«Το αίσθημα της ύπαρξής μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βλέμμα των άλλων πάνω μας: επίσης μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως απάνθρωπη την εμπειρία εκείνου που έζησε μέρες κατά τις οποίες ο άνθρωπος ήταν ένα αντικείμενο στα μάτια του ανθρώπου».
Τότε, για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβριν, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιό κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πιά δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας, εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ’όνομα μας, κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ΄ αυτό να σώσουμε κάτι από μάς, απ’ αυτό που υπήρξαμε”.
****
“Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια, είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι, σκλάβοι πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στην βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν τον ανώνυμο θάνατο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από δω, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στην σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς”
****
«Ναι,είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή,αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας. Και γι’ αυτό πρέπει να πλένουμε το πρόσωπο, έστω και χωρίς σαπούνι και με βρώμικο νερό και να σκουπιζόμαστε με τη ζακέτα.Να βάζουμε γράσο στα παπούτσια, όχι επειδη το επιβάλλει ο κανονισμός, αλλά από αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Πρέπει να περπατάμε ευθείς, χωρίς να σέρνουμε τα πόδια μας, όχι χάριν της πρωσικής πειθαρχίας, αλλά για να μείνουμε ζωντανοί, για να μην πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο.»
****
“25 Ιανουαρίου: Ήρθε η σειρά του Σομόγκυ. Ήταν Ούγγρος, χημικός, στα πενήντα, ψηλός, αδύνατος, σιωπηλός. Όπως και ο Ολλανδός, ανάρρωνε από τύφο και οστρακιά. Σ’αυτά προστέθηκε και κάτι άλλο: εμφάνισε υψηλό πυρετό. Εδώ και πέντε μέρες δεν μίλησε καθόλου. Εκείνη μόνο την ημέρα είπε με σταθερή φωνή:
– Έχω μια μερίδα ψωμί κάτω από το στρώμα μου. Μοιραστείτε την εσείς οι τρεις. Εγώ δεν θα ξαναφάω.
Δεν είπαμε τίποτα αλλά δεν αγγίξαμε το ψωμί. Το μισό του πρόσωπο έχει πρηστεί. Για όσο είχε συνείδηση, διατήρησε την άγρια σιωπή του.
Αλλά το βράδυ και για όλη τη νύχτα και για δύο μέρες ασταμάτητα, η σιωπή έσπασε από ντελίριο. Παραδομένος σε ένα τελευταίο, ατέλειωτο όνειρο σκλαβιάς και υποταγής, άρχισε να μουρμουρίζει ‘’jawohl’’ σε κάθε ανάσα σταθερά και κανονικά σαν μηχανή,’’jawohl’’ σε κάθε κίνηση του δύστυχου θώρακά του, χιλιάδες φορές, μέχρι που να επιθυμείς να τον τραντάξεις, να τον πνίξεις ή να τον αναγκάσεις να αλλάξει λέξη. Τότε, για πρώτη φορά κατάλαβα πόσο κοπιαστικός είναι ο θάνατος του ανθρώπου”
***
Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι, κάτω από το βλέμμα σας. Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα.
Ο Αλμπέρτο και εγώ γυρίσαμε στο παράρτημα, και δεν μπορέσαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να ήταν γενναίος, φτιαγμένος από διαφορετικό μέταλλο, εμείς λυγίσαμε, αυτός όχι. Γιατί είμαστε νικημένοι, συντετριμμένοι, ακόμα και αν προσαρμοστήκαμε, ακόμα και αν μάθαμε να βρίσκουμε την τροφή μας και να αντέχουμε στο κρύο και την κούραση, ακόμα και αν επιστρέψουμε
Ανεβάσαμε τη μανέσκα στην κουκέτα, μοιράσαμε την σούπα, σβήσαμε την καθημερινή οργή της πείνας και τώρα μας βαραίνει η ντροπή