19.2.23

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος: Οι Πόλεις το Χειμώνα

«Έκαστος στη μεμβράνη του γεννάει τη δική του σιωπή, που έχει συνήθως το χρώμα της μάνας του στο νεκροκρέβατο ή έναν ήχο πνιχτό από τακούνι που χώνεται στη λάσπη,
ή το ψυχορράγημα της νύχτας όπως στραγγαλίζεται από το πρώτο φως, μα έπειτα από ομόφωνη συγκατάβαση όλοι τη μοιράζονται και την υπερασπίζονται από κοινού ως εαυτόν (ποιαν ακριβώς; την εθελούσια σιωπή: την αυθόρμητη σίγαση των λυγμών, του λογισμού, των πόθων)».
Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια ιαπωνική ακουαρέλα, που ανάλογα με τα χρώματα, την ένταση ή τη διαφάνειά του, κάποτε το επιλέγουμε ως ιδανικό, ώστε να αποθέσουμε επάνω του την ύπαρξή μας. Εκείνο θα μας πάει από κει κι έπειτα, το μακρύ ταξίδι, όσο να συναντήσουμε τους βράχους ή τα άλλα κύματα. Μα είναι κι η ύπαρξη απέραντη όσο διαρκεί –κι ας είναι τούτο από μόνο του, μια οντολογική παγίδα– είναι κι ο έρωτας μια πλημμυρίδα και μια άμπωτη μαζί. Για αυτό, αν τύχει και το κύμα μας σκορπίσει και μείνει μονάχα η αλισάχνη του στο δέρμα μας, ή ένα ρίγος θαλερό που ακροπατεί νοσταλγικό στ’ άδεια μας βράδια, καλό είναι να θυμόμαστε το πώς τ’ αγαπήσαμε όσο κράτησε: σαν να ’ταν η ουσία κι ο ίδιος ο αχός της αέναης θάλασσας, κι όχι απλώς ένα ακόμη υγρό τομάρι.
«Οσες ζωές ζήσαμε εδώ, δικές μας ή των άλλων, εξαχνώνονται ανά μονάδα χρόνου και ποτίζουν τις ταπισερί, τα ουγγρικά πλακάκια και τα ετοιμοπόλεμα σάβανα. Στα όνειρα, που συμβαίνουν ενύπνια ή όχι, μπαινοβγαίνουμε ακατάπαυστα σε αυτές. Σε μια ζωή που τη ζεις από την αρχή γνωρίζεται με τον εαυτό σου κι ώς τον θάνατο συμφιλιώνεσαι. Σε άλλες πάλι, μπαίνεις χειμώνα ενώ δακρύζουν τα κυκλάμινα κι οι γαρδένιες αναπολούν τα καλοκαιρινά μεσημέρια, όπου η πυκνότητα και η ευωδιά τους κερδίζουν τη θερμή εγγύτητα του ήλιου, όταν συγκρίνονται. Σε αυτές, το τέλος είναι πιο οδυνηρό, σαν να ζεις μόνο ένα τέλος δίχως αρχή, καθ' υπέρβαση της αιτιοκρατίας. Ομως όπως έχω ξαναπεί, ένα τέλος είναι πάντα ένα -ανεκτίμητο-τέλος».