Ήταν στην άκρη του κόσμου, ανάμεσα στη γη και τον ουρανό.
Στη μέση του ονείρου.
Στη μέση της ζωής.
Μέσα στον παράδεισό του.
Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στα πνευμόνια του και δίψα να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή.
Ένα δωμάτιο με θέα, ένα μπαλκόνι με αέρα και ήλιο, ένα παράθυρο με αλμύρα και δροσιά, άσπρους τοίχους και μπλε πατζούρια στην άκρη του κόσμου.
Πάνω σε ένα κομμάτι απερίσπαστου χρόνου…Μετά από μισόν αιώνα δρόμο, είχε φτάσει στο λιμάνι που αποζητούσε.
Στον προορισμό του.
Ένοιωθε γεμάτος.
Πλήρης.
Άρχισε να σφυρίζει ένα τραγούδι.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ.
ΤΙΤΛΟΣ:
Σήκωνε στους ώμους του μισό αιώνα.
Πως είχαν περάσει έτσι σαν αστραπή τόσα χρόνια χωρίς να το καταλάβει!
Είχαν κυλήσει σα νερό στο ρυάκι χάθηκαν στο πέλαγος της αιωνιότητας αφήνοντας μόνο την κούραση στους ώμους του να τον βαραίνει.
Είχε έρθει η ώρα να ξαποστάσει.
Σα λευκός γλάρος πάνω σε άσπρο ξέξασπρό βράχο μεσοπέλαγα.
Από το όνειρο αυτό θα κρατιόταν στην ζωή που ερχόταν και ας έπεφταν πάνω του χιλιάδες κύματα.
Ένοιωθε δυνατός, έτοιμος για όλα, γεμάτος γαλήνη και ηρεμία.
Έτοιμος να σπαταλήσει το χρόνο που του ανήκε, με τις όποιες εκπλήξεις ερχόταν στο διάβα του. Είχε ανοίξει διάπλατα τα χέρια του να αρπάξει τη ζωή σαν η κάθε μέρα να ήταν η τελευταία…
Η γαλήνη, η ωριμότητα και η ψυχραιμία είχαν ανοίξει το οπτικό πεδίο του αλλά κυρίως είχαν αλλάξει τη οπτική γωνία που έβλεπε τα πράγματα και τον κόσμο.
Αυτό ήταν που είχε σημασία.
Ήταν προετοιμασμένος ακόμη και για το αναπάντεχο, για τον θάνατο.
Αλλά μέχρι εκείνη τη μεγάλη και αναπόφευκτη στιγμή, ο χρόνος ανήκε στον ίδιο.
Κάθε μέρα κάθε δευτερόλεπτο, ο πολύτιμος χρόνος θα γέμιζε με της ψυχής του τα θέλω.
Οι μέρες και οι νύχτες, κυλούσαν μαγικά…
Οι μέρες και οι νύχτες, κυλούσαν μαγικά…
Είχε μάθει τις συνήθειες των ντόπιων, είχε προσαρμοστεί στα ωράριά τους, απολάμβανε την παρέα με τον καφέ ή το κρασί μαζί τους.
Ο «γεωπόνος» έφτιαξε τον μικρό κήπο, κλάδεψε τις μπουκαμβίλιες, φύτεψε τριανταφυλλιές και βασιλικούς.
Και μια λεμονιά.
Έλαμπε το μικρό σπίτι στην άκρη του νησιού. Τις πρώτες βδομάδες ξυπνούσε κάθε πρωί να δει τον ήλιο να αναδύεται μέσα από το γαλάζιο και να βάφει προσωρινά με βαθύ κόκκινο τα νερά και τα σύννεφα…
Έλαμπε το μικρό σπίτι στην άκρη του νησιού. Τις πρώτες βδομάδες ξυπνούσε κάθε πρωί να δει τον ήλιο να αναδύεται μέσα από το γαλάζιο και να βάφει προσωρινά με βαθύ κόκκινο τα νερά και τα σύννεφα…
Αγνάντευε τον ορίζοντα κι έβλεπε με τα μάτια της ψυχής, μακριά, πιο μακριά και από τον ορίζοντα…
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ.
ΤΙΤΛΟΣ:
Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗΝ ΓΟΡΓΟΝΑ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ :
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ :
ΜΠΙΚΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ