« Η Πάρος εις την μέσην έχει ένα βουνίν υψηλόν τσιμαρόλον και όλον το νησίν κάμνει κούδαν. Εις το ακρωτήρι του μεσημερίου έχει βουνόπουλον στρογγυλόν και απάνω στέκει κάστρο, το λέγουν Κέφαλον.Και από κάτω εις την μερέαν του γριέγου έναι λιμένας. Εις την δεξιάν σου αφήνεις έναν ακρωτήριν και έναι βουνόπουλον και ράσεις εις οργίας ιβ΄... »
Ο Χαϊρεντίν σήκωσε το κεφάλι του απ’ τον πορτολάνο και τίναξε την μακριά χιονάτη −κάποτε κοκκινόχρωμη− κόμη του απ’ την οποία είχε πάρει το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα. Το χέρι του έδιωξε νευρικά μια τούφα που κατέβαινε ατίθαση στο φαρδύ του μέτωπο. Είχε πατήσει τα 70 ο ρείς, ήταν πια ένας παλαίμαχος της θάλασσας, ωστόσο ακόμα μάχιμος και πάντα ετοιμοπόλεμος − είχε γεννηθεί με το όπλο στο χέρι − κι απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα με το όπλο στο χέρι θα πέθαινε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν. Ένιωθε άγχος ο αρχιπειρατής πριν απ’ τη μάχη. Πάντα ένιωθε άγχος, παρόλο που ποτέ δεν το φανέρωνε. Θέλει κουράγιο για να κάνεις το κακό, χρειάζεται δύναμη για να χαλάσεις σπίτια και κορμιά, να διαγουμίσεις όνειρα. Θέλει συμβόλαιο με τον σατανά. Κι αυτό ο Μπαρμπαρόσα το είχε εξασφαλίσει. Έσφιξε με πείσμα τις γροθιές του. Θυμήθηκε τον αδελφό του, τον Ορούτς χρόνια τώρα πεθαμένο στο Αλγέρι. Του έλειπε κάτι τέτοιες στιγμές ο Ορούτς. Του έλειπε η φλόγα του που ήξερε να τη μεταδίδει και στους άλλους, το ατσάλι της ψυχής του. Μαζί είχαν βγει στην πειρατεία από παιδιά με ορμητήριο αρχικά τη Μυτιλήνη. Οι δρόμοι τους χωρίσανε κάποια στιγμή. Ο Ορούτς τράβηξε για την δυτική Μεσόγειο και την Αφρική και ο Χαϊρεντίν έμεινε στην Άσπρη Θάλασσα που την γνώριζε καλύτερα.
Ο Μπαρμπαρόσα σήκωσε τα μάτια του στη θάλασσα. Η Πάρος μόλις που φαινόταν μέσα στους ατμούς –αρχές Δεκέμβρη του 1537– η ομίχλη σκέπαζε τα νερά, έκρυβε την τουρκική αρμάδα. Η Παροικιά φαινόταν βυθισμένη σε νάρκη, το κάστρο σιωπηλό, το πόρτο ήσυχο και τα σκαριά λικνίζονταν μες στην καταχνιά. Ήταν γραφτό να γίνει δικό του το νησί, σκέφτηκε ο Χαϊρεντίν. Άλλωστε δεν του του γλύτωνε ποτέ κανένα. Πριν από λίγο καιρό είχαν πέσει οι Κορφοί. Κι ύστερα ακολούθησαν οι Παξοί, η Πάργα, η Κεφαλλονιά και το Τζάντε. Το Ιόνιο παραδόθηκε στους Οθωμανούς μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Αρχές Νοέμβρη ο Χαϊρεντίν χτύπησε τα Κύθηρα και τα ερήμωσε, άρπαξε 4800 κατοίκους απ’ την Αίγινα, διαγούμισε την Κέα και την Κύθνο κι αφάνισε τη Σύρο. Απ’ όπου περνούσε ο Μπαρμπαρόσα άφηνε πίσω του καμένη γη κι όσοι γλύτωναν απ’ το σπαθί του κατέληγαν στις τουρκικές γαλέρες. Μέσα σε λίγο καιρό είχε καταφέρει να διώξει τους Φράγκους και τους Βενετούς απ’ το Αιγαίο και να υποτάξει τους ατίθασους ρωμιούς, κυρίως αυτούς που τους λογάριαζε περισσότερο. Γιατί ήταν ρωμιός κι ο ίδιος κι ας το έκρυβε. Αυτό το άτιμο αίμα έτρεχε στις φλέβες του −δεν μπορούσε να το αλλάξει−. Στη Λέσβο είχε γεννηθεί ο Χαϊρεντίν από μάνα Ελληνίδα και πατέρα γενίτσαρο – τον είχαν αρπάξει κι εκείνον οι τούρκοι με τη βία απ’ το Κουσάντασι και τον έκαναν δικό τους.
Οι πρώτοι γλάροι ακούστηκαν στο πέλαγος κι οι γεμιτζήδες ανέβηκαν στο κάσσαρο, αγουροξυπνημένοι ωστόσο πάνοπλοι, έτοιμοι για τη μάχη. Κι αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι γκαλιοντζήδες, οι τοπτσίδες και πήραν τις θέσεις τους στα κανόνια. Οι μπούκες άνοιξαν. Ο Μπαρμπαρόσα ύψωσε το χέρι για να κάνει σινιάλο. Το γιουρούσι άρχιζε.
Στο μεταξύ ψηλά στο φρούριο του Κεφάλου άλλαζαν οι νυχτερινοί βαρδιάνοι με τους πρωινούς, όταν οι τελευταίοι διέκριναν καπνό να βγαίνει απ’ τις βίγλες της Άγουσας κι είδαν ξαφνικά μπροστά τους τα κουρσάρικα του Μπαρμπαρόσα με τα κανόνια τους στραμμένα στο νησί. Ο Νικολάκης Μοστράτος, εικοσιενός ετών, γιος φτωχού ψαρά του κυρ Κουμέντη, άφηνε τη νυχτερινή του βάρδια κι επέστρεφε στο σπίτι του στην Παροικιά. Άυπνος, χτυπημένος απ’ τον έρωτα, που του είχε πάρει το μυαλό και ούτε ύπνο είχε, ούτε ξύπνο, ούτε όρεξη για τίποτα πέρα απ’ την Δόνα Ευγενία, τη Ραγούση − είδε μπροστά του ξαφνικά τους στρατιώτες να τρέχουν έξαλλοι στους δρόμους ξεφωνίζοντας.
− Ο Παρπαρούσης, ο Παρπαρούσης με τα πλοία του. Τρεχάτε χριστιανοί στο κάστρο να σωθείτε.
Στάθηκε προς στιγμήν σαστισμένος κι έριξε μια ματιά γύρω του. Οι Παριανοί έβγαιναν τρομαγμένοι απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους κι έπαιρναν βιαστικά την ανηφόρα για το κάστρο. Έκανε στροφή επιτόπου κι αντί να τρέξει στο φρούριο, τράβηξε για το σπίτι της αγαπημένης του. Έφτασε ως την εξώπορτα με την ψυχή στο στόμα κι άρχισε να χτυπάει σαν τρελός.
− Δόνα Ευγενία… Ανοίξτε, ανοίξτε για το Θεό. Μας χτυπούνε τα τούρκικα σκυλιά. Πρέπει να φύγουμε.
Του άνοιξε μετά από λίγο η Ευγενία σαστισμένη φορώντας το καινούργιο νυφικό της που είχε φέρει για μια τελευταία πρόβα η μοδίστρα. Δεν πρόλαβε να κουμπώσει τα μαργαριταρένια του κουμπιά κι απ’ το άνοιγμα του ντεκολτέ ξεχείλιζε πληθωρικό το στήθος της. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταζε τον Νικολάκη σαν χαμένη. Σήμερα το απόγευμα θα έβαζε στεφάνι με τον κόμη Δάνδολο από την Βενετία. Ο κόμης είχε έρθει πριν από δύο μήνες στο νησί, γνώρισε τη δόνα Ευγενία και την ερωτεύτηκε παράφορα. Αν και πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια, δεν δίστασε να τη ζητήσει από τους Ραγούσηδες που δέχτηκαν αμέσως να τη δώσουν και μάλιστα το θεώρησαν μεγάλη τους τιμή. Γιατί ο κόμης ήταν πάμπλουτος με ακίνητα, καράβια, λατομεία στην Αστυπάλαια και στη Νίσυρο κι ένα δικό του ναυπηγείο στη Σάμο. Οι Ραγούσηδες που ήταν άρχοντες κι αυτοί με πολλά εκτάρια γης, ελαιώνες κι αμπέλια, είπαν το ναι με μεγάλο ενθουσιασμό. Η Ευγενία παρήγγειλε νυφικό από βενετσιάνικο μετάξι, πέπλο από αιθέριο πανί του Μαρακές και πασούμια κεντημένα με μαργαριτάρια της Μαγιόρκας, αγορασμένα στα πειρατικά παζάρια του νησιού. Κουμπάρος θα γινόταν ο ενετός δυνάστης Σαγρέδος Βερνάδο και μάλιστα είχαν συμφωνήσει να τους βαφτίσει και το πρώτο τους παιδί. Κι ενώ στο σπίτι έφταναν ήδη τα γαμήλια δώρα και η Δόνα Ευγενία έκανε την τελευταία πρόβα νυφικού, την αποφράδα εκείνη μέρα της 1ης Δεκεμβρίου του 1537, ακούστηκαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί απ’ τη θάλασσα και ο Μπαρμπαρόσα με τους πειρατές του βρέθηκαν έξω απ’ τα σπίτια των δύστυχων κατοίκων.
Βέβαια ο Νικολάκης ο Μοστράτος που ζούσε ένα δράμα όλον αυτό τον καιρό βλέποντας την αγαπημένη του να παντρεύεται κάποιον άλλο, δεν ήξερε αν έπρεπε να στεναχωρηθεί ή να χαρεί τώρα που όλα οδηγούσαν σε ακύρωση του γάμου. Ας σημειωθεί ότι η δόνα Ευγενία ουδέποτε είχε ανταποκριθεί στο απελπισμένο του αίσθημα. Τον αντιμετώπιζε μάλλον συγκαταβατικά, καθώς ο άτυχος νέος είχε ταπεινή καταγωγή αλλά βέβαια πάντα με συμπάθεια.
− Τρέξε να ειδοποιήσεις τον πατέρα μου, του πέταξε. Πήγε ως τον υποπρόξενο Φραντσέσκο Γεράρδη μαζί με τον κόμη. Γρήγορα να τους προλάβεις.
Όμως οι κουρσάροι του Μπαρμπαρόσα είχαν κάνει κιόλας απόβαση κρατώντας μουσκέτα και κραδαίνοντας χαντζάρες κι είχαν αρχίσει να πλησιάζουν στην κατοικημένη περιοχή. Έφταναν ήδη οι αγριοφωνάρες τους απ’ την ακτή , ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν τα ποδοβολητά απ’ τους έφιππους βενετούς στρατιώτες που είχαν πλημμυρίσει το νησί: φάντηδες, κοντοτιέρους, γκονφαλονιέρους και ιππότες. Από τα τείχη έρχονταν ομοβροντίες κανονιών κι ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος γυρεύοντας καταφύγιο μέσα στο οχυρό που είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά.
Η Δόνα Ευγενία δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε καν το νυφικό της, όταν είδε ένα λεφούσι από πειρατές να πλημμυρίζουν το δρόμο που οδηγούσε στο πατρικό της σπίτι. Πετάχτηκε αμέσως έξω κι έτρεξε μαζί με τους άλλους στο κάστρο του Κεφάλου. Κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει πια από κει. Η Πάρος είχε γεμίσει πάνοπλους κουρσάρους.
Ο Μπαρμπαρόσα εφάρμοζε όπως πάντα, την ίδια τακτική. Λεηλατούσε σπίτια , έκαιγε σοδειές, γκρέμιζε εκκλησίες, έσφαζε τους γέρους, σκλάβωνε τους άντρες, άρπαζε τα αγόρια για γενίτσαρους και τις γυναίκες για τα χαρέμια των πασάδων. Ωστόσο το νησί αντιστεκόταν λυσσαλέα. Είχε αρκετό βενετσιάνικο στρατό κανόνια και πυρομαχικά. Οι μάχες δεν σταματούσαν ούτε τη νύχτα. Έλληνες και Βενετσιάνοι πολεμούσαν ηρωικά. Φαίνονταν αποφασισμένοι να πεθάνουν ή να νικήσουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολιορκούσε το κάστρο του Κεφάλου ο ρείς. Ο ουρανός γέμισε καπνό , ο τόπος λαβωμένους, τα κτίρια κάηκαν, τα νερά κοκκίνισαν απ’ το αίμα, αλλά το φρούριο δεν έπεφτε. Ο Μπαρμπαρόσα τα χρειάστηκε. Είχε χάσει ήδη αρκετούς άντρες. Κατάλαβε πως δεν θα νικούσε εύκολα τους Παριανούς. Την τέταρτη μέρα μάζεψε το στρατό του και σήμανε υποχώρηση. Οι κάτοικοι άρχισαν να πανηγυρίζουν. Πίστεψαν ότι είχαν εξαναγκάσει τον Τούρκο να αναδιπλωθεί. Αλλά έκαναν λάθος.
Νύχτα, το φεγγάρι στη χάση του και ο ουρανός μπουκωμένος από τα σύννεφα. Ο Μπαρμπαρόσα πηγαινοερχόταν εκνευρισμένος μέσα στην καμπίνα της γαλέρας του ενώ δυο αξιωματικοί του μελετούσαν το χάρτη του νησιού. Ένας υπηρέτης μπήκε κρατώντας έναν δίσκο με την ασημένια τσαγέρια του ρείς γεμάτη τσάι. Ήταν γυναικωτός και σειόταν καθώς περπατούσε. Σέρβιρε το τσάι σε χαμηλά ποτήρια ρίχνοντας λοξές ματιές στους αξιωματικούς. Ο Μπαρμπαρόσα κονταστάθηκε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
− Χασάν, του είπε .Έλα εδώ!
− Στις διαταγές σου ρείς, προσκύνησε εκείνος.
− Κατέβα στο αμπάρι, έχουμε δυο σεντούκια με κλεμμένα. Βάλε γυναικεία ρούχα κι ένα μαξιλάρι στην κοιλιά σου να φαίνεσαι γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη και μετά έλα πάνω.
Ο υπηρέτης τον κοίταξε σαστισμένος. Αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει το γιατί.
− Αμέσως, αφέντη, απάντησε. Και κατέβηκε στο αμπάρι. Άνοιξε ένα σεντούκι που είχαν κουρσέψει από φράγκικο πλοίο και βρήκε μια μακριά γυναικεία φορεσιά. Τη φόρεσε, έβαλε ένα μεταξωτό μαξιλάρι μες στο σώβρακό του κι ανέβηκε επάνω. Ο Αρχιπειρατής τον κοίταξε χαμογελώντας πονηρά.
− Φόρα και μια μαντήλα στο κεφάλι, μουρμούρισε. Να μοιάζεις με γυναίκα κι έτσι σινάμενη, κουνάμενη να πας μπροστά στην πύλη του κάστρου και να παριστάνεις ότι είσαι έγκυος στον ένατο μήνα και σ’ έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Να πέσεις κάτω κλαίγοντας και να φωνάζεις βοήθεια, χριστιανοί, ανοίξτε τις πόρτες να μπω μέσα γιατί γεννάω. Με ψιλή φωνή, κοίταξε με νόημα τον υπηρέτη. Άκουσα ότι μιλάς ελληνικά… Αν πιάσει το κόλπο οι Παριανοί θα ανοίξουν την πύλη για να σε βάλουν μέσα και τότε θα ορμήξουμε εμείς.
− Είσαι ιδιοφυία ρείς, φώναξαν οι δυο αξιωματικοί μ’ ενθουσιασμό στον Μπαρμπαρόσα.
− Κι εσείς πάτε να μαζέψετε το μπουλούκι σας, συνέχισε εκείνος. Να αρματωθείτε και να βγείτε αθόρυβα στη στεριά. Να μη σας καταλάβουν οι ντόπιοι. Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Κανείς δεν ξέφυγε ποτέ απ’ τον Μπαρμπαρόσα. Κανείς. Χασάν, πρόσεχε, να μην τα χάσεις. Σε σένα στηριζόμαστε, κατέληξε.
Έτσι όλοι ετοιμάστηκαν για το μεγάλο κόλπο Ζώστηκαν τα άρματα , πήδηξαν αθόρυβα απ’ τα πλοία κι ακολούθησαν τον Χασάν που ντυμένος γυναίκα κατευθύνθηκε προς την πύλη του κάστρου. Εκεί έπεσε μπροστά στην αμπαρωμένη πόρτα παρακαλώντας να του ανοίξουν για να μπει γιατί τον έπιασαν οι πόνοι και γεννούσε.
Οι δύστυχοι Παριανοί τον πίστεψαν. Κατέβηκαν δύο φρουροί κι άνοιξαν την πορτάρα για να περάσει ο μεταμφιεσμένος τούρκος. Ούτε καν τον υποπτεύτηκαν. Ένα λεφούσι από άγριους πειρατές χίμηξαν την ίδια στιγμή από το άνοιγμα της πύλης αλαλάζοντας. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα κορμιά έπεσαν όπως τα στάχυα που τα θερίζει δρεπάνι. Η Πάρος αποδεκατίστηκε. Το αίμα έλουσε το κάστρο κι έφτασε ως την θάλασσα. Οι Παριανοί νικήθηκαν και δήλωσαν υποταγή. Και μάλιστα έστειλαν στον Μπαρμπαρόσα μια επιτροπή και ζήτησαν εκεχειρία. Η πολιορκία λύθηκε. Οι βενετσιάνικες σημαίες κατέβηκαν απ’ τα κάστρα κι ανέβηκε η ημισέληνος.
Για πάντα θα θυμούνται οι νησιώτες εκείνη την Τετάρτη του Δεκέμβρη του 1537. Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων αλλά αυτοί δεν θα γιόρταζαν τούτη τη χρονιά. Πένθος βαρύ σκέπαζε ολόκληρη την Πάρο. Ο βενετός ηγεμόνας της Σαγρέδο την είχε παραδώσει άνευ όρων στον Μπαρμπαρόσα που άφησε στρατιώτες και φιρμάνια εξευτελιστικά για τους κατοίκους της. Ύστερα φόρτωσε στα πλοία τα πλούτη του νησιού μαζί με σκλάβους κι έδωσε διαταγή να μαζευτούν στην παραλία όλες οι γυναίκες. Εκεί στους ήχους των τυμπάνων που έπαιζαν δυο νεαροί οθωμανοί τις πρόσταξε να χορέψουν. Κι είπε στους πειρατές του να διαλέξουν όποιαν ήθελαν. Οι δύστυχες γυναίκες άρχισαν να χορεύουν με τσακισμένη την ψυχή ενώ τα δάκρυα κυλούσανε ποτάμι απ’ τα μάτια τους. Ήξεραν ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον τόπο τους. Δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Δεν θα ξανάσμιγαν μ’ εκείνους που αγαπούσαν.
Ο Νικολάκης Μοστράτος παρακολουθούσε το θέαμα, από μακριά κρυμμένος μέσα σε μια σπηλιά ψηλά στα βράχια. Διέκρινε την αγαπημένη του δόνα Ευγενία να χορεύει με το σκισμένο νυφικό της και τα μαλλιά λυτά, τα μάτια της πλημμυρισμένα από τα δάκρυα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήθελε να ορμήξει και να την αρπάξει απ’ τα χέρια των τούρκων αλλά δεν τολμούσε. Θα ’ταν άλλωστε μάταιο. Οι οθωμανοί θα τον σκότωναν την ίδια στιγμή. Και τότε είδε ξαφνικά τον Μπαρμπαρόσα να την πλησιάζει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο χαδεύοντας τα μούσια του.
− Αυτή είναι για μένα, μούγκρισε κι έκανε νεύμα στους ναύτες του να φορτώσουν τη δόνα Ραγούση στη γαλέρα του.
Ο Νικολάκης ένιωσε σα να ’φαγε μαχαιριά. Η καρδιά του ράγισε. Τον πήρανε τα δάκρια.
− Δόνα Ευγενία , ψιθύρισε, καρδιά μου, φως των ματιών μου… σε χάνω…
Την ίδια στιγμή ένας ελαφρύς θόρυβος τον έκανε να γυρίσει. Κι είδε μπροστά του τον κόμη Δάνδολο, πληγωμένο, αιμόφυρτο, με σκισμένα τα ρούχα κι ακάλυπτο κεφάλι. Ο γηραιός άντρας τον πλησίασε σκυθρωπός και στάθηκε στο πλάι του.
− Νικολάκη, του είπε παρατηρώντας τη θάλασσα. Την δόνα Ευγενία δεν την πήρα ούτε εγώ , ούτε εσύ. Την πήρε ο Μπαρμπαρόσα.
− Ναι, μας την πήρε ο Μπαρμπαρόσα, κούνησε το κεφάλι του ο νεαρός Μοστράτος και κοίταξε τον κόμη με συμπάθεια. Το μίσος που έτρεφε εναντίον του είχε εξατμισθεί. Ένιωσε ξαφνικά αλληλεγγύη.
− Έλα να με βρεις στην Βενετία, συνέχισε εκείνος. Όπως βλέπεις φεύγουμε απ’ το νησί. Δεν έχουμε πια καμιά εξουσία στην Πάρο. Ο θεός τα κανόνισε αλλιώς… Έλα, όταν το αποφασίσεις, του ξανάπε ζωηρά. Ίσως η τύχη σου να βρίσκεται εκεί − στην Βενετία.
Κατερίνα Καριζώνη
* Το διήγημα «Το κόλπο του Μπαρμπαρόσα» αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να γραφτεί το μυθιστόρημα «Ο χάρτης των ονείρων», εκδόσεις Καστανιώτη, 2011