4.9.20

Αν δε ζητήσεις ούτε ο θεός σου δίνει...

Του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και άφησε ένα απαλό χάδι στο μάγουλό του. Ήταν εκείνο το γνώριμο στοργικό χάδι, που
εισέπραττε από παιδί. Το χάδι της μάνας.Αυτό που
ακολουθούσε μια βαθιά εκπνοή ικανοποίησης, ανακούφισης και ασφάλειας. Ένα τόσο μικρό και απαλό χάδι ικανό να σε αναγεννήσει…Σα σφουγγάρι που σβήνει τον μαυροπίνακα και καθαρός είναι έτοιμος να γεμίσει γράμματα και αριθμούς.
«Θα δεις πόσο θα αλλάξουν τα πράγματα.

Αν δε ζητήσεις ούτε ο θεός σου δίνει.»
Δεν μπόρεσε να κρατηθεί:«7 δισεκατομμύρια βρε μάνα σε ποιον να πρωτοδώσει και ο θεός; Ποιος ξέρει πότε θα ΄ρθει η σειρά μου!»
«Μην πειράζεις τη μάνα σου. Δεν τα καταλαβαίνει αυτά τα αστεία σου και τρελαίνεται. Εσύ αλλιώς τα λες, αλλά αυτή τα παίρνει σοβαρά…Μην την πειράζεις να χαρείς», έσωσε την κατάσταση ο πατέρας του, που δεν ήθελε να ακολουθήσει ένας χωρίς νόημα σαματάς.
«Μια πλάκα έκανα…» είπε ο Αχιλλέας κλείνοντας το μάτι στον πατέρα του, «με τη βοήθεια και του θεού και την ευχή της μάνας μου όλα θα πάνε καλά».

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
  του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου
 Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ
 εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ