7.6.24

Άγγελος Σικελιανός ~ Αχελώος

Πλημμύρα' ο Ασπροπόταμος, κ' εγώ, στην τρομερή του ορμή
καταμεσής στημένος,
στύλο τα πόδια μου έβανα κι ολόρτο απάνωθε κορμί,
σα θεός εναντιωμένος...

Και ξαφνικά ο αγώνας μου μια δίψα ανέγνωρη έγινε •
κι ως άνοιξα τα χείλα
λίγο να σκύψω και να πιω,
άσωτο νάμα ο ποταμός
μες στην καρδιά μου εκύλα.

Κι όσο μ' αλάφρων' η καρδιά,
τόσο γλυκότερο ένιωθα
στα μέλη τον αγώνα,
κ' έπινα ως αύρα της αυγής το ρέμα που μου πάταγε
μπροστύτερα το γόνα.

Τέλος, ως σβήνει,
άμα γυρνά το κύμα αντίστροφα,
ο αφρός
στον απλωμένον άμμο,
έμειν' η κοίτη ολόστεγνη
και λεύτερα τα πόδια μου,
σαν τα φτερά, να δράμω!

Έτσι ένιωσα, ως αλάφρωσα,
μιαν άσωτη παλικαριά
να μου ξυπνάει στα στήθη,
κι όλο της πλάσης το δροσιό
και των βουνών η λεβεντιά
στα σωτικά μου εχύθη...

Ώ, πόσο μου ήταν τ' όνειρον από τον άθλο αδρότερο
του ημίθεου που στο χέρι
με ταύρου ανάρπασε μορφή
τον ποταμό απ' τα κέρατα,
κρατώντας του καρτέρι,

και, βάνοντας το γόνα του
στο διπλωτό του τράχηλο,
του σύντριψ' έτσι το ένα•
κι αυτός εχύθηκε,
τρελός του πόνου, μες στα πέλαγα,
μουγκρίζοντας ολοένα..

[1915]