13.11.25

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ... Του Σταμάτη Παγανόπουλου

A piece of my art:"Τα Αγάλματα" (Γραφίτης,90χ90)

«Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης»*
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να
ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.
Δεν έχω άλλη δύναμη
τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα.
* «θυμήσου τα λουτρά που σε σκότωσαν»
(Γιώργος Σεφέρης, «Μυθιστόρημα Γ΄»Ποιήματα, φιλ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1972, σ. 450).
Υπάρχει μια στιγμή, σιωπηλή αλλά καθοριστική, όταν το βλέμμα συναντά ένα αρχαίο άγαλμα. Το μάρμαρο δεν είναι πια ύλη,είναι φως που σώπασε μέσα στους αιώνες. Εκεί, στην ψυχρή επιφάνειά του, αισθάνεσαι κάτι θερμό: την παρουσία του ανθρώπου που έγινε ιδέα.
Ο Πλάτων στον «Φαίδρο» μιλά για την «ανάμνησιν του κάλλους», την ανάκληση δηλαδή μιας θείας γνώσης μέσω της ομορφιάς. Το άγαλμα δεν είναι απλώς μια μορφή τέλειων αναλογιών, αλλά μια αποκάλυψη, ένα μήνυμα που μας υπενθυμίζει πως η ομορφιά δεν είναι αισθητικό στολίδι, αλλά τρόπος ύπαρξης. Ο Σολωμός δεν μας είπε «το κάλλος είναι η αρετή του ουρανού»;
Ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου ή ο Απόλλωνας του Βελβεντέρε δεν επιδιώκουν να μοιάσουν στον άνθρωπο ,επιδιώκουν να του θυμίσουν τι σημαίνει να είναι άνθρωπος. Η συγκίνηση γεννιέται ακριβώς εκεί ,στο σημείο όπου η τελειότητα του αγάλματος αποκαλύπτει τη δική μας ατέλεια.
Η ποίηση αρχίζει εκεί όπου η γλώσσα παύει να αρκεί. Μπροστά στα αγάλματα, το βλέμμα γίνεται ποίημα. Το άγαλμα δεν είναι νεκρό, κοιτάζει. Και αυτό το βλέμμα μας μεταμορφώνει.Η ποίηση και το μάρμαρο συναντώνται στο ίδιο φως: στην έκσταση της μορφής, εκεί όπου το παροδικό μεταμορφώνεται σε αιώνιο.Τα αρχαία αγάλματα είναι ποιήματα σμιλεμένα με σμίλη αντί για λέξεις. Είναι η ίδια ποιητική σιωπή που αισθάνεται κανείς διαβάζοντας Σεφέρη.Στο ποίημα «Ο ηδονικός Ελπήνωρ»,από τη συλλογή «Κίχλη» γράφει:
“ …Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
— Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.
— Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.”
O ποιητής μας λέει ότι τα αγάλματα συμβολίζουν την αποξένωση από την πολιτισμική κληρονομιά. Ο ποιητής δηλώνει πως δεν τα γνωρίζει, παρότι είναι μέρος της ιστορίας του.Υποδηλώνει ,επίσης,την αδυναμία επικοινωνίας με το παρελθόν, την παγωμένη μνήμη που δεν μπορεί να ζωντανέψει.Tα αγάλματα είναι ακίνητα, αμίλητα, αποκομμένα από τη ζωή, όπως και ο ίδιος ο ποιητής νιώθει αποκομμένος από την ουσία της ελληνικότητας.
Στο ποίημα « Ελένη» (από τη συλλογή «Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν»)διαβάζουμε :
«…Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία»….
…Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο·
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια…»
Η Ελένη παρουσιάζεται σαν άγαλμα, άψυχη μορφή, σύμβολο της ματαιότητας.Το ποίημα αναδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει ή να αγγίξει την αλήθεια. Ό,τι φαίνεται πολύτιμο (όπως η Ελένη) είναι τελικά κενό περιεχομένου.Το άγαλμα εδώ είναι εικόνα της ψευδαίσθησης, της απώλειας νοήματος και της ιστορικής αυταπάτης.
Το ποίημα «Επί ασπαλάθων» ,που γράφτηκε,το 1971, λίγο πριν από τον θάνατο του ποιητή, και θεωρείται το τελευταίο του ,είναι ένα πολιτικό και στοχαστικό ποίημα, γεμάτο συμβολισμούς, που αντανακλά τη βαθιά αγωνία του για την Ελλάδα της εποχής της δικτατορίας.
Στο ποίημα, ο Σεφέρης περιγράφει έναν τόπο σιωπής και παρακμής, όπου τα αγάλματα — σύμβολα του αρχαίου μεγαλείου και της ιστορικής μνήμης — “λυγίζουν”, σαν να προσπαθούν να μιλήσουν στους ανθρώπους του παρόντος, να τους αφυπνίσουν.Γράφει:
«Τα αγάλματα είναι στο μουσείο·
κανείς δεν τα προσέχει.
Τα αγάλματα λυγίζουν κάποτε,
σαν να θέλουν να μιλήσουν·
δεν έχουν στόμα να μιλήσουν.»
Το ποίημα συμπυκνώνει το δραματικό αίσθημα του ποιητή: η Ιστορία και η παράδοση έχουν κάτι να μας πουν, αλλά δεν τις ακούμε ,κι εκείνες μένουν σιωπηλές, φυλακισμένες στα μουσεία και στη λήθη.   

Από ψυχολογική σκοπιά, η συγκίνηση μπροστά στην ομορφιά είναι μια στιγμή μετουσίωσης. Ο Freud έγραψε πως «η τέχνη είναι η πιο ευγενική μορφή της επιθυμίας». Το άγαλμα δεν ικανοποιεί το βλέμμα, το εξαγνίζει. Η ερωτική ενέργεια, η επιθυμία για ζωή και ένωση, μετατρέπεται σε πνευματική λαχτάρα.
Στην παρουσία του γυμνού αρχαίου σώματος, ο άνθρωπος αναγνωρίζει το βάθος της ίδιας του της ψυχής. Δεν είναι ντροπή, αλλά θαυμασμός, δεν είναι σάρκα, αλλά ψυχή εντός της σάρκας. Η συγκίνηση εδώ είναι ο καθρέφτης του ασυνειδήτου, μια στιγμή όπου το βλέμμα μας ακουμπά τον αρχέγονο εαυτό.
Ο Jung θα έλεγε ότι το άγαλμα λειτουργεί ως αρχέτυπο , μορφή που ενώνει το ατομικό με το συλλογικό ασυνείδητο. Είναι η εικόνα του ιδανικού ανθρώπου που κοιμάται μέσα μας.
Κάθε ελληνικό άγαλμα είναι μια πράξη μνήμης. Δεν είναι απομεινάρι, είναι μαρτυρία. Ο χρόνος δεν τα γερνά, τα καθαγιάζει. Η φθορά τους, οι ρωγμές, η απουσία χεριών ή κεφαλιών, δεν αφαιρούν από την ομορφιά , την πολλαπλασιάζουν.
Ο Σεφέρης σημείωσε: «Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.» Αυτή η πληγή είναι η ίδια που νιώθουμε μπροστά στα αγάλματα, γιατί εκεί αντικρίζουμε την Ελλάδα όχι ως τόπο, αλλά ως πνευματική ανάμνηση. Τα αγάλματα κουβαλούν τη μνήμη του ανθρώπου που κάποτε ήταν σε αρμονία με τον κόσμο του ,πριν η ψυχή χωριστεί από τη φύση, πριν το κάλλος γίνει πολυτέλεια.
Η μνήμη εδώ δεν είναι νοσταλγία, αλλά αναγνώριση. Μπροστά στο άγαλμα δεν θυμόμαστε το παρελθόν ,θυμόμαστε ποιοι είμαστε.
Η συγκίνηση ενώπιον της ομορφιάς είναι μια μορφή κάθαρσης. Ο Αριστοτέλης τη συνέδεε με το θέατρο, όμως η τέχνη των αγαλμάτων επιτυγχάνει το ίδιο μέσα από τη σιωπή. Όπως το αρχαίο δράμα εξαγνίζει το συναίσθημα μέσω του φόβου και του ελέους, έτσι και το άγαλμα καθαρίζει την ψυχή μέσω της αρμονίας και της ακινησίας.
Η κάθαρση εδώ δεν είναι δάκρυ αλλά φως. Είναι η στιγμή που η ψυχή παύει να ζητά και αρχίζει να βλέπει. Όπως λέει ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο:
«Το μάρμαρο ανασαίνει, κι η ψυχή του είναι δική μας.»
Το άγαλμα μάς υπενθυμίζει ότι η ομορφιά δεν είναι διακόσμηση, αλλά ανάγκη ύπαρξης ,ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι ικανή να δημιουργεί μορφές που υπερβαίνουν τη φθορά. Και η συγκίνηση — αυτή η λεπτή, εσωτερική ταραχή — είναι η βεβαίωση πως, παρά τη σκόνη των αιώνων, ο άνθρωπος δεν έπαψε να είναι ιερός.
Στην εποχή του θορύβου και της εικόνας, τα αρχαία αγάλματα παραμένουν νησιά σιωπής. Μας καλούν να σταθούμε, να κοιτάξουμε, να θυμηθούμε. Η συγκίνηση που γεννούν είναι η πιο καθαρή μορφή επικοινωνίας ανάμεσα στο παρόν και το αιώνιο.
Ίσως τελικά η ομορφιά να μην σώζει τον κόσμο, όπως ήλπιζε ο Ντοστογιέφσκι, αλλά τον αποκαλύπτει. Και κάθε φορά που κοιτάμε ένα άγαλμα, νιώθουμε για μια στιγμή πως αυτό που σώπασε μέσα στο μάρμαρο δεν είναι ο θεός , είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, στην υψηλότερη δυνατότητά του.