κυνηγᾷς κ᾽ ἐσὺ νὰ πιάσῃς,
ποιά νὰ στήσῃς πίστη ἀπάνου
καὶ σὲ ποιό βωμὸ ποιᾶς πλάσης;
Πέρα, ἀπάνου ἀπὸ τὰ ὄνειρα
τὸ βιολί σου μᾶς τραβᾷ·
μὲ τὴ μάννα Γῆ μᾶς δένουν
βαθιὰ οἱ ρίζες μας, βαθιά.
Καὶ παράτησε τὰ ὀνείρατα,
γύρε, βάλε αὐτὶ στὴ Φύση,
παραμάντεμα τὸ ρόδο,
Σίβυλλα τὸ κυπαρίσσι!
Σκληρά χτύπα την τὴ Χίμαιρα,
τ' ὄνειρο εἶναι ἡ ζωή
στὸ βιολί σου ἂς ἁρμονίσῃ
τὴν Ἀλήθεια ἡ μουσική.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ Ἀλήθεια; μὴν πλανᾶν ἐσὲ
βαθιονόητα λόγια τάχα·
τὴν πηγή της δὲν τὴ βρίσκεις
μέσα σου, Ἄνθρωπε, μονάχα.
Θὰ τὴ βρῇς παντοῦ στὸ ταίριασμα
—ὦ ἀρραβώνας λυτρωτής!—
τῆς καρδιᾶς σου καὶ τοῦ νοῦ σου
μὲ τὰ πάντα τῆς ζωῆς.
Κωστής Παλαμάς,
Λόγος Δωδέκατος: Κόσμος,
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, 1907