νασικάς μας λέει, ότι σκοτώθηκαν ογδόντα στρατιώτες. Η μάχη κρίθηκε γρήγορα. Γιατί άρχισαν να πολεμούν την ενάτη ώρα (15.00΄), και νίκησαν πριν την δεκάτη ώρα (16.00΄). Το υπόλοιπο της ημέρας το πέρασαν, στην καταδίωξη των εχθρών τους, μέχρι την απόσταση των 120 σταδίων, και μόλις νύχτωσε επέστρεψαν πίσω.
Μακεδονικό ασπίδιο
Και ο Τίτος Λίβιος, (44,40-42), μας μαρτυρεί ότι, η πρώτη σφοδρή σύγκρουση έγινε κοντά στον Λεύκο ποταμό. Οι Μακεδόνες κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση των εχθρών, να περάσουν τον ποταμό, και να προχωρήσουν προς το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου επαναλήφθηκε ο αγώνας, ακόμα σφοδρότερος. Έτσι, η ορμητική προέλαση της Μακεδονικής φάλαγγας, καθώς και η άκαμπτη αντίσταση της φάλαγγας, στις πρώτες επιθέσεις των Ρωμαίων, εξέπληξε και φόβισε τον Αιμίλιο. Οι Ρωμαίοι υποχώρησαν κανονικά προς το βουνό Ολοκρό. Όμως οι Μακεδόνες, αυτό το κατάλαβαν ως φυγή, και τους ακολούθησαν μέχρι που έφθασαν σε ανώμαλους τόπους, και η φάλαγγα των Μακεδόνων αναγκάστηκε να διασπαστεί.
Αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Αιμίλιος, και κύκλωσε με τις λεγεώνες του τα διασπασμένα τμήματα της Μακεδονικής φάλαγγας. Εκεί τελικά διεξήχθη, ο κύριος, καθώς και ο τελικός αγώνας, της όλης μάχης της Πύδνας. Εκεί από τους Ρωμαίους, διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ο Μάρκος, ο γιος του Κάτωνα, γαμπρός του Αιμιλίου, και ο Σκιπίων ο γιος του Αιμιλίου, ο οποίος μετά από 22 χρόνια, ως Ρωμαίος ύπατος, κατάστρεψε την Καρχηδόνα.
Όμως ακόμα, με την έναρξη της μεγάλης αυτής μάχης, οι Ρωμαίοι οδήγησαν και έριξαν στην μάχη όλους τους πολεμικούς ελέφαντες που είχαν, στο αριστερό τμήμα της παράταξης των αντιπάλων. Σ’ αυτό το μέρος έγινε η πρώτη υποχώρηση και φυγή των Μακεδόνων, και ακολούθησε η υπερφαλάγγιση της υπόλοιπης παράταξης. Και το Μακεδονικό ιππικό, πιθανό από τον φόβο των ελεφάντων, τράπηκε σε φυγή χωρίς να λάβει μέρος στην μάχη. Τότε ίσως φοβισμένος, μαζί με το ιππικό, εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης, και ο Περσέας. Μετά από αυτό το γεγονός, όλη η Μακεδονική στρατιά κάμφθηκε και διαλύθηκε, και ζήτησε την σωτηρία με την φυγή.
Οι περισσότεροι πήγαν στην Πύδνα. Άλλοι καταδιωκόμενοι από τους Ρωμαίους, άφησαν τα όπλα τους και έφθασαν στην παραλία. Εκεί όμως έπλεε και ο Ρωμαϊκός στόλος. Μπήκαν μέσα στα νερά και ζήτησαν σωτηρία από τα εχθρικά πλοία. Όταν όμως είδαν, ότι οι Ρωμαίοι ναυτικοί, έσφαζαν εκείνους που πλησίαζαν, πάλι κολυμπώντας επέστρεφαν στην ακτή, όπου εκεί τους συνέτριβαν τα πέλματα των ελεφάντων. Μόνο τρεις χιλιάδες επίλεκτοι Μακεδόνες, οι «εταίροι λογάδες», παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους, και γενναία μαχόμενοι σκοτώθηκαν όλοι τους, από τους Ρωμαίους.
Αναπαράσταση της Μακεδονικής φάλαγγας
Σύμφωνα με τον Λίβιο, από τους Μακεδόνες σκοτώθηκαν περίπου 20 χιλιάδες στρατιώτες, και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, 5 χιλιάδες στρατιώτες, στο σημείο της μάχης, καθώς και 6 χιλιάδες μέσα στην πόλη της Πύδνας, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Από τους Ρωμαίους σκοτώθηκαν μόνο 100 στρατιώτες και τραυματίστηκαν πολλοί περισσότεροι. Οι αριθμοί όμως δεν φαίνονται απολύτως ακριβείς. Στον αριθμό των Ρωμαίων, πιθανό δεν συμπεριλαμβάνονται και οι απώλειες των συμμάχων των συμπολεμιστών, ή επίτηδες αποκρύφτηκε αριθμός, να μεγαλώσει το μέγεθος της νίκης.
Από τους Μακεδόνες, φαίνεται ότι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν άοπλοι, κατά την άτακτη φυγή τους. Η ήττα των Μακεδόνων, στο μεγαλύτερο μέρος της, προήλθε από στρατηγικό σφάλμα. Προέλασαν στην μάχη ως νικητές, και παρασύρθηκαν σε ανώμαλα εδάφη. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν, η διάσπαση της φάλαγγας, στη συνοχή της οποίας στηρίζονταν όλη η δύναμη του στρατού. Περισσότερο όμως η έλλειψη μαχητικότητας, και η σύντομη ήττα οφείλεται, στη δειλία του βασιλιά Περσέα. Η αποχώρηση του Περσέα από την μάχη, σκόρπισε την απογοήτευση και τον πανικό, και κυρίως στα συμμαχικά στρατεύματα των Μακεδόνων.
Ο Περσέας φοβήθηκε για τη ζωή του, άφησε τον στρατό χωρίς διοίκηση και έφυγε έφιππος στην Πύδνα. Και η εγκατάλειψη του στρατού απ’ αυτόν, στο πεδίο της μάχης, έγινε στο πιο κρίσιμο σημείο, σε αντίθεση με τον Αιμίλιο, ο οποίος χωρίς θώρακα και υποκρινόμενος ότι ήταν χαρούμενος, πήγαινε στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, έδινε διαταγές, και προσπαθούσε να διώξει από τους στρατιώτες του, τον φόβο και την έκπληξη που είχαν δοκιμάσει, από την πρώτη ορμή της Μακεδονικής φάλαγγας.
Έντρομος ο Περσέας, αναχώρησε με το Μακεδονικό ιππικό από την Πύδνα, για την Πέλλα. Στο δρόμο όμως, πολλοί Μακεδόνες πεζοί, στρέφονταν κατά του ιππικού, επειδή τους θεωρούσαν άνανδρους και προδότες. Ο Περσέας για να μην αναγνωριστεί, έβγαλε το Βασιλικό ένδυμα και το διάδημα, κατέβηκε από το άλογό του, και παρέκλινε από την κύρια οδό, ενώ οι περισσότεροι ιππείς απέδρασαν στην πορεία τους προς την Πέλλα. Έτσι ο Περσέας έφθασε στην Πέλλα με ελάχιστους συνοδούς. Εκεί σκότωσε με το ξίφος του, τους Μακεδόνες νομισματοφύλακες “Εύκτο και Εύδαιο”, γιατί τόλμησαν να τον ελέγξουν.
Τότε κανείς πλέον από τους Μακεδόνες και τους άλλους συμμάχους, δεν έμεινε μαζί του, εκτός του Ευάνδρου, του Αρχιδάμου του Αιτωλού και Νέωνα του Βοιωτού. Τον ακολούθησαν και οι Κρήτες στρατιώτες, με μόνο σκοπό να πάρουν τα χρήματα του ταμείου. Έτσι, μαζί μ’ αυτούς λεηλάτησε το ταμείο, και πήρε ό,τι πολύτιμο υπήρχε σε χρυσό και ασήμι, και πήγε στην Σαμοθράκη, όπου και αιχμαλωτίστηκε μαζί με την οικογένειά του, από τους Ρωμαίους. Ο Περσέας στερούταν πολιτικών και στρατιωτικών ικανοτήτων. Δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στα Ελληνικά κράτη, και να εξουδετερώσει την Ρωμαϊκή διπλωματία, που έφερνε την διαίρεση των Ελλήνων.
Από το πάθος της φιλαργυρίας, εξαπάτησε και έχασε ισχυρούς συμμάχους, όπως οι Ιλλύριοι και κυρίως έχασε 20 χιλιάδες Γαλάτες στρατιώτες. Έτσι οι μόνοι σύμμαχοι που του είχαν απομείνει ήταν οι Θράκες, και λίγοι πολιτικοί φυγάδες από τη νότια Ελλάδα. Η δειλία του στην μάχη της Πύδνας, ίσως ήταν η κύρια αιτία της ήττας, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί η πολεμική δύναμη των Ρωμαίων.
Οι προηγούμενες συγκρούσεις με τους Ρωμαίους, και η αυτοθυσία των τριών χιλιάδων επίλεκτων εταίρων στην Πύδνα, δεν φανερώνουν τόσο μεγάλη εξασθένηση των Μακεδόνων, ώστε να θεωρηθεί ότι η δειλία του Περσέα, ήταν το σύμβολο της γενικής κατάπτωσης. Αιχμάλωτος ο Περσέας, και μέχρι τον θάνατό του, επέδειξε δουλοφροσύνη.
Ο Αιμίλιος, χλευάζει την δειλία του, «Διότι παρεκάλεσε (δηλ. ο Περσέας) να τον φέρωσι προς τον Αιμίλιον, όστις αναστάς τον προϋπήντησε μετά των φίλων του δακρύων, ως άνδρα μέγαν, πεσόντα πτώσιν υπό των θεών επιβληθείσαν και δυστυχή. Εκείνος δε, αίσχιστον θέαμα! Πεσών κατά γης και τα γόνατα αυτού εναγκαλισθείς εξέπεμψε φωνάς αγενείς και δεήσεις, ας δεν υπέμεινεν ουδ’ ήκουσεν ο Αιμίλιος, αλλά προσβλέψας αυτόν μετά προσώπου αλγούντος και λελυπημένου». «Τι, ώ ταλαίπωρε, τω είπε, ταύτα πράττων . . . . . και ότι ανάξιος είσαι ουχί ταύτης, αλλά της αρχαίας σου τύχης ; Διατί δε ταπεινοίς και την νίκην μου, και το κατόρθωμά μου κάμνεις μικρόν, δεικνύων σεαυτόν ούτε γενναίον ούτε άξιον των Ρωμαίων ανταγωνιστήν ;». «Των δυστυχούντων η αρετή απαιτεί σεβασμού φόρον και παρά των πολεμίων. Η δειλία δε, και όταν ευημερή, θεωρείται ατιμοτάτη παρά τοις Ρωμαίοις».
Και πριν από την τέλεση του Ρωμαϊκού θριάμβου, από τον Αιμίλιο, ο Περσέας τον παρακάλεσε να μην τον διαπομπεύσει. Ο Αιμίλιος γέλασε με την ανανδρία του και του απάντησε, ότι αυτό εξαρτάται από αυτόν τον ίδιο, εννοούσε βέβαια τον εκούσιο θάνατό του, πριν την διαπόμπευσή του. Ο Περσέας όμως προτίμησε την διαπόμπευσή του. Έτσι σύρθηκε με τα παιδιά του, τους φίλους του, τους αυλικούς και τους ευγενείς του, και κόσμησε τον μεγαλοπρεπέστατο Ρωμαϊκό θρίαμβο.
Ο Περσέας παραδίδεται στον Αιμίλιο Παύλο
Κλείστηκε στις φυλακές της Ρώμης και πέθανε από ασιτία ή πέθανε αφού συνεχώς υποβάλλονταν σε διαρκή αϋπνία. Όμως νωρίτερα είχαν πεθάνει τα δύο παιδιά του, ενώ ο τρίτος γιος, ο Αλέξανδρος, έγινε Ρωμαίος υπήκοος. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε 4 ομοσπονδιακές κοινότητες «μερίδες», με κέντρα κατά σειρά: την Αμφίπολη, την Θεσσαλονίκη, την Πέλλα, και την Ηράκλεια Λυγκηστίδα. Έτσι η καθεμία «μερίδα», είχε δική της διοίκηση, δικό της νόμισμα και δικούς της άρχοντες που εκλέγονταν από τον λαό.
Απαγορεύονταν μεταξύ των κοινοτήτων, η μετοίκηση, η επιγαμία, η εμπορική επικοινωνία και η εκμετάλλευση ορυχείων και ξυλείας. Διατάχθηκε ο αφοπλισμός τους, και μόνο μια μικρή φρουρά τους επιτράπηκε, να προστατεύει τα βόρεια σύνορα τους.
Οι Ρωμαίοι εισέπρατταν κάθε χρόνο, φόρο 100 ταλάντων, ο οποίος ήταν ο μισός φόρος, από αυτόν που είχε επιβάλλει ο Περσέας νωρίτερα. Και όλοι οι ισχυροί άντρες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, οι αυλικοί και οι ευγενείς Μακεδόνες, στάλθηκαν εξόριστοι στην Ιταλία. Στην Μακεδονία απέμεινε μόνο ο απαίδευτος λαός, ο οποίος ασχολούνταν μόνο με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Όμως παρά την επιεική φορολογία που επέβαλαν οι Ρωμαίοι, οι Μακεδόνες δεν άντεχαν την απώλεια της ελευθερίας τους, καθώς και τους λοιπούς όρους της υποταγής τους.
Γι’ αυτό, μετά από είκοσι χρόνια επαναστάτησαν, κάτω από την ηγεσία του Ανδρίσκου ή Ψευδοφιλίππου. Ο Ανδρίσκος, με την βοήθεια δυο βασιλιάδων από την Θράκη, το 149 π.Χ. ήρθε στην Μακεδονία με το όνομα Φίλιππος, ότι ήταν δήθεν γιος του Περσέα και της Λαδίκης. Μετά από αυτό μετονομάσθηκε και Ψευδοφίλιππος. Κατόρθωσε να εξεγείρει τους Μακεδόνες σε επανάσταση και αρχικά νίκησε τους Ρωμαίους.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες του, εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην Πύδνα. Όμως το 148 π.Χ. στάλθηκε εναντίον του, ο Ρωμαίος Μέτελλος. Στην πρώτη τους σύγκρουση στην Πύδνα, οι Μακεδόνες νίκησαν τις Ρωμαϊκές δυνάμεις του Μετέλλου, στην ιππομαχία. Μετά όμως ο Ανδρίσκος, έστειλε μέρος του στρατού του και στην Θεσσαλία. Έτσι διασπάστηκε ο Μακεδονικός στρατός και νικήθηκε κατά κράτος από τον Μέτελλο, στη νέα μάχη της Πύδνας. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και ο Ανδρίσκος έφυγε στην Θράκη, όπου και αιχμαλωτίσθηκε. Οι Μακεδόνες έχασαν την υποτυπώδη ανεξαρτησία που είχαν και υποδουλώθηκαν τελείως στους Ρωμαίους. Και αφού καταργήθηκε η προηγούμενη διοικητική διαίρεση, ολόκληρη η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε Ρωμαϊκή επαρχία.
Μετά από δύο χρόνια, το 146 π.Χ., έγινε η μεγαλύτερη εξέγερση των Ελλήνων, με αρχηγό τον γενναίο στρατηγό της Αχαϊκής Συμπολιτείας, Δίαιο. Όμως ο Ρωμαίος ύπατος Λεύκιος Μόμμιος, νίκησε τους Έλληνες, στην μάχη στον Ισθμό της Κορίνθου, και ο Δίαιος αυτοκτόνησε. Ακολούθησε η γνωστή καταστροφή της Κορίνθου και η μεταβολή και της υπόλοιπης Ελλάδας, σε Ρωμαϊκή επαρχία, με το όνομα Αχαΐα. Επίσης το 142 π.Χ., άλλος ένας Ψευδοφίλιππος, επανέλαβε το πείραμα του Ανδρίσκου. Εμφανίστηκε με το όνομα Αλέξανδρος, και ισχυρίζονταν ότι ήταν γιος του Περσέα.
Υποκίνησε την Μακεδονία σε επανάσταση, και συγκέντρωσε στρατό (16 χιλιάδες στρατιώτες). Και αυτή η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, και αυτός δραπέτευσε στην Ιλλυρία. Έτσι η Μακεδονία δοκίμασε και νέα δεινά από τους Ρωμαίους. Την πτώση της Μακεδονίας, του ισχυρότερου κράτους από όλες τις Ελληνικές πόλεις της εποχής εκείνης, ακολούθησε μοιραία, και η υποταγή ολόκληρης της Ελλάδας, στην Ρωμαϊκή εξουσία. Έτσι ο ρους της Ελληνικής ιστορίας ανακόπηκε, και άλλαξε τελείως πορεία για πολλούς αιώνες. Γι’ αυτό, η μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.), αποτελεί σημαντικότατο ιστορικό σταθμό, για όλη την Ελλάδα . . .
Η μάχη της Πύδνας
http://www.makedoniaholidays.gr/article.php?idr=588&tl=%CE%97%20%CE%9C%CE%91%CE%A7%CE%97%20%CE%A4%CE%97%CE%A3%20%CE%A0%CE%A5%CE%94%CE%9D%CE%91%CE%A3&fbclid=IwAR0sppbDpk8y6OTR1qovg53-3j2wUwGPXNSE35ab2IFTmsct7KPvK6fhacs