Το αίσθημα της ισότητας είναι εντονότερο από την πραγματικότητα της ισότητας. Γι’ αυτό η συναναστροφή των ανθρώπων γίνεται όλο και πιο εξισωτική, ήτοι ο τόνος της συναναστροφής τούτης δεν ανταποκρίνεται αναγκαστικά, και ανταποκρίνεται συνεχώς λιγότερο, στις πραγματικά υφιστάμενες διαφορές κοινωνικής θέσης και γοήτρου ανάμεσα στα άτομα και στις ομάδες.
Η κατ’ αρχήν δεδομένη δυνατότητα να εμφανισθεί ο καθένας ως ίσος προς ίσον απέναντι σε οποιονδήποτε επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά, κατά τρόπο ώστε τελικά οι εντολές δεν εκφέρονται ως εντολές, αλλά ως οδηγίες, τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει κανείς γιατί αυτό υπαγορεύουν τα πράγματα. Στο βαθμό που ο υφιστάμενος γίνεται «συνεργάτης», οι εργασιακές σχέσεις γίνονται πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της ιεραρχίας. Περιοριστικές και αυστηρά ιεραρχημένες μορφές εργασίας δεν φαίνονται πια παραγωγικές, εφ’ όσον μάλιστα οι νέες εργασιακές διαδικασίες με την περίπλοκη τεχνική τους απαιτούν υψηλοτέρα προσόντα, ενισχυμένη ευθύνη και περισσότερη συμμετοχή. Η αντίληψη, ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται ψηλότερα μόνο και μόνο επειδή έχει να παίξει διαφορετικό ρόλο κι όχι επειδή έχει τίποτε μυστηριώδη χαρίσματα, καθησυχάζει την εξισωτική συνείδηση και τη συμφιλιώνει με τις πραγματικότητες του καταμερισμού της εργασίας. “Άλλωστε η εκτόπιση της ιδέας της ιεραρχίας από την ιδέα του ρόλου συντείνει από μόνη της στην επίταση της εναλλαξιμότητας και της προσωρινότητας των θέσεων των ατόμων μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας. Η εξουσία ή η αυθεντία με την παραδοσιακή της έννοια ξεφτίζει, και στη θέση της μπαίνει ως ενοποιητικό στοιχείο η σταθερότητα των δομών και των μηχανισμών, εντός και στο όνομα των οποίων μοιράζονται οι ρόλοι.
Παρ’ όλα αυτά η μαζική δημοκρατία πραγματοποίησε την ισότητα στην άσκηση εξουσίας τόσο λίγο όσο και την ισότητα στην κατανάλωση. Η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα εξουσίας και στη γενική ομολογία πίστεως προς την αρχή της ισότητας λύθηκε με την υποταγή της εξουσίας στους ίδιους κανόνες του παιγνιδιού, που ισχύουν και στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Έτσι, η άσκηση εξουσίας είναι κατ’ αρχήν ανοιχτή στον καθένα, εφ’ όσον αποδειχθεί ικανός να εκμεταλλευθεί τις προσφερόμενες ευκαιρίες καλύτερα από τους ανταγωνιστές του. Τούτο σημαίνει αντικατάσταση της ταξικής κυριαρχίας από την κυριαρχία ελίτ, οι οποίες αδιάκοπα συγκροτούνται, διαλύονται ή μεταβάλλουν τη σύνθεση τους, αφού τα μέλη τους δεν πρέπει να κατέχουν εξ υπαρχής ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις. Η συμμετοχή στις ελίτ δεν είναι ούτε κληρονομική ούτε αναγνωρίζεται με βάση οποιαδήποτε προσωπική ιδιότητα, εκτός από την ικανότητα να αντιμετωπίζονται με επιτυχία οι εκάστοτε αντίπαλοι εντός και εκτός της ελίτ· επομένως οι ελίτ μπορούν να γίνουν μόνιμα όργανα άσκησης εξουσίας μονάχα μετά την κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την επιβολή των εξισωτικών άρχων και στάσεων. Διαμορφώνονται μέσα στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή, ανταγωνίζονται η μία την άλλη ή κλείνουν μεταξύ τους συμμαχίες και πορίζονται τη νομιμοποίηση τους από το γεγονός ότι είναι ανοιχτές για τον καθένα, ήτοι δεν παραβιάζουν την υπέρτερη αρχή της ισότητας (των ευκαιριών). Ανταγωνιστικές πολιτικές ελίτ, οι οποίες πολεμούν η μία την άλλη για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, πρέπει να νομιμοποιηθούν επιπρόσθετα με την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Κάθε ελίτ, εφ’ όσον εγείρει αξιώσεις πάνω στην εξουσία αυτήν, υποχρεώνεται να αγωνιστεί για να κερδίσει την εύνοια των εκλογέων, οπότε πρέπει να επηρεάσει τη βούληση τους και συνάμα να επηρεασθεί και η ίδια από τη βούληση τούτην. Η διέξοδος από τη διελκυστίνδα της αντικειμενικής διπλής ανάγκης να ασκηθεί εξουσία και ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψιν οι ποικίλες επιθυμίες των εκλογέων είναι ο λαϊκισμός, ο οποίος σε διάφορες παραλλαγές και σε διάφορους βαθμούς αποτελεί φαινόμενο αναπόσπαστο από την πολιτική και κοινωνική ζωή της μαζικής δημοκρατίας.
Λαϊκισμός είναι λοιπόν ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής. Συνίσταται στο ότι οι πολιτικές ελίτ, παρά την επιδίωξη τους να κρατήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. Έτσι π.χ. κάθε ελίτ αποκρούει την υποψία ότι η εξουσία της μέσα στο κράτος ή η συναφής της αξίωση θα ήταν ποτέ δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς ή και να άρει την ισότητα ανάμεσα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας· απεναντίας, αυτοπαρουσιάζεται ως η πιο αξιόπιστη εγγύηση για τη διαφύλαξη ή την επέκταση τούτης της ισότητας. ‘Ισχυρίζεται ότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού, άριστος γνώστης και ερμηνευτής των ενδόμυχων ευχών και ονείρων του, κοντολογίς πιστός εκτελεστής της λαϊκής βούλησης.
Η κατ’ αρχήν δεδομένη δυνατότητα να εμφανισθεί ο καθένας ως ίσος προς ίσον απέναντι σε οποιονδήποτε επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά, κατά τρόπο ώστε τελικά οι εντολές δεν εκφέρονται ως εντολές, αλλά ως οδηγίες, τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει κανείς γιατί αυτό υπαγορεύουν τα πράγματα. Στο βαθμό που ο υφιστάμενος γίνεται «συνεργάτης», οι εργασιακές σχέσεις γίνονται πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της ιεραρχίας. Περιοριστικές και αυστηρά ιεραρχημένες μορφές εργασίας δεν φαίνονται πια παραγωγικές, εφ’ όσον μάλιστα οι νέες εργασιακές διαδικασίες με την περίπλοκη τεχνική τους απαιτούν υψηλοτέρα προσόντα, ενισχυμένη ευθύνη και περισσότερη συμμετοχή. Η αντίληψη, ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται ψηλότερα μόνο και μόνο επειδή έχει να παίξει διαφορετικό ρόλο κι όχι επειδή έχει τίποτε μυστηριώδη χαρίσματα, καθησυχάζει την εξισωτική συνείδηση και τη συμφιλιώνει με τις πραγματικότητες του καταμερισμού της εργασίας. “Άλλωστε η εκτόπιση της ιδέας της ιεραρχίας από την ιδέα του ρόλου συντείνει από μόνη της στην επίταση της εναλλαξιμότητας και της προσωρινότητας των θέσεων των ατόμων μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας. Η εξουσία ή η αυθεντία με την παραδοσιακή της έννοια ξεφτίζει, και στη θέση της μπαίνει ως ενοποιητικό στοιχείο η σταθερότητα των δομών και των μηχανισμών, εντός και στο όνομα των οποίων μοιράζονται οι ρόλοι.
Παρ’ όλα αυτά η μαζική δημοκρατία πραγματοποίησε την ισότητα στην άσκηση εξουσίας τόσο λίγο όσο και την ισότητα στην κατανάλωση. Η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα εξουσίας και στη γενική ομολογία πίστεως προς την αρχή της ισότητας λύθηκε με την υποταγή της εξουσίας στους ίδιους κανόνες του παιγνιδιού, που ισχύουν και στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Έτσι, η άσκηση εξουσίας είναι κατ’ αρχήν ανοιχτή στον καθένα, εφ’ όσον αποδειχθεί ικανός να εκμεταλλευθεί τις προσφερόμενες ευκαιρίες καλύτερα από τους ανταγωνιστές του. Τούτο σημαίνει αντικατάσταση της ταξικής κυριαρχίας από την κυριαρχία ελίτ, οι οποίες αδιάκοπα συγκροτούνται, διαλύονται ή μεταβάλλουν τη σύνθεση τους, αφού τα μέλη τους δεν πρέπει να κατέχουν εξ υπαρχής ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις. Η συμμετοχή στις ελίτ δεν είναι ούτε κληρονομική ούτε αναγνωρίζεται με βάση οποιαδήποτε προσωπική ιδιότητα, εκτός από την ικανότητα να αντιμετωπίζονται με επιτυχία οι εκάστοτε αντίπαλοι εντός και εκτός της ελίτ· επομένως οι ελίτ μπορούν να γίνουν μόνιμα όργανα άσκησης εξουσίας μονάχα μετά την κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την επιβολή των εξισωτικών άρχων και στάσεων. Διαμορφώνονται μέσα στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή, ανταγωνίζονται η μία την άλλη ή κλείνουν μεταξύ τους συμμαχίες και πορίζονται τη νομιμοποίηση τους από το γεγονός ότι είναι ανοιχτές για τον καθένα, ήτοι δεν παραβιάζουν την υπέρτερη αρχή της ισότητας (των ευκαιριών). Ανταγωνιστικές πολιτικές ελίτ, οι οποίες πολεμούν η μία την άλλη για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, πρέπει να νομιμοποιηθούν επιπρόσθετα με την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Κάθε ελίτ, εφ’ όσον εγείρει αξιώσεις πάνω στην εξουσία αυτήν, υποχρεώνεται να αγωνιστεί για να κερδίσει την εύνοια των εκλογέων, οπότε πρέπει να επηρεάσει τη βούληση τους και συνάμα να επηρεασθεί και η ίδια από τη βούληση τούτην. Η διέξοδος από τη διελκυστίνδα της αντικειμενικής διπλής ανάγκης να ασκηθεί εξουσία και ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψιν οι ποικίλες επιθυμίες των εκλογέων είναι ο λαϊκισμός, ο οποίος σε διάφορες παραλλαγές και σε διάφορους βαθμούς αποτελεί φαινόμενο αναπόσπαστο από την πολιτική και κοινωνική ζωή της μαζικής δημοκρατίας.
Λαϊκισμός είναι λοιπόν ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής. Συνίσταται στο ότι οι πολιτικές ελίτ, παρά την επιδίωξη τους να κρατήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. Έτσι π.χ. κάθε ελίτ αποκρούει την υποψία ότι η εξουσία της μέσα στο κράτος ή η συναφής της αξίωση θα ήταν ποτέ δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς ή και να άρει την ισότητα ανάμεσα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας· απεναντίας, αυτοπαρουσιάζεται ως η πιο αξιόπιστη εγγύηση για τη διαφύλαξη ή την επέκταση τούτης της ισότητας. ‘Ισχυρίζεται ότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού, άριστος γνώστης και ερμηνευτής των ενδόμυχων ευχών και ονείρων του, κοντολογίς πιστός εκτελεστής της λαϊκής βούλησης.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, σελ. 194-200. Οι επισημάνσεις και οι εικόνες είναι του γράφοντος. Εραν.
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης