Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει
ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!
Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας
πὼς ἐπιτέλους ἔφτασες, Ἐσὺ πού ῾χες ἀργήσει:
Σὰ μυγδαλιά, ποὺ ἡλιόλουστες ἡμέρες τοῦ χειμῶνα
τὴ ξεγελᾶνε, βιάζονταν κι ἐμὲ ἡ ψυχὴ ν᾿ ἀνθίσει.
Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
τ᾿ ἄνθια σωριάζονταν στὴ γῆς ἀπὸ τὸν κρύο ἀγέρα
κι εἶναι ἡ ψυχή μου πιὸ γυμνὴ παρὰ προτοῦ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
τοῦ ἐρχομοῦ σου σβήνεται κι ἡ τελευταία ἐλπίδα:
-Φοβᾶμαι πὼς ἐπέρασες, Ἀγάπη καὶ δὲν σ᾿ εἶδα!...