πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια,
και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών,
των λουλουδιών,
και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες,
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες,
τότε,
σαν να’ ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας,
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας,
ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου,
αρχάγγελος του Παραδείσου,
βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί:
στο κάθε που άγγιξε κορμί:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”