τα δάκρυά σου τρέχουν στις φλέβες μου
δεν είσαι μόνος
Ο Γιάννης παλεύει κάθε μέρα με τον θάνατο. Κυριολεκτικά. Παλεύει με την αγωνία, με τον πόνο και το μαρτύριο. Όπλα του η γνώση και η πείρα, τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη. Ίσως να νικάει οριστικά μερικές φορές, υποθέτω όμως ότι συνήθως οι όποιες νίκες του είναι προσωρινές, σημαίνουν μια ανακούφιση, μια μικρή ελπίδα, μια παράταση ζωής. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.Δίνει τη μάχη όμως και με άλλα μέσα. Και εκεί νικάει ανεπιφύλακτα. Ο Γιάννης νοιάζεται για τον ασθενή του, συμμετέχει και συμπαρίσταται με την ψυχή του. Αυτό το ξέρω. Το ξέρω από τότε που μαρτύρησε και πέθανε η Κική μας. Η Κική που είχε μεγάλη δίψα για ζωή και ακόμη μεγαλύτερη προσφορά και άξιζε πραγματικά να ζήσει. Ο Γιάννης έκανε ό,τι μπορούσε για εκείνη και ακόμη περισσότερα. Και την κέρδισε όπως μας κερδίζει ένας άγγελος που εμφανίζεται ξαφνικά και παρήγορα στο πλευρό μας.
Πιστεύω ότι η υπέρτατη πράξη και προσφορά στη ζωή είναι η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Και αυτός ο αφανής ήρωας της καθημερινής ζωής με κάνει να αισθάνομαι μικρή και ασήμαντη τη λογοτεχνική μου παρουσία εδώ και πενήντα τόσα χρόνια. Και όχι μόνο αυτό. Με κάνει να τον εκτιμώ και να τον θαυμάζω όπως τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων.
Όταν λοιπόν ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας με τη γυναίκα του, γιατρό κι εκείνη, και έφτασε κάποτε η κουβέντα σε θέματα λογοτεχνικά, τον άκουσα ξαφνικά να δηλώνει: «Εμένα δεν μου αρέσει η ποίηση»!
Ήταν μια μικρή βόμβα αλλά με την πείρα μου μιας ολόκληρης ζωής στη λογοτεχνία, δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα.
− Δικαίωμά σου, του είπα, χάνεις όμως κάτι σημαντικό.
− Μπορεί, απάντησε, εμένα όμως δεν μου αρέσει η ποίηση.
Το δέχτηκα φυσικά. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αλλάξει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις κάθε ανθρώπου, ιδίως πάνω σε θέματα της τέχνης.
Ίσως και να είχε δίκαιο ο Γιάννης, σκέφτηκα μετά. Τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση και η κάθε μορφή τέχνης μπροστά στο μαρτύριο του ανθρώπου που υποφέρει και την προοπτική του θανάτου; Μου ήρθε και πάλι στον νου και ο αφορισμός του Αντόρνο, ότι «δεν μπορεί να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς».
Ένα-δυο χρόνια μετά, έτυχε να ξαναμιλήσω με τον Γιάννη. Για να με αιφνιδιάσει ξανά, πιο ευχάριστα αυτή τη φορά.
− Τι ανοησία είχα πει τότε ! Συγγνώμη.
− Ε, καλά, του απάντησα, δεν χάλασε ο κόσμος. Μια κουβέντα είπες που στο κάτω-κάτω είχες κάθε δικαίωμα.
− Όχι, όχι, επέμεινε. Πώς είπα εγώ κάτι τέτοιο!
Δεν τον ρώτησα ποτέ πώς είχε γίνει κι άλλαξε γνώμη. Ίσως να τον είχε επηρεάσει ο γιος του που γνώριζε την ποίησή μου από το γυμνάσιο, ίσως πάλι να είχε ρίξει μια ματιά στα βιβλία που είχα χαρίσει στον μικρό. Προφανώς του είχε δοθεί η ευκαιρία, όπως και σε άλλους σε ώριμη ηλικία, να γνωρίσει την ποίηση και, με την πηγαία εντιμότητά του, να αναγνωρίσει το λάθος του. Εμένα όμως δεν θα με πείραζε, δεν θα με πείραζε καθόλου κι αν είχε επιμείνει στην άποψή του. Θα συνέχιζα να αποκαλύπτομαι μπροστά στον γιατρό και τον άνθρωπο, ισόβιος οφειλέτης του.
Από τη συλλογή διηγημάτων «Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς»,
εκδ. Μανδραγόρας, 2020.