22.12.21

Τσέζαρε Παβέζε, "Ανοχή"

ΑΝΟΧΗ
Βρέχει αθόρυβα στο λειβάδι της θάλασσας.
Κανείς δεν διαβαίνει τους βρώμικους δρόμους.
Μια γυναίκα μόνη κατέβηκε απ’ το τραίνο:
Μέσα από το παλτό της φάνηκε το ανοιχτόχρωμο μεσοφόρι
και τα πόδια της χάνονται στο σκοτάδι της πόρτας.
Ένα χωριό θα ’λεγες βυθισμένο. Το βράδυ
στάζει κρύο πάνω σ’ όλα τα κατώφλια και τα σπίτια
αφήνουν γαλανό καπνό μέσα απ’ τους ίσκιους. Κοκκινωπά
ανάβουν τα παράθυρα. Και κάποιο φως ανάβει
μέσα από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα του σκοτεινού σπιτιού.
Αύριο θα κάνει κρύο κι ο ήλιος θα στέκει πάνω απ’ τη θάλασσα.
Μια γυναίκα με μεσοφόρι σφουγγίζει το στόμα της
στη βρύση, κι ο αφρός κοκκινίζει. Έχει σκληρά ξανθά
μαλλιά, όμοια με τις φλούδες των πορτοκαλλιών
που είναι στο χώμα. Σκυφτή στη βρύση λοξοκυττάει
ένα μαυριδερό μορτάκι που την κόβει μαγεμένο.
Γυναίκες μελαγχολικές διάπλατα ανοίγουν στην πλατεία τα παράθυρα
οι άντρες τους λαγοκοιμούνται ακόμα στο σκοτάδι.
Όταν το βράδυ επιστρέφει ξανάρχεται η βροχή
κροταλίζοντας πάνω σε πλήθος αναμμένων μαγκαλιών. Οι παντρεμένες
αερίζουν τα κάρβουνα, ρίχνουν ματιές στο σκυθρωπό
σπίτι και στην έρημη βρύση. Το σπίτι
έχει τα παραθυρόφυλλα κλειστά, όμως υπάρχει μέσα ένα κρεβάτι,
και πάνω μια ξανθιά κερδίζει τη ζωή.
Απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το χωριό τη νύχτα αναπαύεται,
εκτός απ’ την ξανθιά που πλένεται με την αυγή.


Μετάφραση: Θανάσης Κουτλής


Από το βιβλίο «Οκτώ Ιταλοί Ποιητές», εκδ. Οδός Πανός, 2000.