6.10.22

Χρόνης Μίσσιος Απόσπασμα από το “Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;”

Ε, ωραίο είναι, που ζεις ακόμα. Δεν αποφάσισες ακόμα να εκτεθείς, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι σου γίνεται… Να εκθέσεις τη μοναδικότητά σου, τη μοναξιά σου και τις προσωπικές σου σκέψεις, όχι αυτές που σου επιβάλλει η κοινωνία αλλά εκείνες τις μυστικές σου, που γεννιούνται τις νύχτες της αγρύπνιας από τις πιο βαθιές σπηλιές του είναι σου…
Δηλαδή, θέλω να πω, να εκθέσεις την ελευθερία σου επί της ουσίας και όχι συμβολικά, κατάλαβες; Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε την απλή καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την… Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας…

Ό­μως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.

Ήρθανε να την πάρου­νε, και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο… Πήγαμε στην κηδεία της και κει άκουσα τον παπά να λέει. «Χους εί και εις χουν απελεύσει», και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέ­δες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια…

Σ’ αυτό τον τόπο όλα τα πράγματα που πάραξε ο άνθρωπος έχουν μιαν αλαφράδα, μια οικειότητα, στοργή και αγάπη για τη ζωή, άλλο πράμα.

Ακόμα κι ο χριστιανισμός, που σε άλλους τόπους, όταν έγινε εξουσία, πέρασε από φωτιά και σίδερο όσους είχαν επιφυλάξεις ή σκάλιζαν τα πράγματα πέρα από «τας αγίας γραφάς», ή δεν παπαγάλιζαν σωστά όσα διακήρυχνε ο κάθε πάπας ή αρχιεπίσκοπος, όπως και η καθοδήγησή μας, άλλωστε-βλέπεις, το νταβατζιλίκι είναι η μοίρα όλων των εξουσιών- εδώ, σε τούτον τον τόπο, παρέμεινε βασικά ανθρώπινος.

Οι άγιοί μας είναι, να πούμε, κάτι ανάμεσα σε φιλαράκια, κουμπάρους και πολιτευτές, τους ζητάμε ρουσφέτια, εκδουλεύσεις, κι άμα δε μας κάνου­νε τη χάρη, τους γαμούμε το κέρατο, που λένε. Είναι, να πούμε, σκιές ζωής. Οι πιο σοβαροί είναι αντίγραφα των πολιτικών μας νταβατζήδων, των βουλευτών, θέλουν λιβάνια, υποταγή και τα ρέστα.

Η μόνη που δεν ασκεί εξουσία είναι η Παναγιά, αυτή η γυναίκα του λαού μας, που δίνει, δίνει, χωρίς να διεκδικεί για τον εαυτό της παρά τη λαχτάρα. Η μάνα που βλέπει το παιδί της να φεύγει σα βέλος μπροστά της, κι αυτή να λαχταράει, να τρομάζει για να καταλάβει αυτό το άγνωστο, το καινούριο που έφερε στον κόσμο, και που είναι ταυτόχρονα σάρκα της και ξένο.

Είναι η πιο τραγική μορφή του ανθρώπινου είδους, γι’ αυτό σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία η εξουσία και η μάνα είναι τα κεντρικά πρόσωπα κάθε τραγωδίας, μόνο που η μάνα είναι ο αποδέκτης του πόνου, ενώ η εξουσία ο φορέας του. Ακόμα κι ο χριστιανισμός απογύμνωσε τη μάνα από κάθε εξουσία.


Χρόνης Μίσσιος
Απόσπασμα από το
 “Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;”

Εκδόσεις Γράμματα, 1988