«Στις εννέα Ιουλίου, Τετάρτη, ο Σπύρος Μαλταμπές της άγγιξε το χέρι, στις δεκαεφτά Ιουλίου, την επόμενη Πέμπτη δηλαδή, της το ´σφιξε κιόλας, όχι το δεξί αυτή τη φορά, το άλλο, το χάιδεψε αργά, το ξανάσφιξε, έτριψε εκεί που διχαλώνουν δυο δυο τα δάχτυλα. Μαζεύτηκε κι αυτή σαν σαλιγκαράκι, ένιωσε ένα κάψιμο παντού κι αμέσως μετά την καρδιά της, δίχως ήχο, να σκάει σαν ρόδι και τα ρουμπινάκια να διαγράφουν τόξα, να ξανασκοντάφτουν στους ώμους της και πάνω του, να αναπηδούν στις πλάκες του αγίου, σαν πυγολαμπίδες. Πέθανα φαίνεται, της ήρθε στο νου χωρίς να φοβάται ή να μετανοεί.Στις είκοσι μία του μηνός, ημέρα Δευτέρα, της άνοιξε τις αφέλειες, για να δω τα μάτια σου, Όρσα, πριν αποσκοτεινιάσει, αλλά το χέρι του έμεινε στα μαλλιά της ώρα πολλή, τρυπούσε με το δάχτυλο τη σφιχτή κοτσίδα, πασπάτευε και ζύγιζε, με τα πετσιασμένα ακροδάχτυλα ακούμπησε στα μηνίγγια, στο σβέρκο, πλάι στο λαιμό, έκανε τα μισοφέγγαρα των αυτιών, τα μισοφέγγαρα των φρυδιών, την ευθεία της μύτης, το οβάλ του πιγουνιού.
Τα αντρικά δάχτυλα είναι βαριά. Σ’ αγγίζουνε μόνο και μαρμαρώνεις».
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ