31.7.23

Η ποίηση και το πολιτικό: έλξη/απώθηση στα χρόνια της μεταπολιτικής συναίνεσης

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη
Κατά κάποιο τρόπο τα πάντα εμπίπτουν στο πεδίο του συμβολικού, στο πεδίο της γλώσσας. “Ζούμε εντός της δράσης του λόγου” έγραψε ο Στάινερ. Η ποίηση ,επομένως, ως η κορυφαία τέχνη του λόγου οφείλει να μας προστατεύσει ή να μας παραδώσει στη μεγάλη σφύρα του κυνικού πραγματισμού; Στην μαζική κουλτούρα, τον δημοσιονομισμό και τον διαβρωτικό δημόσιο λόγο;

Εδώ ακριβώς προκύπτει το ζήτημα του πολιτικού στην ποίηση με τη θεμελιώδη του σημασία. Κάτι, δηλαδή, σημαντικά διαφορετικό από την ίδια την πολιτική, την θέσμιση, την εφαρμογή και τις στοχεύσεις της.

Δημοσιεύω αυτό το κείμενο στο πλαίσιο του διαλόγου περί σύγχρονης ποίησης που συνεχίζεται με ζωηρή διάθεσή, με αφορμή το συνέδριο του Αναγνώστη τον Μάρτιο, θέλοντας παράλληλα να μιλήσω για το πολιτικό στην ποίηση και την κατάσταση έλξης/ απώθησής του στα χρόνια της μεταπολιτικής συναίνεσης.

Τι εννοούμε, όμως, όταν αναφερόμαστε στο πολιτικό; Χρειάζεται μία διάκριση μεταξύ του πολιτικού και της πολιτικής. Το πολιτικό είναι ένα πεδίο κατά πολύ ευρύτερο από αυτό της πολιτικής. Το πολιτικό είναι μια διάσταση καθοριστική για την ίδια μας την οντολογική συνθήκη. Τι μπορεί να σημαίνει μία συνειδητή (ή και ασυνείδητη) απώθησή του;
 
Σε δοκίμιό μου προ διετίας στο περιοδικό Ποιητική (τ.27, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2021) με τίτλο “Η ποίηση της συναίνεσης και η μεταπολιτική συνθήκη: 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση” αναρωτιόμουν μεταξύ άλλων: “Ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος στην αποδυνάμωση του πολιτικού στοιχείου και ποια η ποιητική ασπίδα αν υποθέσουμε πως υπάρχει;”, επιχειρώντας να δοκιμάσω την σκέψη μου στο σημείο τομής ποίησης και πολιτικού.

Σ’ εκείνο το δοκίμιο μιλούσα για την ποίηση που γράφεται στην Ελλάδα σήμερα από τις ποιήτριες και τους ποιητές που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γράμματα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 2000, έχοντας ως βασική αρχή πως το σχήμα που επιβάλλεται σε μία κοινωνία είναι πρωτίστως λεκτικό. Είχα επιλέξει να αντλήσω από το έργο μεταδομιστών θεωρητικών του λόγου του λεγόμενου Essex School of discourse analysis. Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής σκέψης ανέδειξαν την έννοια του λόγου (discourse) ως την βασική τους αναλυτική κατηγορία.

Για στοχαστές, λοιπόν, όπως η Σαντάλ Μουφ, το σχήμα της κοινωνίας είναι λεκτικό, αλλά η γλώσσα δεν είναι μία ολότητα. Η γλώσσα συναποτελείται από διαφορετικούς λόγους/discourses, ανταγωνιζόμενους μάλιστα μεταξύ τους για την επικράτηση του νοήματος. Υποστήριξαν, επίσης, πως τα είδη των λόγων κατασκευάζονται. Έτσι, ο πολιτικός λόγος, ο μιντιακός λόγος, ακόμη κι ο ποιητικός λόγος νοηματοδοτούν αλλιώς την ίδια λέξη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι λέξεις στρεβλώνονται; Όταν μας περιβάλλουν λόγοι εξουσιαστικοί και κακοποιητικοί; Υπάρχει αντίλογος;

Έγραφα πως η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση μπορεί να είναι ένας ισχυρός αντίλογος και να έχει ακόμη και μία συλλογική εκπλήρωση αυτής της δυνατότητας. Για να προχωρήσω τη σκέψη μου ενέπλεξα τη θέση του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη για την ποίηση της ήττας, σε συνδυασμό με το έργο της Βελγίδας μετά-γκραμσιανής θεωρητικού Σαντάλ Μουφ για τη νέα μεταπολιτική συναίνεση στο κέντρο με την εξάλειψη της διάκρισης Αριστεράς/ Δεξιάς.

Έλεγα πως η ποίηση που φτάνει σε μας σήμερα (έχοντας διατρέξει, αφομοιώσει και αναμετρηθεί με την μεταπολεμική, την μεταπολιτευτική, αλλά και με την ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο) μοιάζει να έχει περάσει και από τα πέντε στάδια του πένθους, ενός πένθους για ένα ευγενέστερο κοινωνικό όραμα. Άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, για να μεταβούμε από την κατάθλιψη στην αποδοχή ή αλλιώς από την μελαγχολία στην κατάσταση της μεταπολιτικής συναίνεσης.

Πριν μιλήσω για το τι περιλαμβάνει η μεταπολιτική συναίνεση, μία αναγκαία στάση στη μελαγχολία. Αναγκαία γιατί αφενός ήδη από τα χρόνια του Σέλινγκ η θλίψη αναγνωρίζεται ως μία αχώριστη συνοδός της ανθρώπινης σκέψης, κι αφετέρου γιατί περνώντας στα δικά μας η μελαγχολία και συγκεκριμένα η αριστερή μελαγχολία που ανέπτυξε ως κριτικό εργαλείο στη σύγχρονη ελληνική ποίηση ο νεοελληνιστής Βασίλης Λαμπρόπουλος [1] έχει απασχολήσει πολύ.

Φαίνεται και από τα πρόσφατα κείμενα που έχουν δημοσιευθεί στον Αναγνώστη πως η ποιητική κοινότητα αγαπά να διαφωνεί με την αριστερή μελαγχολία. Αντιλαμβάνομαι πως αυτό που ενδεχομένως ενοχλεί περισσότερο όσους απορρίπτουν την αριστερή μελαγχολία καθολικά (τονίζω το καθολικά) είναι η προθετικότητα (η απόδοση πρόθεσης στο τι θέλουν να πουν οι δημιουργοί) και η συνακόλουθη ερμηνεία των ποιημάτων τους υπό ένα σχήμα που το θεωρούν κατηγοριοποίηση, ομαδοποίηση, ετικέτα, “κουτάκι”, ακόμη και προσπάθεια πατροναρίσματος. Προθετικότητα και ερμηνεία είναι, βέβαια, δύο καταστατικά στοιχεία της κριτικής. Στοιχεία που διαχρονικά αποτελούν τον εφιάλτη του δημιουργού που διατηρεί πάντα το δικαίωμα της τελικής αυθεντίας των όσων θέλησε ή δεν θέλησε να πει γράφοντας.

Ο προσδιορισμός της μελαγχολίας ως αριστερής διαδραματίζει, φυσικά, τον ρόλο του.

Γράφει ο Τραβέρσο στο βιβλίο του Αριστερή Μελαγχολία [2]: «Η επίκαιρη κανονιστική αγόρευση που θεωρεί φυσική τάξη του κόσμου τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς, ενώ στιγματίζει τις ουτοπίες του 20ου αιώνα δεν αφήνει καμία θέση στην αριστερή μελαγχολία. Τη θεωρεί απλούστατα ένοχη, λόγω της σύνδεσής της με τις ανατρεπτικές στρατεύσεις του παρελθόντος, την αντιμετωπίζει επιτιμητικά και απαιτεί την απάρνησή της».

Αν και πιστεύω πως το σχήμα της αριστερής μελαγχολίας – ως όρος πολιτισμικής κριτικής επί της ποιητικής και όχι της θεματικής όπως σημειώνει ο Λαμπρόπουλος στο τ. 26 των Ποιητικών – είναι δύσκολο να εφαρμοστεί ευρύτατα για να εξηγήσει/κατανοήσει την σύγχρονή ποιητική παραγωγή στην μεγάλη της ολομέλεια, καθώς είναι πιο αποτελεσματικό εργαλείο όταν εφαρμόζεται εστιασμένα σε μία από τις σύγχρονες τάσεις ενός ποιητικού πεδίου πολυτασικού και ακόμη ρευστού, θέλω να σχολιάσω πως οι συζητήσεις που προκάλεσε ο όρος αριστερή μελαγχολία φανέρωσε ένα ζήτημα πρόσληψης του πολιτικού στην ποίηση.

Στις αντιδράσεις που έφερε ο όρος εντοπίζω ένα είδος απώθησης του πολιτικού. Κι αυτό θα ήθελα να δείξω ως σημείο υποδοχής της έννοιας της συναίνεσης στην συνθήκη του μεταπολιτικού consensus (με τα λόγια του Τραβέρσο της «επίκαιρης κανονιστικής αγόρευσης») από τη δεκαετία το 1990 και μετά για το οποίο έγραφα στην Ποιητική στο προ διετίας δοκίμιο που έχω αναφέρει παραπάνω.

Η μεταπολιτική συνθήκη χαρακτηρίζεται από τη δαιμονοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού και από την εξασθένιση της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά. Η μεταπολιτική συναίνεση που προέκυψε με τη διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας προς το κραταιό (νέο)φιλελεύθερο κέντρο έχει καταστήσει την πολιτική μία υπόθεση υπολογιστικής διαχείρισης όπου τα πολιτικά πάθη έχουν εξαλειφθεί, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολιτική συναίνεση που βασιζόταν σε αμιγώς πολιτικά θεμέλια, διαφυλάσσοντας τη δημοκρατία. Μία δημοκρατία που δεν δέχεται απλώς την διαφωνία, αλλά εξαρτάται ζωτικά από την ύπαρξη της διαφωνίας.

Αυτή η απομάκρυνση από τη συγκρουσιακή διάσταση του πολιτικού, λέει η Μουφ, κρύβει σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία. Η παγίωση της μεταπολιτικής συναίνεσης στο κέντρο άφησε το πεδίο ελεύθερο στην λαϊκιστική ακροδεξιά, που αναδύθηκε υποσχόμενη να εκφράσει τον λαό απέναντι στις οικονομικές ελίτ, την ασυδοσία των αγορών και το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που περιγράφεται περίφημα με την κοφτή φράση “όλοι ίδιοι είναι”, αφού οι πολιτικές και των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λαϊκιστική ακροδεξιά να μετατρέπεται σε δύναμη αναπολιτικοποίησης και επανενεργοποίησης των πολιτικών παθών. Αν αναλογιστούμε το λόγο που παράγει η ακροδεξιά, το discourse της, η ανάγκη για έναν κρίσιμα μαχητικό ποιητικό discourse είναι παρούσα. Αν, λοιπόν, θορυβεί και προβληματίζει η πολιτική ιδεολογία στην ποίηση και γι’ αυτό προτιμήσουμε να αποδυναμώνουμε το πολιτικό στοιχείο, γιατί δεν μας ανησυχεί το έδαφος του πολιτικού που χάνεται και περνά προς εκμετάλλευση στην ακροδεξιά λογοκρατία;

Αν πάψει και ο ποιητικός λόγος να είναι παρεμβατικός, κρίσιμος, μαχητικός και μετατραπεί σε έναν αρμονικό και αόριστο λόγο προς αναζήτηση του υψηλού, θα έχει εκλείψει μία από τις τελευταίες εφεδρείες των ανθρωπιστικών αξιών. Τον αγώνα αυτόν – και δεν εννοώ έναν στρατευμένο αγώνα, ούτε μιλώ για σοσιαλιστικό ρεαλισμό – τον έδωσαν νικηφόρα και κυρίως αυτόνομα όλοι οι πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς. Αυτό ήταν και το μεγαλείο τους.

Ένα καμπανάκι απώθησης του πολιτικού στην ποίηση ήταν και το κείμενο της ποιήτριας Άννας Γρίβα στον Αναγνώστη [3]. Εκεί διαβάζουμε πως: «Ο ποιητής, δηλαδή, που σε εποχές όπως του Όμηρου, του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ άνοιγε νέους ορίζοντες πνευματικής ενατένισης, βυθιζόμενος στα εσώτερα του είναι του, τώρα πέφτει, πιστεύουν εκείνοι, σε ανήκεστη θλίψη, γιατί ένα πρόταγμα με ζωή ολίγων ετών δεν έδωσε τη λύση σε κάτι που οι άνθρωποι αναζητούν αέναα επί χιλιετηρίδες. Είναι λυπηρό να υποστηρίζεται σήμερα ότι ο σημαντικός ποιητής είναι αυτός που φέρει τη σφραγίδα της αριστεράς».

Το πολιτικό, όμως, σαφώς και δεν είναι μονοπολικό. Αλίμονο εάν ήταν. Αν αντικαταστήσω το ζεύγος Αριστερά/Δεξιά με ένα άλλο, π.χ. Ισότητα/Ελευθερία και κατ΄ επέκταση ας πούμε ενδεικτικά αναδιανομή–αλληλεγγύη/ευημερία–ατομικά δικαιώματα, νέες δυνατότητες έκφρασης του πολιτικού σχηματίζονται. Θυμίζω εδώ πως στην αριστερή μελαγχολία είχε απαντήσει με ένα άλλο σχήμα βασικών γραμμών ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής με κείμενό του στο περιοδικό Φρέαρ μιλώντας για φιλελεύθερη μελαγχολία [4] .

Από την άλλη, μία ένδειξη έλξης του πολιτικού ήταν το αφιέρωμα στην πολιτική ποίηση που συναντάμε στο νέο τεύχος του περιοδικού Τα Ποιητικά (τ. 48 Ιανουάριος- Μάρτιος 2023). Για την Τιτίκα Δημητρούλια πανεπιστημιακό και κριτικό λογοτεχνίας η ιδεολογία (κατά Γκράμσι) εξακολουθεί να είναι παρούσα στην ποιητική πραγματικότητα, όπως και για τον κριτικό Βαγγέλη Χατζηβασιλείου η ιστορική μνήμη και η πολιτική συνείδηση εντοπίζονται ως βασικοί άξονες σε έργα σύγχρονων ποιητών. Η ιστορικότητα και η διάρρηξη της χρονικής της γραμμικότητας για τον καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλο είναι εμφανής σε πρόσφατες ποιητικές συνθέσεις.

Ποιητικός στοχασμός πάνω στην κοινωνική και ιστορική κατασκευή του υποκειμένου, εξακολουθεί επομένως, να υπάρχει. Και ορθώς υπάρχει, καθώς οι ποιητές δεν γράφουν αποκλειστικά «βυθιζόμενοι στα εσώτερα του είναι τους». Όπως δεν το έκαναν οι μεγαλύτεροί των κλασσικών κι εξόχως πολιτικοί – με τη θεμελιώδη έννοια του πολιτικού- συγγραφείς. Ο Όμηρος, ο Σοφοκλής και ο Σαίξπηρ επί παραδείγματι, για να μείνουμε σε λίγα ονόματα, όταν στα μέγα-θέματα των έργων τους βρίσκεται το ίδιο το εξουσιαστικό φαινόμενο και συνεκδοχικά η σύγκρουση, η βία, το δίκαιο, η αντίσταση στο άρχειν, η έμφυλη διαμάχη.

Για να επανέλθω στο ζητούμενο της δικής μου θέσης για την ποιητική μας παραγωγή τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο ποιητικός στοχασμός επί του πολιτικού πασχίζει για να επιβιώσει μέσα στον μεταπολιτικό κόσμο. Οι ποιητικές φωνές που εμφανίστηκαν από το 2000 και μετά έχουν αισθανθεί κι έχουν γράψει ως ποιήτριες και ποιητές του καιρού τους αποτυπώνοντας την συνθήκη της μεταπολιτικής συναίνεσης στα ποιήματά τους. Η συναίνεση αποτελεί, διευκρινίζω γνώρισμα της μεταπολιτικής συνθήκης μέσα στην οποία δημιουργούν, δεν χαρακτηρίζει την συγγραφική στάση των ποιητών, ούτε και υπονοεί οποιαδήποτε σχέση με κέντρα εξουσίας [5]. Δεν μπορώ, άλλωστε, να φανταστώ καμία ποιητική φωνή η οποία αξιώνει γνησιότητα να συγκατατίθεται με οτιδήποτε φθείρει τους ανθρώπους και την ψυχή τους.

Κλείνοντας την τοποθέτησή μου, θέλω πάντα να μπορώ να πιστεύω όπως τώρα πως το λέγειν είναι πράττειν. Το λέγειν είναι μάχεσθαι και ακόμη πως η ποίηση οφείλει να παραμείνει μία συναισθηματική δύναμη προμηθεϊκής ροπής προς τη γνώση και τη χειραφέτηση, έτοιμη να σταθεί απέναντι στον τρόμο, ατομικό και συλλογικό.

 

[1] Ενδεικτικές δημοσιεύσεις του ομότιμου καθηγητή της Νεοελληνικής Έδρας Κ. Π. Καβάφη στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν Βασίλη Λαμπρόπουλου: «Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική   ποιητική γενιά του 2000»,  μτφρ. Δ. Ι. Τσουμάνης θράκα 8 (Καλοκαίρι 2017) , «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα» Τα Ποιητικά τχ. 26. Περισσότερα κείμενα εδώ στο ιστολόγιο του καθηγητή: https://poetrypiano.wordpress.com/

[2] Enzo Traverso, Αριστερή Μελαγχολία: η δύναμη μίας κρυφής παράδοσης, εκδόσεις του 21ου, 2017, σελ. 284.

[3] https://www.oanagnostis.gr/aristeri-melagcholia-otan-i-filologia-ypovivazei-tin-poiisi-se-ideologiko-ergaleio-tis-annas-griva/

[4] https://mag.frear.gr/i-genia-tis-fileleytheris-melagcholias/

[5] Στο δοκίμιό μου  στην Ποιητική (τ.27, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2021) με τίτλο “Η ποίηση της συναίνεσης και η μεταπολιτική συνθήκη: 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση” είχα παρουσιάσει μία αλυσίδα από παραδείγματα. Το κείμενο υπάρχει, μπορούν όσοι το επιθυμούν να ανατρέξουν σ’ αυτό. Εδώ θεωρώ πως το ηλεκτρονικό μέσο και ο χρόνος ανάγνωσης δεν το επιτρέπουν.


https://www.oanagnostis.gr