Μια συγκλονιστική ἀφήγησι τοῦ Λιτοχωρίτου καπετάν Νικόλα Βλαχόπουλου το 1968, ἀπό την Ναυτική ἐποποιΐα του 1912 στο λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡρωϊσμός και αυταπάρνησις πού ὑπῆρξε ἡ απαρχή τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πρωτευούσης τοῦ Βορρᾶ.
Ήταν ἀρχές τοῦ Οκτώβρη τοῦ 1912 μέ τῆν ἔναρξι τοῦ Βαλκανικοῦ πολέμου, ὄταν ο κυβερνήτης τοῦ μικροῦ ἱστιοφόρου Νικόλαος Βλαχόπουλος, βρέθηκε αποκλεισμένος μέ πολλά ἄλλα ἱστιοφόρα και ἐμπορικά στο λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης. Τα πληρώματα τῶν ἀργούντων σκαφῶν περιεφέροντο στήν πόλι χωρίς ἐργασία. Λίγο πιο μπροστά και προτοῦ ὁ Ἑλληνικός Στόλος ἀποκλείση το λιμάνι, μετέφερε ἄμμο και χαλίκι για λογαριασμό τῆς Ὀθωμανικής Αὐτοκρατορίας ὁ καπετάν Νικόλας, τώρα ὄμως προσέδεσε κι αὐτός το καΐκι του στο μῶλο και περίμενε.
Ἂς αφήσουμε ὃμως τόν ἴδιο να μᾶς ἀφηγηθῆ το μεγάλο κατόρθωμα του πλοιάρχου Βότση, που συνεκλόνισε την ἐποχή ἐκείνη ὄλη την Εὐρώπη με την τόλμη του κι ἔβαλε σε ανησυχίες την τότε τουρκική στρατιωτική διοίκηση τῆς Θεσσαλονίκης για την ἔκβασι τῶν ἐπιχειρήσεων στη Μακεδονία.
«.... Η ἀπόφασίς μου να ἐπανέλθω στην γενέτειρά μου, που εῖχε ἐλευθερωθῆ προσφάτως ἀπό τά Ἑλληνικά στρατεύματα διά μέσου τοῦ ναυλοχοῦντος στο λιμένα τῆς Θεσσαλονίκης Τουρκικοῦ στόλου, ἐπιδοκιμάσθηκε και από ἄλλους συμπατριώτας μου και με παρώτρυναν να την ἐπιχειρήσω, με παρακάλεσαν δε να παραλάβω στο σκάφος μου κι αὐτούς διά το Λιτόχωρο.
Πράγματι παρέλαβα καμμιά εἰκοσαριά ἀπό δαύτους, και μέσα στο σκοτάδι τῆς νύκτας διωλίσθησα ἀριστοτεχνικά κάτω ἀπο τις μποῦκες τῶν ἐπακτίων πυροβόλων, ἀνοίχθηκα στο πέλαγος, που ἤλεγχε ο Ἐλληνικός Στόλος.
Κάποια στιγμή ἀντελήφθην να πλησιάζη το μικρό μου καΐκι μία τορπιλλάκατος. Ἢταν του πλοιάρχου Βότση.
Την εποχή ἐκείνη τά Ἐλληνικά στρατεύματα μετά την μάχη τῶν Γιαννιτσῶν, ὑπό την ἀρχιστρατηγίαν τοῦ Στρατηλάτη Διαδόχου Κωνσταντίνου, προήλασαν και στρατοπέδευσαν εἰς το Τόψιν 25 χιλιόμετρα βορείως τῆς Θεσσαλονίκης με ἀντικειμενικό σκοπό την κατάληψίν της. Ἀπό την ἄλλη πλευρά οἱ Τοῦρκοι για να ἀναχαιτίσουν την ἑλληνική προέλασι μετέφεραν πυροβόλα μεγάλου βεληνεκοῦς, από τα πυροβολεῖα τοῦ Καρά –Μπουρνοῦ, στο ναυλοχοῦν στο λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης τουρκικό θωρηκτό Φετίχ – Μπουλέϊτ για να κτυπήσουν τα προελαύνοντα Ἑλληνικά στρατεύματα ἀπό την θάλασσα.
Λόγω τῶν εργασιῶν μου στο λιμάνι, ἐγνώριζα λεπτομερῶς κάθε σημεῖο του: τα ἐπάκτεια παράλια τους ὑφάλους, τα ἀβαθῆ ὕδατα, τα ναρκοπέδια, την διάταξι τῶν ναυλοχούντων τουρκικῶν σκαφῶν και κυρίως ἐγνώριζα την ἀκριβῆ θέσιν τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδος.
Ἐνθουσιασμένος ἀπό τάς πληροφορίας μου ὁ πλοίαρχος, και ἐκτιμήσας τα εθνικά μου αἰσθήματα και τόν ἀκραιφνῆ μου πατριωτισμόν μου, με ἐνηγκαλίσθη και εῖπε ότι τελῶ ἐν ἐπιστρατεύσει για νά τόν βοηθήσω στο μεγάλο του ἐγχείρημα.
Ἀνεπτύχθησαν λεπτομέρειαι σέ σύσκεψι πού ἔλαβα μέρος πάνω στήν «Σφακτηρία» και συνεφωνήθη να ἔλθη να με παραλάβη μετά τριήμερο ἀπό τον μικρό ὅρμο τοῦ Λιτοχώρου καί να με δοθῆ συγχρόνως καιρός να στρατολογήσω και μερικούς ἐμπιστους συνεργάτας συγχωριανούς μου.
Πράγματι μετά τρεῖς ἡμέρας προσῆλθα στο καθωρισθέν σημεῖο κι ἔχων ὠς βοηθό τον συγχωριανό μου Μιχάλη Κωφοῦ, θεός – συχωρέστον, ἐπήγαμε και ἐτέθημεν στις διαταγές του Ναυάρχου.
Ὄταν φθάσαμε είς τον ναυλοχοῦντα προ του λιμένος τῆς Θεσσαλονίκης Ἐλληνικόν στόλον ἀνήλθαμε στήν «Σφακτηρία» και ἐπηκολούθησε σύσκεψις εἰς την ὁποίαν ἀναπτύχθη και πάλιν το σχέδιον δράσεως γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ μεγαλεπιβόλου σχεδίου του Βότση.
Σε μένα ἀνετέθη ἡ πλοϊγία τῆς τορπιλάκατου ἐπί τῆς ὁποίας ἐπέβαινε ὁ Ναύαρχος Βότσης. Μοῦ ἐδόθη δέ ὡς βοηθός ὁ Μιχ. Κωφοῦ και μέ εὐψυχία και δεξιοτεχνία ὡδήγησα τήν τορπιλλάκατο διά μέσου τοῦ ναρκοπεδίου εἰς απόστασιν βολῆς, ἀπό τήν τουρκικήν Ναυαρχίδα.
- Αὐτή εἷναι κύριε Ναύαρχε.
- Μήπως κάνεις λάθος καπετάν – Νικόλα ;
- Ὄχι κ. Ναύαρχε. Λέγω με απόλυτη πεποίθηση.
Και αμέσως ἔδωσε διαταγή καί ἐρρίφθη ἡ πρώτη τορπίλλη, που πέτυχε το ἐχθρικό σκάφος στήν μέση και προξένησε τεράστια ρωγμή. Μια δεύτερη πέτυχε παραπλεύρως κι ἐνῶ το πολεμικό ἐβυθίζετο μια τρίτη πέρασε πάνω από το κατάστρωμα για να ἐκραγῆ στην προκυμαία με κρότο χιλίων κεραυνῶν, ἐνστείρασα τόν πανικό στους κατοίκους.
Ἀκολούθως ἐπωφελούμενοι τῆς συγχίσεως και τού γενικοῦ πανικοῦ των Τούρκων καί του συσκοτισμού που ἐπηκολούθησε, διωλίσθησαν διά μέσου τῶν ἐχθρικών σκαφῶν και ἀπό τους προβολεῖς τῶν ἐπακτίων του Καρά –Μπουρνοῦ και τέλος με διαφόρους ἐλιγμούς φθάσαμε εκτός βολῆς και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος πού ἤλεγχε ὁ Ἑλληνικός Στόλος.
Αἱ συνθηματικαί βολαί που ἐρρίφθησαν από την τορπιλλάκατο τοῦ Ναυάρχου Βότση, ἀνήγγειλαν στα Ἑλληνικά πληρώματα τήν ἐπιτυχία τοῦ σχεδίου καί τήν διάσωσή μας, προκάλεσε δέ ἀπερίγραπτο ἐνθουσιασμό στούς ναύτας και ἀξιωματικούς, που ἄρχισαν δαιμονιώδη καταιγισμό πυρός ἐναντίον τῶν Τουρκικῶν ἐπακτείων πυροβολείων.
Ἀκολούθως ἐγένετο ἐνθουσιώδης ὑποδοχή στόν ναύαρχο Βότση, τόν ὁποῖον ἀπεκαλούν «Νέο Κανάρη» και με την ακολουθίαν του καί ὑπό καταιγιστικά πυρά ἐναντίον του τουρκικού στόλου».
Αὐτά μέ ἀφηγήθη ο 85τούτης καπετάν – Νικόλας ποῦ ζῆ ἀποτραβηγμένος, ἀλλά και δοξασμένος ἀνάμεσα σε ἐγκόνια και τρισέγγονα στο Λιτόχωρο.
Σ' ὄλη τη διάρκεια τῆς ἀφηγήσεώς του τα μάτια του ὑγρά, εἶχαν μια λάμψη ἀπόκοσμη σαν να ζοῦσε τίς ἡρωικές στιγμές στην σκοτεινή ἐκείνη νύκτα τοῦ Ὀκτώβρη πού ἀνατίναξαν την Τουρκική Ναυαρχίδα!
.................. ...... ....... .......... ......... .... ..
Ένα ξεχασμένο παλιό λιτοχωρίτικο τραγούδι για τον τορπιλισμό του τουρκικού πολεμικού στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στις 18 Οκτωβρίου 1912, από το Νικόλαο Βότση, με πλοηγούς τους νέους τότε Λιτοχωρινούς ναυτικούς, Νικόλαο Βλαχόπουλο και Μιχάλη Κουφό.
«Ο Νικόλας ο Βλαχόπος κι ο Μιχάλης ο Κουφός
με το Βότση αρχηγό,
εμπρός Αβέρωφ, εμπρός,
βούλιαξαν ένα καράβι μέσα στο Θερμαϊκό.
Εμπρός Αβέρωφ, εμπρός,
κι’ ο πασάς του Μπέχτσινάρ τραβάει γένεια και μαλλιά,
εμπρός Αβέρωφ, εμπρός.
Ω! γενναία μας παιδιά
που φέρατε τη λευτεριά,
εμπρός Αβέρωφ, εμπρός!»
Το τραγούδι κατέγραψε η αξιόλογη λογοτέχνης και λαογράφος Αλεξάνδρα Παραφεντίδου (1913-1977) όπως το άκουσε από τον γέρο Λιτοχωρινό ναυτικό Τάσο Ελευθερίου. Είναι σε τύπο εμβατηρίου, με μια μικρή ανακρίβεια, αντί για το Τορπιλοβόλο II αναφέρεται ο Αβέρωφ. Αλλά αυτό όπως φαίνεται το επέβαλε ο στίχος, αλλά και ο Αβέρωφ έγινε σύμβολο όλων των πολεμικών καραβιών μας.
Το κείμενο είναι αρχικά δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ της Θεσσαλονίκης, τεύχος 67, μήνας Δεκέμβριος 1971 και το αναδημοσίευσε ο Μελετητής της ιστορίας του Λιτοχώρου ο ακούραστος Σωτήρης Μασταγκάς
Χρονικά Λιτοχώρου τόμος ΙΑ’ 2016
Αυτά για να μην ξεχνάμε την ιστορία του τόπου μας!
Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Μασταγκά Σωτήρη και τις κ. Eva Tziouka και κ. Maria Papathanasiou για το υλικό της ανάρτησης.
Για το Δ.Σ.
Ο Πρόεδρος, Θεόδωρος Κάκκαλος
Η Γεν. Γραμματέας, Ελένη Καναβούρα