"Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται;) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να ‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης.
Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός.
Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός – που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση".