1.11.24

Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

Εφανερώσαν το κι οι δυο πως είναι εκεί
σωσμένοι
κι αποκεί στέκου σα βουβοί κι η γλώσσα
τως σωπαίνει.
Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μια μεριά κι εκείνος εις
την άλλη
κι ο γεις τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να
βγάλη·
μιαν ώρα εστέκα αμίλητοι και τα πολλά
οπού χώνα
εχάσαν τα, σου φαίνεται, την ώρα που
εσιμώνα.
Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να
μιλήσου,
δεν ξεύρουν από ποια μεριά τα πάθη τως
ν’ αρχίσου .
Ωσά λαήνι όπου γενή πολλά πλατύ στον
πάτο
κι εις το λαιμό πολλά στενό κι είναι νερό
γεμάτο,
κι όποιος θελήση και βαλθή όξω νερό να
χύση
και το λαήνι με τη βιά προς χάμαι να
γυρίση,
μέσα κρατίζει το νερό κι απ’ όξω δεν το
βγάνει
κι όσο το γέρνει τόσο πλιά μόνο τον κόπο
χάνει,
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί κι ήσα γεμάτοι
πάθη,
η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα,
εχάθη
και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε
μπουρούσι·
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά
μιλούσι.


Ερωτόκριτος, μέρος Γ’, στίχοι 583-600.

Βιτσέντζος Κορνάρος