Εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου, μου πρότεινες ξαφνικά να πάμε αύριο Σάββατο μια εκδρομή. Είπες και μέρος συγκεκριμένο. Λουτρά Πόζαρ. Είχες ακούσει από μια φίλη σου
για την περιοχή κι ήθελες να τη γνωρίσεις από κοντά. Με αιφνιδίασε όχι τόσο η ίδια η πρόταση για εκδρομή όσο το μέρος που πρότεινες. Λες και είχες διαβάσει το κρυφό μου ημερολόγιο, λες και γνώριζες το όνειρο που ετοίμαζα, τόσο μα τόσο συγγενές με τα λουτρά που μου πρότεινες. Λες και γνώριζες για τη μυστική πηγή που έψαχνα.Είχε μια ένταση η διαδρομή με το αυτοκίνητο, καθώς πέρα από τα Γιαννιτσά, βρισκόμουν σε ένα τοπίο που πρώτη φορά αντίκριζα. Κι ήταν μια υπέροχη διαδρομή, ήπια, φιλική, γλυκιά, ευγενική, που ολοένα πρασίνιζε πιο πολύ.
Αφήσαμε βιαστικά τις βαλίτσες μας στον ξενώνα όπου είχα κάνει κράτηση ενός δίκλινου κι αμέσως φόρεσες στην τουαλέτα το πολύχρωμο μαγιό σου, ένα σορτσάκι, μια φανέλα, σαγιονάρες και με περίμενες να αλλάξω κι εγώ. Τραβήξαμε γρήγορα με το αυτοκίνητο για τα λουτρά που πριν προλάβουμε να τα δούμε, μας υποδέχονταν με τον εκκωφαντικό ήχο των νερών τους. Παρκάραμε και με τα πόδια πλησιάζαμε σε ένα τοπίο υποβλητικό, καταπράσινο, καθηλωτικό, με πυκνά ψηλά δέντρα που έστηναν το αντίσκηνο μιας μακρόσυρτης σκιάς και κυρίως με νερά που αναβρύζαν από παντού, με καταρράχτες που αποκαλύπτονταν ξαφνικά κι επιβλητικά στα μάτια μας, επιβάλλοντας την αυτοκρατορία του νερού που πέφτει ορμητικά από ψηλά, ενός νερού πληθωρικού κι αποφασιστικού, που έχει μια πανάρχαια ορμή, που σταματά το χρόνο, τον αλλάζει, τον μεταμορφώνει σε παιδί και γίνεται έπειτα τραγούδι, και γίνεται παιχνίδι, και γίνεται κυνηγητό ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους, τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τα μονοπάτια που οδηγούν στα ξέφωτα, τα πρόσωπα που ολοένα εμφανίζονται μπροστά μας κι είναι πρόσωπα που τα ξέρουμε από παλιά, από τότε που παίζαμε στις παιδικές αλάνες.
−Έλα Βέρα, μικρό μου αγοροκόριτσο, να περπατήσουμε μαζί στα παιδικά μας χρόνια, να βρούμε τη δική μας ομάδα, να πάρουμε μαζί μας τα φυσοκάλαμα, να ψάξουμε τον κρυμμένο θησαυρό, να στήσουμε ενέδρα στον αντίπαλο στρατό.
Αυτά ήθελα να πω, αυτά έλεγα μέσα μου κι όσο τα έλεγα εσύ Βέρα με οδηγούσες σε μια ανοιχτή γούρνα, μια πισίνα φτιαγμένη από την ίδια τη φύση, κι όπως κυλήσαμε στα σκαλοπάτια και μπήκαμε στο νερό, τότε ναι, αυτό ήταν μια αποκάλυψη, μια μαγεία των αισθήσεων, ένα ζεστό ιαματικό νερό που δε μας περιλούζει απλά, που εισβάλλει μέσα μας, μας μεταγγίζει μια έγχρωμη μεθυστική αίσθηση …κι όλα τα ψηλά δέντρα πάνω από το κεφάλι μου να με κοιτάζουν ζαλιστικά και υπαινικτικά, να μου υπενθυμίζουν αυτά που κάποτε συνάντησα με μια λοξή ματιά, τα προσπέρασα χωρίς να το θέλω και πρέπει να γυρίσω πίσω και να τα ανακαλύψω. Και δίπλα στη γούρνα με το ζεστό ανακουφιστικό νερό ένας καταρράχτης με κρύο νερό, παγωμένο, όπου κάποιοι ελάχιστοι τολμηροί πλησίαζαν για να νιώσουν την ακριβώς αντίθετη αίσθηση, του παγωμένου νερού.
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, ένιωθα τα πόδια μου να μουδιάζουν από το άγνωστο, από την ταραχή να βρίσκεσαι σε ένα χώμα απροσδιόριστο. Ήμουν αμήχανος και παράλληλα ακαθόριστα επιρρεπής σε οποιαδήποτε συγκίνηση.
Γυρίσαμε στον ξενώνα, βιαστικά κάναμε ντους κι έπειτα, αναζωογονημένοι από το βάπτισμα στο ζεστό γαλακτώδες νερό, κυλιστήκαμε στο κρεβάτι και κάναμε έρωτα, απολαμβάνοντας ο καθένας την ερεθιστική γύμνια του άλλου, την ηδονή, την πλησμονή του κορμιού που βρίσκει τη συνέχειά του στο άλλο κορμί.
Κι όμως, το σεξ έμοιαζε γνώριμο, ίσως για πρώτη φορά τόσο προβλέψιμο, η ηδονή ευανάγνωστη, ηχηρή βέβαια, δυνατή αλλά υπήρχε αυτό το "αλλά". Παράλληλα, όσο κι αν είναι οξύμωρο αυτό, δεν έπαυε το κορμί της Βέρας να είναι μια όαση, ένα γλίστρημα σε μια απόμερη ακτή γεμάτη εκπλήξεις.
Καθόμασταν τώρα το απόγευμα στο μπαλκόνι κι απολαμβάναμε από μακριά τη θέα του υπέροχου πράσινου βουνού που στα σωθικά του κρύβει έναν τέτοιο πολύτιμο υδάτινο θησαυρό. Κοίταζα το βουνό, με νωπή την αίσθηση του μεταλλικού νερού που πλημμύρισε μέσα μου, ήμουν γαλήνιος κι ευτυχής, και μέσα στην ευφορία μου ένιωθα παράλληλα το τέλος της γεωμετρίας ενός κορμιού, την περατότητα της ηδονής, την πρώτη φορά που ο σπασμός ανακυκλώνονταν γύρω από τον εαυτό του. Τι περίεργο! Γιατί εδώ; Πώς γίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ένα βάπτισμα κι ένας θάνατος μαζί.
Τη νύχτα φάγαμε σε μια υπέροχη ταβέρνα στο χωριό που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα λουτρά. Ήμασταν μόνοι μας, όλη η υπαίθρια αυλή της ταβέρνας δική μας, με την ευγενέστατη κυρία που μας σέρβιρε τους γευστικούς μεζέδες και τις υπέροχες σαλάτες της, με την κληματαριά να είναι υπόστεγο πάνω από τα κεφάλια μας, τη γάτα να παίζει ανάμεσα στα πόδια μας. Το ημίγλυκο κόκκινο κρασί που ανανεώναμε στο τραπέζι.
Περπατήσαμε έπειτα μόνοι μας στη νύχτα τη χρωματισμένη από την βουβή ανάσα του βουνού δίπλα μας. Φτάνοντας στον ξενώνα, γλιστρήσαμε πάλι σε μια θερμή ερωτική πάλη, που περιέργως δε θυμάμαι τις λεπτομέρειες, ξαφνικά έπαψα να θυμάμαι, μόνο θυμάμαι ότι πλησίαζα πάντα να σε οδηγήσω σε μια κορύφωση κι ολοένα αναιρούνταν ο οργασμός. Όλα ήταν δυνατά, ερωτικά, σεξουαλικά κι όλα προβλέψιμα, ο εραστής δίπλα σου έμοιαζε να έχει ξεμείνει από έμπνευση, από φαντασία, από κινήσεις κι εξάρσεις πρωτόγνωρες.
Το επόμενο πρωινό αναχωρήσαμε, με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Ήπιαμε έναν καφέ στο κέντρο της πόλης, περιφερθήκαμε στα κλειστά καταστήματα της αγοράς και στην παραλία κι όσο κυλούσε η ώρα, γινόσουν μια άλλη τώρα, απότομη, στριφνή, επιθετική πολλές φορές απέναντί μου. Σε άφησα έπειτα στην ξαδέλφη σου, εσύ θα αναχωρούσες μόνη σου μεθαύριο με το λεωφορείο για Αλεξανδρούπολη, είχες πάρει άδεια για μια μέρα από τη δουλειά, εγώ έφυγα το ίδιο βράδυ με το αυτοκίνητο, αφού πρώτα πήγα και είδα στο πατρικό μου τους υπέργηρους γονείς μου. Πριν φύγω από Θεσσαλονίκη, ήπια έναν βιαστικό καφέ στη συνοικία όπου είναι το σπίτι μου, παρατηρώντας δίπλα μου πρόσωπα φρέσκα και χαμογελαστά, μια πλησμονή ζωτικότητας, μια έξαρση ζεστασιάς και κοινωνικότητας. Κι ύστερα, στη μοναξιά της Εγνατίας οδού, να οδηγώ και σε κάποιο χιλιόμετρο, στις λίμνες της Βόλβης, μια νταλίκα αναποδογυρισμένη, τρία αμάξια τσαλακωμένα, ένα πτώμα στο δρόμο, άλλα δυο άτομα να σφαδάζουν, μια ουρά να σχηματίζεται από σταματημένα αυτοκίνητα για να τρέξουμε όλοι σε βοήθεια, σκηνές οδύνης και πανικού, νευρικός κλονισμός, υστερία.
Αυτό το αίμα, ο πόνος και η απόγνωση στα μάτια των τραυματισμένων, το πεταμένο και ακίνητο σώμα, η ομίχλη του θανάτου…Όλη η διαδρομή μέχρι την Αλεξανδρούπολη, με τη στυφή γεύση του θανάτου στα μάτια, στην καρδιά, στο σώμα μου. Κι όλα να συνδέονται με εσένα, αυτά που ζήσαμε και δε θα ξαναζήσουμε, θα τα αφήσουμε να τα πάρει ο χρόνος, να τα ξεθωριάσει, να τα σβήσει.
Κι όταν επέστρεψες κι εσύ στην επαρχιακή μας πόλη, σε έναν καφέ που πίναμε, να μου μιλάς για το χειμώνα που έρχεται, ότι έχεις ένα σωρό υποχρεώσεις και πρέπει να βάλεις τη ζωή σου σε μια τάξη, ότι δεν μπορείς να σκέφτεσαι κι εμένα, ότι είναι δύσκολο κάθε βράδυ να έχεις στο μυαλό σου να μου στείλεις μια καληνύχτα, ότι θα έρχονται νύχτες που δε θα θέλεις να μου μιλάς, ότι φέτος το χειμώνα θα πρέπει να βάλεις και μια τάξη στα προσωπικά σου.
Πήγα στο σπίτι ταραγμένος, στεναχωρημένος, με την πικρή αίσθηση ότι ήμασταν πριν λίγα λεπτά δύο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ μας, δύο ξένοι που έτυχε να πιούμε έναν καφέ. Αυτά τα ίδια πρόσωπα που πριν λίγες μέρες ζούσαν ένα όνειρο μαζί. Κι όμως… Φορτισμένος από τα λόγια σου, λόγια-καρφιά, λόγια που με σταυρώναν, λόγια που με οδηγούσαν στον γκρεμό, έγραψα ένα ποίημα:
Λουτρά Πόζαρ
9 Σεπτεμβρίου 2014
Αυτό το πράσινο τοπίο το ζήσαμε μαζί,
μέσα στα δέντρα, στα νερά που μας κατακλύζουν,
στους καταρράχτες που ηχούν δυνατά κι επίμονα στ' αυτιά μας,
αυτή η πράσινη φωλιά, το ζεστό χάδι του νερού από την ιαματική πηγή,
το παγωμένο νερό δίπλα στον καταρράχτη που φτιάχνει την αντίθεση,
το πέταγμα από το ένα άκρο στο άλλο,
μόνο που εδώ τα άκρα δεν είναι το ζεστό και το κρύο,
δεν είναι το άσπρο και το μαύρο,
το όμορφο και το άσχημο,
η γλύκα κι ο πόνος,
η μοναξιά κι ο θρίαμβος της ομιλίας
− μόνο που εδώ τα άκρα είναι η μορφή που με μαγεύει
και η ίδια μορφή που με ταξιδεύει σε αισθήσεις μεθυστικές,
σε όνειρα ανείπωτα που έχουν την υφή του νερού,
που έχουν τη δύναμη της μεταμόρφωσης.
Τώρα απομακρύνομαι μαζί σου από την φωλιά στο δάσος,
ο ήχος των νερών απομακρύνεται,
το βουνό ολοπράσινο με κοιτάζει από μακριά
με ύφος γαλήνιο και στοργικό,
μου θυμίζει πως εδώ είναι η μητρική αγκαλιά,
εδώ το αίμα των προγόνων,
εδώ η γλύκα ενός θανάτου που αγκαλιάζει το βήμα μου.
Κι όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από το τοπίο,
απομακρύνεσαι κι εσύ,
στην απόλυτη ηδύτητα μ' εγκαταλείπεις
οριστικά και αμετάκλητα,
με το πείσμα ενός αγγέλου που χάνεται
και βιάζεται να τα κρύψει όλα,
γιατί το πιο διάφανο όνειρο λυγίζει από την ίδια του τη λάμψη,
γιατί το όνειρο βουλιάζει μέσα στο ίδιο του το όνειρο, χάνεται, σβήνει.
Ήταν ένα ποίημα που υποσχέθηκα να σου το δώσω. Κι όταν σου το έδωσα ένα απόγευμα που βρεθήκαμε για καφέ, το διάβασες και δεν είπες τίποτα. Αναγκάστηκα να πω εγώ κάτι, είπα ότι είναι γλυκόπικρο. Κι εσύ συμφώνησες λέγοντας πως έχει δίκιο το ποίημα, δεν υπάρχει άλλο μέλλον, εδώ είναι το τέλος.
Ήσουν ωμή και κυνική στον τρόπο που μιλούσες. Ασυγκίνητη και ψυχρή. Έλεγες πως είσαι ρεαλίστρια, πως απλά βλέπεις τα πράγματα όπως είναι κι όχι όπως τα βλέπω εγώ ποιητικά. Έλεγες πως δεν μπορείς να επενδύσεις σε μένα, πως δεν έχω δικαίωμα να απαιτώ την αποκλειστικότητά σου, από τη στιγμή που η δική μου ζωή είναι γεμάτη εκκρεμότητες και δεν μπορώ να σου προσφέρω όσα ζητάς. "Δεν μπορείς" είπες, "να θέλεις και την πίτα γεμάτη και το σκύλο χορτάτο". Κατά βάθος είχες δίκιο, το ξέρω. Μου είπες επίσης ότι θέλεις να με διευκολύνεις με τη στάση σου, γιατί επιμένω να δηλώνω ότι δεν μπορώ να περάσω παρόμοιο χειμώνα με τον περασμένο. Ένα χειμώνα πράγματι που ήμουν μονίμως στο περιθώριο, με άλλους άντρες να διεκδικούν τα νήματα της καρδιάς σου.
Έβαζες ένα τέλος που ήθελα να βάλω κι εγώ. Κι όμως ο κυνισμός σου με λύγισε, με πίκρανε, με διέλυσε.
− Κράτα αυτό το ποίημα, αυτό είναι η τελευταία μου αλήθεια, είπα, καθώς σηκωθήκαμε από το τραπέζι, κι όσο ψιθύριζα μέσα από το στόμα μου "εδώ τελειώσαμε", συναινούσες ψύχραιμη κι αδιάφορη σε αυτό που έλεγα. Εκεί λοιπόν χαιρετηθήκαμε κι εκεί τελειώσαν όλα.
Ιγνάτης Χουβαρδάς