11.6.20

Η σύγχρονη ποίηση στον καθρέφτη της κριτικής

Για τη μελέτη του Κώστα Κουτσουρέλη «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας»

(εκδ. Μικρή Άρκτος). Του Θεοδόση Βολκώφ
Μεταφραστής ευδόκιμος, της γερμανόφωνης

ιδίως αλλά όχι μόνο λογοτεχνίας, ποιητής ελλόγιμος, με οκτώ προσώρας δημοσιευμένα ποιητικά βιβλία,[1] και δοκιμιογράφος χαλκέντερος,

ο Κώστας Κουτσουρέλης ανήκει στις σημαίνουσες δυνάμεις της σύγχρονης φιλολογίας μας. Αντικειμενικά δε καταλέγεται μεταξύ των πολυσχιδέστερων Ελλήνων συγγραφέων. Διανοούμενος παρεμβατικός, με συχνή παρουσία στον περιοδικό αλλά και στον ημερήσιο Τύπο, σχολιογράφος με ανακλαστικά ταχύτατα και δημοσιολόγος από τους πιο ετοιμοπόλεμους, αρθρογραφεί μεταξύ άλλων και για ζέοντα θέματα της επικαιρότητας, επιδεικνύοντας ως επί το πλείστον επάρκεια αξιοθαύμαστη, που απλώνεται σε πολλά και ποικίλα γνωστικά πεδία. Ιστορία των ιδεών και ιστορία της τέχνης, θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, γλωσσολογία και μεταφρασεολογία, οικονομία, πολιτική και διεθνείς σχέσεις τον απασχολούν με άλλοτε άλλη συχνότητα και γίνονται αντικείμενο των θεωρητικών του αναζητήσεων και προβληματισμών.

Κι όσο κι αν οι κατά καιρούς πολιτικές του τοποθετήσεις –στην πλειονότητά τους τουλάχιστον– με βρίσκουν τελείως αντίθετο, σε βαθμό μάλιστα που να λογιζόμαστε μέχρι και ιδεολογικοί αντίπαλοι χωρίς την ελάχιστη ελπίδα συναίνεσης και καταλλαγής, με τις αισθητικής φύσεως αντιλήψεις που αναπτύσσει συστηματικά και από καιρού στην πλούσια κριτικογραφία του ομολογώ απερίφραστα πως –στα περισσότερα και κυρίως στα σημαντικότερα σημεία τους– συμφωνώ.

Ουκ ολίγα στοιχεία από τον σκληρό πυρήνα της προβληματικής του ανιχνεύονται σταθερά στη δοκιμιογραφία που ο συγγραφέας του εδώ και δύο περίπου δεκαετίες καλλιεργεί.

Για όσους παρακολουθούν στο μέτρο του δυνατού την εγχώρια φιλολογική κίνηση των τελευταίων δεκαετιών, το πρόσφατο βιβλίο του Κ. Κουτσουρέλη (Η τέχνη που αυτοκτονεί, Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, 2019) δεν πρέπει να προξενεί ιδιαίτερη έκπληξη. Ήταν με άλλα λόγια κάτι το σχεδόν αναμενόμενο, ίσως και πολυαναμενόμενο για κάποιους, μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος. Όχι όμως απλώς γιατί στην πρώτη του μορφή παρουσιάστηκε ήδη σε συνέχειες από τις στήλες γνωστού διαδικτυακού τόπου (bookpress.gr), αλλά κυρίως διότι ουκ ολίγα στοιχεία από τον σκληρό πυρήνα της προβληματικής του ανιχνεύονται σταθερά στη δοκιμιογραφία που ο συγγραφέας του εδώ και δύο περίπου δεκαετίες καλλιεργεί.

Αρκεί κανείς να ανατρέξει στα παλαιότερά του άρθρα για τον Παλαμά και τον Σικελιανό, στα δοκίμιά του για τον μοντερνισμό και τον νεοφορμαλισμό ή ακόμα και στα σχόλιά του για τη σύγχρονη λόγια μουσική, για να βεβαιωθεί ότι τα ζητήματα που πραγματεύεται στο τελευταίο του πόνημα τον απασχολούν αδιαλείπτως και αδιαπτώτως από τα πρώτα κιόλας βήματα της συγγραφικής του σταδιοδρομίας. Και μόνον οι τίτλοι ορισμένων εξ αυτών είναι εξόχως ενδεικτικοί. Διαβάζουμε: «Η απαρχαίωση του μοντέρνου: από τα μανιφέστα στον κομφορμισμό»· «Ο νέος καρυωτακισμός: Γκρίνια, εσωστρέφεια και αυτοοικτιρμός στη σημερινή ελληνική ποίηση»· «Πώς η ποίηση από τέχνη έγινε χόμπυ: ντιλετταντισμού εγκώμιον»· «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση»· «Άρνολντ Σαίνμπεργκ: το αδιέξοδο του μοντερνισμού· «Documenta εν Αθήναις: Εικόνες από μια φάρσα». Και ασφαλώς το κατά το ήμισυ ομότιτλο του βιβλίου άρθρο «Η τέχνη που αυτοκτονεί: ποιος φταίει για το διαζύγιο ποίησης και κοινού;» καθώς και άλλα πολλά.[2]

Το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα. Στο επίκεντρο των μελετών του Κ. Κουτσουρέλη, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, τίθεται σταθερά το ποιητικό γεγονός.

Κάτι περισσότερο ακόμη: η ποίηση είναι το διαρκές του μέλημα, το παραμόνιμο αίτημα και το μείζον ζήτημα, το κυρίαρχο θέμα στο οποίο επιστρέφει διαρκώς κάθε φορά που νιώθει ότι έχει κάτι να προσθέσει στα ήδη πολλά και πολλαχώς λεχθέντα, πότε αναδιατυπώνοντας, πότε υπογραμμίζοντας και πότε συμπληρώνοντας, στην ατέρμονη προσπάθειά του να προσεγγίσει όχι μόνον ως ποιητής ή μεταφραστής αλλά ως διανοητής πια το πολυσύνθετο ποιητικό φαινόμενο. Η ποίηση λοιπόν: η υφή και η ουσία της, οι τροπές και οι τρόποι της, η ιστορία και η παράδοσή της, ο ρόλος της, η λειτουργία της, η στόχευση και οι προσανατολισμοί της, το βασανισμένο της παρόν και το επισφαλές της μέλλον, η τρέχουσά της κατάσταση και οι διαφαινόμενες προοπτικές της. Ώστε το εν λόγω βιβλίο συνιστά τον ώριμο καρπό, την πλούσια σοδειά προβληματισμών και εσωτερικών διεργασιών μακροχρόνιων, ένα απόσταγμα σκέψης που εποπτεύει τη σύγχρονη ποιητική πραγματικότητα και αποδύεται στο δύσκολο από κάθε άποψη εγχείρημα να περιγράψει τον χαρακτήρα της μέσα στο μετανεωτερικό, κατά τον συγγραφέα, χάος.

Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας οι λόγοι των ποιητών περί ποιήσεως αφθονούν. Σπανίως όμως ξεφεύγουν από την αοριστολογία και τις γενικόλογες κοινοτοπίες που μαρτυρούν την επιπολαιότητα με την οποία προσεγγίζεται αυτή η πάλαι ποτέ ένδοξη τέχνη από την πλειονότητα των πολυάριθμων θεραπόντων και θεραπαινίδων της. Κατά τρόπο φαινομενικά παράδοξο, όσο λιγοστεύει η πραγματική επιρροή της ποίησης στη ζωή μας, ως δύναμης ζωτικής και διαμορφωτικής του σύγχρονου πολιτιστικού τοπίου, όσο εξαϋλώνεται η κοινωνική της απήχηση, τόσο συχνότερα απεραντολογούμε και αερολογούμε γι’ αυτήν, τόσο εμμονικότερα την επενδύουμε με μια μεταφυσική σχεδόν αίγλη, προσεγγίζοντάς τη σαν κάτι που έρχεται από ένα ποιητικό ή άλλο υπερπέραν, σαν δραστηριότητα υπερκόσμια και υπερανθρώπινη, η οποία, όπως «δεν είναι του κόσμου τούτου», έτσι και δεν χρειάζεται τον κόσμο για να γεννηθεί και να υπάρξει. Όλα ετούτα ο δοκιμιογράφος τα εξετάζει διεξοδικά στο όγδοο και στο ένατο κεφάλαιο του βιβλίου του, όπου ελέγχονται ως αβάσιμα τα ετερόκλιτα στοιχεία που εκβάλλουν στην αυτοκατανόηση των σύγχρονων ποιητών και ανιχνεύονται οι συγκεκριμένες ιστορικές καταβολές της συγκεχυμένης ιδεολογίας από την οποία εμφορούνται.

Ο αισθητικός μεσσιανισμός, η απόδοση στον ποιητή ρόλων πνευματικού ταγού και «προφήτη», που κι αν κάποτε στο παρελθόν ίσως και να διεκδίκησε με αξιώσεις, σήμερα, ενώ τους αποκηρύσσει στην πράξη, δηλαδή στην ποίηση που παράγει, στα λόγια επιμένει ότι εξακολουθεί επάξια να τους υπηρετεί.

Στο σημείο αυτό, ελπίζοντας ότι θα σκιαγραφηθεί μια εικόνα του εύρους και του βάθους στα οποία ο συγγραφέας κινείται, ας μου επιτραπεί να συνοψίσω τα θέματα που συζητά: ο εκδοτικός πληθωρισμός του ποιητικού βιβλίου από τη μια[3] και η ασήμαντη έως ουσιαστικά ανύπαρκτη αναγνωσιμότητα της ποίησης από την άλλη· η πρωτοφανής κατάρρευση της λογοτεχνικής κριτικής[4] (σε βαθμό που να εκλαμβάνεται ως ποίημα οποιοδήποτε κείμενο προταθεί ως τέτοιο)· η πλημμελής τεχνική κατάρτιση των ποιητών αλλά και το έλλειμμα ευρύτερης λογοτεχνικής παιδείας που τους χαρακτηρίζει·[5] η βίαιη αποκοπή από τη μακραίωνη παράδοση του ποιητικού λόγου (ελληνική και παγκόσμια)· η εσωστρέφεια και η αυτοαναφορικότητα της ποιητικής συντεχνίας· η θεματική συρρίκνωση και η ειδολογική ομοιομορφία των συγχρόνων ποιημάτων· ο καταστατικός σχεδόν αποκλεισμός της δημόσιας σφαίρας (που έφτασε να θεωρείται προτέρημα και να ταυτίζεται με την αληθινή φύση του λυρισμού)· η ιδιωτική γλώσσα και ο ερμητισμός (που κατά την εύστοχη διατύπωση του Κωνσταντίνου Τσάτσου προ οκτώ δεκαετιών «δεν φοβάται να φτάσει μέχρι το αμετάδοτο ή το αόριστα μεταδοτό»)· ο γλωσσικός σκεπτικισμός (που παραδόξως φαίνεται να συνυπάρχει με την υπερβολική γλωσσοστρέφεια της ποίησης)· η μέχρι περιφρόνησης αδιαφορία για το κοινό και η αποκλειστική σχεδόν απεύθυνση στους ομοτέχνους· η εγκατάλειψη της δραματικής, της σατιρικής, της αφηγηματικής, της παιδικής ακόμα ποίησης (δηλαδή των κοινωνικότερων και αντικειμενικότερων εκφάνσεών της)· η συγκεχυμένη και πλήρης αντιφάσεων, όπως αναφέρθηκε, καλλιτεχνική ιδεολογία των ποιητών και οι ψυχικοί μηχανισμοί αναπλήρωσης που συνειδητά ή ασύνειδα επιστρατεύουν για να αντιπαρέλθουν την κοινωνική τους αφάνεια· τέλος, ο αισθητικός μεσσιανισμός, η απόδοση στον ποιητή ρόλων πνευματικού ταγού και «προφήτη», που κι αν κάποτε στο παρελθόν ίσως και να διεκδίκησε με αξιώσεις, σήμερα, ενώ τους αποκηρύσσει στην πράξη, δηλαδή στην ποίηση που παράγει, στα λόγια επιμένει ότι εξακολουθεί επάξια να τους υπηρετεί.

Σε πολλές, στις περισσότερες μάλιστα, από τις διαπιστώσεις του ο συγκαιρινός μας δοκιμιογράφος δεν είναι μόνος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι βρίσκεται σε λαμπρή συντροφιά – και βέβαια, όχι ως συγγενής παρακατιανός ή απρόσκλητος επισκέπτης της τελευταίας στιγμής, ως όψιμος και καταϊδρωμένος σχολιαστής σχολίων που πασχίζει να πει κι αυτός το λογάκι του, αλλά ως όμοιος, ως πλήρως ισότιμο μέλος μιας νοερής ομήγυρης συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, που αγωνιούν για τα πεπρωμένα της ποίησης. Αγωνιούν αλλά δεν υστεριάζουν. Αντιθέτως, με βλέμμα διαυγές γυρεύουν να αντικρύσουν αδογμάτιστα και να ζυγίσουν ακριβοδίκαια το ποιόν της, να περιγράψουν με ακρίβεια τα βασικά της γνωρίσματα και να ερμηνεύσουν, στηριζόμενοι σε αδιάσειστα τεκμήρια, τους πολλούς παράγοντες που τη διέπουν και τη διαμορφώνουν μέσα στα τρέχοντα συμφραζόμενά της.

Προκάτοχοί του εν προκειμένω πρέπει να θεωρηθούν όλοι όσοι –ήδη από την τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα– άρχισαν να διατυπώνουν σε εκτενέστερα ή συντομότερά κείμενά τους θέσεις για το παρόν και το μέλλον μιας τέχνης που κάποτε υπήρξε η βασίλισσα του λόγου και σήμερα έχει εκπέσει σε τέτοια ανυποληψία ώστε πλέον να φαντάζει αμφίβολη κι αυτή ακόμα η επιβίωσή της.

Με το παρόν του βιβλίο λοιπόν, την πρώτη εξ όσων γνωρίζω μονογραφία που τόσο συστηματικά και εμπεριστατωμένα καταπιάνεται με τα προβλήματα της εντελώς σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, ο Κώστας Κουτσουρέλης τρόπον τινά συγκεφαλαιώνει και κυρίως επικαιροποιεί αλλά και αρτιώνει το έργο των προκατόχων του. Και προκάτοχοί του εν προκειμένω πρέπει να θεωρηθούν όλοι όσοι –ήδη από την τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα– άρχισαν να διατυπώνουν σε εκτενέστερα ή συντομότερά κείμενά τους θέσεις για το παρόν και το μέλλον μιας τέχνης που κάποτε υπήρξε η βασίλισσα του λόγου και σήμερα έχει εκπέσει σε τέτοια ανυποληψία ώστε πλέον να φαντάζει αμφίβολη κι αυτή ακόμα η επιβίωσή της. Το βιβλίο του είναι ο τελευταίος προσώρας σταθμός, ένα ορόσημο μάλιστα όπως εικάζω ότι ο χρόνος θα δείξει, μιας συζήτησης που κατά τις ευτυχέστερες στιγμές της και γόνιμη υπήρξε δίνοντάς μας σημαντικά κείμενα και πρέπει ανυπερθέτως να συνεχιστεί.

Σε αυτή τη συζήτηση τις τελευταίες δεκαετίες πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν σημαντικοί Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ποιητές και κριτικοί. Τα πολυσυζητημένα κείμενα των Ράνταλ Τζάρελ («The obscurity of the poet», 1950), Joseph Epstein («Who killed poetry?», 1988) και Dana Goia («Can poetry matter?», 1990) είναι ίσως από τα πλέον χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι τα μόνα. Η συζήτηση για την ποίηση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας ζωηρότατη.[6]

Όμως ας μην θεωρήσουμε ότι οι επισημάνσεις αυτές εισάγονται μόνο από την «προηγμένη αλλοδαπή». Κάθε άλλο. Κι εδώ σε μας κορυφαίοι εκπρόσωποι της ποίησης και της κριτικής μας από πολύ νωρίς, αν όχι και νωρίτερα σε πολλές περιπτώσεις, καταγράφουν κατ’ επανάληψη τάσεις και ανησυχητικές δυναμικές που με τον χρόνο γιγαντώθηκαν για να αποτελέσουν βασικά γνωρίσματα της ποιητικής κατάστασης των ημερών μας.

Το μακρινό πια 1937, σε άρθρο του δημοσιευμένο στη «Νέα Εστία», ο Κώστας Ουράνης σημειώνει:

Αν είναι κάτι που ουσιαστικά πεθαίνει, δεν είναι η ποίηση, – είναι το αναγνωστικό της κοινό. Αυτού την εξαφάνιση, μάλιστα, μπορεί να τη θρηνήσει κανείς, – είναι γεγονός. […] Αυτοί που θα μπορούσαν να είναι οι τελευταίοι αναγνώστες των ποιητών στην εποχή μας, γίνονται αλλοίμονο! ποιητές οι ίδιοι. […]

Σε μόνη την Ελλάδα, ο αριθμός των ποιητικών συλλογών που εκδίδονται κάθε χρόνο από αγνώστους (προωρισμένους να παραμείνουν άγνωστοι) ξεπερνάει κατά πολύ τις εκδόσεις των επιστημονικών συγγραμμάτων.[7]

Και επειδή καλλιεργείται αρκετά συστηματικά ο μύθος ότι η γραφομανία είναι παλαιόθεν χαρακτηριστικό κυρίως των Ελλήνων, ο Ουράνης, στο ίδιο πάντα άρθρο, αίφνης μας πληροφορεί ότι σ’ ένα δημόσιο ποιητικό διαγωνισμό στην Ιαπωνία έλαβαν μέρος 41.496 άνθρωποι. Αυτά, θυμίζουμε, εν έτει 1937. Και συνεχίζει:

Δεν είναι καταπληκτικό, – για να μην πω τρομακτικό; 41.496 ποιητές! Έχει τόσους αεροπόρους ή τόσους βιομηχάνους η Ιαπωνία; Αμφιβάλλω.[8]

Αλλά και νωρίτερα ακόμη, στα 1931,ο αδίκως λησμονημένος σήμερα Κλέων Παράσχος, σχολιάζοντας τρία άρθρα που ο Ουράνης πάλι δημοσίευσε στο «Ελεύθερο Βήμα» για την κακοδαιμονία του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου, καταλήγει:

Το ελληνικό λοιπόν [εν. λογοτεχνικό] βιβλίο (όπως και κάθε πράγμα στον κόσμο) το καθορίζει ένας από τους φοβερώτερους οικονομικούς νόμους. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Για να προκόψει πρέπει να γίνει αισθητή η ανάγκη του, να ζητηθεί. […] Η λογοτεχνία στον τόπο μας δεν είναι ανάγκη, είναι πολυτέλεια.[9]

Λίγους μόλις μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του στα 1944, ο Τέλλος Άγρας σημείωνε μελαγχολικά ότι του ήταν πλέον αδύνατον όχι απλώς να παρακολουθήσει ως υπεύθυνος κριτικός τη λογοτεχνική παραγωγή αλλά να πληροφορηθεί καν για τους νέους της τίτλους εξαιτίας της εκδοτικής έκρηξης που σημειώνεται –πράγμα σχεδόν απίστευτο και όμως αληθινό– στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Πέραν τούτου, διαισθάνεται και σαν να προαναγγέλλει την επέλαση της μαζικοποιημένης παραγωγής έντεχνου λόγου, που θα αποτελέσει σταθερό και κυρίαρχο χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών από το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.

Προ εκατό ετών, ο κάπως μορφωμένος αστός έπρεπε να ξέρει γράμματα. Σήμερα, πρέπει να κάνη φιλολογία – ποίηση, υπερρεαλιστική και μη, πεζοτράγουδο, διήγημα, εσωτερικό μονόλογο, δοκίμιο, κριτική. […] Το «φιλολογικόν φαινόμενον» έχει σήμερα ξεπεράσει –μέσα σε μια τόσο δυσχερή εποχή– κάθε προηγούμενο. Η «πρόοδος», η αρχινισμένη εκεί γύρω από τα 1930 […] σήμερα γίνεται «γεωμετρική», αύριο –με το τέλος του πολέμου– θα γίνει «κυβική», μεθαύριο κατακλυσμιαία.[10]

Αλλά και ο Κ.Θ. Δημαράς, το προηγούμενο έτος (1943), στο εκτενέστατο «Δοκίμιο για την ποίηση» ομολογεί εν παρόδω, αν και κάπως συγκρατημένα:

Η κοινωνία, θα έλεγε κανείς πως αδιαφόρησε στους καιρούς μας για την ποίηση, πως την έριξε όχι από την πλευρά των δυνάμεων που προσφέρουν την ασφάλεια, αλλά από την πλευρά των αντικειμένων που είναι περιττά […] Παράλληλα, ο ποιητής σαν να κλείνεται όλο και πιο σφιχτά μέσα σ’ έναν δικό του κόσμο, άσχετο και σαν αδιάφορο προς την κοινωνία, σ’ έναν κόσμο ερμητικό […].[11]

Τέσσερα χρόνια μετά, στα 1947, ο Κλέων Παράσχος θα επανέλθει μ’ ένα χειμαρρώδες, σχεδόν οργισμένο, αλλά πάντα ακριβολόγο κείμενο και θα αναπτύξει περαιτέρω τα όσα έθιξε στο προαναφερθέν, σχεδόν προ εικοσαετίας, άρθρο του. Η κατάσταση έχει σαφέστατα επιδεινωθεί, και μάλιστα μεσούντος του Εμφυλίου.

Τι στιχοπλημμύρα!

Τούτη τη λέξη τη μουρμουρίζεις εντελώς αλλοιώτικα όταν έχεις διαβάσει όχι δύο, τρεις, πέντε συλλογές μονομιάς αλλά πενήντα, εξήντα, εκατό βιβλία με στίχους, κορδόνι. Θάξιζε σ’ ένα ιδιαίτερο μελέτημα να εξετάσει κανείς γιατί γράφονται τόσο πολλά και τόσο απερίγραπτα ασήμαντα βιβλία με στίχους στον τόπο μας. Είναι το κακό οικουμενικό, υπήρχε πάντα και πάντα θα υπάρχει; Ή είναι τάχα τόσοι στον τόπο μας οι άνθρωποι με «συμπλέγματα» λογής λογής, καταπιεσμένες φιλοδοξίες κ’ επιθυμίες, τόσοι οι ανεπρόκοποι και οι χασομέρηδες, που δεν ξέρουν πώς αλλοιώς να σκοτώσουν την ώρα τους και κάθονται και αραδιάζουν φράσεις με οκτώ, με έντεκα, με δεκαπέντε συλλαβές, και με κάτι κουδουνάκια ή και δίχως κουδουνάκια στην άκρη, ακριβώς όπως θα σκάρωναν ένα σταυρόλεξο ή μια ακροστιχίδα ή δεν ξέρω τι άλλο λεξοπαίχνιδο; Και δεν μπορούν άραγες οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι παραγγελιοδόχοι, οι λογιστές, οι πολιτευτές, να είναι μόνο γιατροί, δικηγόροι, παραγγελιοδόχοι, πολιτευτές, λογιστές, όπως κι αλλού, παρά πρέπει σώνει και καλά να γράφουν και στίχους;[12]

Ακολουθεί στα 1961 ο Βάσος Βαρίκας που κάνει λόγο για την απίσχνανση του κοινού και την εσωστρέφεια της ποιητικής κοινότητας:

Το αναγνωστικό κοινό είναι τόσο λίγο, ώστε ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης να μην επηρεάζει παρά ελάχιστα την εκδοτική δραστηριότητα. […] Οι ποιητές μας ωστόσο φαίνεται ότι αποκλείουν εκ των προτέρων κάθε επαφή τους με το κοινό. Βλέπουν την απασχόληση τους με την ποίηση σαν μια υπόθεση μεταξύ τους. Αποτείνονται στους συναδέλφους τους και όχι στους τρίτους.[13]

Την ίδια πάνω κάτω περίοδο ή μερικά χρόνια αργότερα, στη συναγωγή μελετημάτων γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδίως στο άρθρο του «Ποιητικά δυσάρεστα της εποχής μας», γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης (σταχυολογώ χαρακτηριστικές φράσεις από διάφορα μέρη του βιβλίου):

«…Η σύγχρονη ποίηση στην Ελλάδα είναι ένα σύνολο, μια σύνθεση, από πολλές φυσιογνωμίες, πρόσωπα, καταστάσεις, ρεύματα, που ολοένα κινείται, μεταπλάθεται, μεταβάλλεται […] Τα τελευταία δέκα χρόνια, δηλαδή τα κυρίως μεταπολεμικά χρόνια, δεκάδες ποιητικές συλλογές τυπώνονται κάθε μήνα, και στ’ απειράριθμα περιοδικά που εκδίδονται στην Αθήνα και στις επαρχίες, ακόμα και σε περιοδικά που δεν είναι λογοτεχνικά, δημοσιεύονται ακατάπαυστα πλήθος ποιημάτων […] τα καλλιτεχνικά κριτήρια έχουν επικίνδυνα διασαλευτεί και πολλαπλασιαστεί αναρχικά […] [η ποίηση] γράφεται μεν από πάρα πολλούς διαβάζεται όμως από πάρα πολύ λίγους – είτε το θέλουμε είτε όχι, ο ποιητής δεν είναι πια ο πνευματικός ήρωας του καιρού μας ή τουλάχιστον ένας από τους ήρωες των μαζών και των προσκηνίων […] όχι μόνο δεν είναι πολύς αλλά ούτε καν είναι “επαρκής” ο κόσμος που ενδιαφέρεται σήμερα σταθερά και σοβαρά για τη σύγχρονη ποίηση […] Το συνειδητό, το απαιτητικό ποιητικό μας κοινό, είναι πολύ περιωρισμένο. Ζήτημα είναι αν φτάνει τα τρακόσια άτομα σ’ όλη τη χώρα, με την παρατήρηση κιόλας πως τα μισά απ’ αυτά, αν όχι και περισσότερα, γράφουν στίχους και τους δημοσιεύουν σε περιοδικά και συλλογές […] Η σύγχρονη ποίηση έχει αρκετούς θεράποντες κ’ ελάχιστους θεωρούς – κι αυτούς ψυχρούς και διστακτικούς κατά το πλείστο. Λέγοντας θεωρούς, εννοούμε τους κριτικούς που παρακολουθούν την ποιητική μας παραγωγή και τους μετρημένους πλέον αγοραστές και αναγνώστες αυτής της παραγωγής […] αυτοί που αποτελούν τον ποιητικό μας κόσμο, δεν μπορούν να μην έχουν, έστω και υποσυνείδητα, συναίσθηση πως η ποίηση του καιρού μας περνάει μια μεγάλη, μια πολύχρονη κρίση και πως μια από τις ενδείξεις της είναι ο ασφυκτικά στενός και κλειστός χώρος μέσα στον οποίον παλεύουν αγκώνα με αγκώνα για να “συνυπάρξουν”, να ζήσουν “ποιητικά” και να δημιουργήσουν. […] Πραγματικότητά της [εν. της ποίησης] είναι αυτός ο στενός και ασφυκτικά κλειστός χώρος μέσα στον οποίον φυτοζωεί […] Κι οι “διαλεχτοί” μας [εν. οι ποιητές], για να αμυνθούν, δημιουργούν μόνοι τους προπέτασμα από “συναισθήματα ανωτερότητας”, που, φυσικά, δεν αξίζουν τίποτε, γιατί δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο πεφυσιωμένες, αντικοινωνικές και αντιανθρώπινες καταστάσεις. Εύκολο είναι να περιφρονήσει κανείς τον διπλανό του. Δύσκολο όμως να του ξυπνήσει την όποια του ποιητική ευαισθησία […] ο ποιητικός μας κόσμος, για να βρει μια ακόμη ανακούφιση από την ασφυξία που τον πιέζει, έχει αρχίσει να καλλιεργεί μια ψυχολογική ατμόσφαιρα, που θα τη λέγαμε “μεσσιανική” […] ο ποιητικός μεσσιανισμός της εποχής μας έχει ένα χαρακτήρα εντελώς ατομικιστικό και εγωιστικό… Έτσι ζούμε ανάμεσα σε αμέτρητους ποιητικούς Μεσσίες, που αλληλοτρώγουνται απάνθρωπα μεταξύ τους με σχετικές κριτικές του ενός για τον άλλον ή με προφορικά κριτικά σχόλια που είναι ακόμα πιο ανθρωποφαγικά από τις δημοσιευμένες κριτικές».[14]

Τα κείμενα είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Βλέπουμε μάλιστα πόσο συμπίπτουν όχι μόνον οι διαπιστώσεις παρά και αυτές οι διατυπώσεις πολλές φορές. Σαν πένθιμες επωδοί που έρχονται και επανέρχονται στο έργο συγγραφέων με διαφορετικές ιδεολογικές και αισθητικές καταβολές, αφενός μεν εκθέτουν ανάγλυφα την πολυπαραγοντικότητα των προβλημάτων που μαστίζουν τη σύγχρονη ποίηση, αφετέρου δε καταδεικνύουν με τα ζωηρότερα χρώματα το ιστορικό τους βάθος. Υπολείπεται μόλις μία δεκαετία για να συμπληρωθεί σωστός αιώνας από τότε που τα ανωτέρω άρχισαν να επισημαίνονται εμφατικά από τις πιο ευαίσθητες κριτικές κεραίες των καιρών μας. Εξ ου και οι δυσθεώρητες δυσχέρειες στις οποίες προσκόπτει κάθε εγχείρημα μεταστροφής του κυρίαρχου κλίματος. Ως εκ τούτου, νομιμοποιούμαστε να κάνουμε λόγο όχι για παροδική κρίση αλλά για παγιωμένη κατάσταση, για «πνεύμα της εποχής», για κραταιό καθεστώς και σχεδόν απαράβατο κανόνα.

Η παράθεση των συγκεκριμένων χωρίων –αναγκαστικά εκτενής– καθιστά πρόδηλο, νομίζω, το πόσο απαραίτητο ήταν το βιβλίο του Κ. Κουτσουρέλη και ειλικρινά δεν βρίσκω έπαινο μεγαλύτερο από αυτόν. Διότι εδώ σε μας, μετά τον Καραντώνη και με την εξαίρεση ορισμένων άρθρων του Νάσου Βαγενά περί το 2000, αν θυμάμαι καλά, κάποιων νύξεων –καιριότατων πάντως– του Άρη Μπερλή τη δεκαετία του ’90 και ορισμένων εκτενέστερων δοκιμίων του Μάνου Τασάκου[15] (κειμένων σημαντικών που εστιάζουν και εμβαθύνουν σε επιμέρους όψεις του ζητήματος), η κριτική φάνηκε μάλλον απρόθυμη όχι να αντιμετωπίσει αλλά να θίξει καν την προβληματικότητα της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η σύγχρονη ποίηση. Κι όποτε έγινε αυτό σε άλλα άρθρα, ευάριθμα πάντως, έγινε μάλλον παρεμπιπτόντως και επί τροχάδην. Οι διεισδυτικές βιβλιοκρισίες λ.χ. του ποιητή και κριτικού Νίκου Λάζαρη συνιστούν μια τέτοια περίπτωση.[16]

Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που στο αδιέξοδο της σημερινής ποίησης αφιερώνεται μια περιεκτική μονογραφία τέτοιας υφής: δηλαδή έχουσα στόχο εποπτικό, περιγραφικό και ερμηνευτικό μαζί, με σοβαρές και θεμιτότατες, κατά την κρίση μου, κανονιστικές εξακτινώσεις. Εδώ ο συγγραφέας πιάνει τον πολυκέφαλο, έτσι όπως εξελίχθηκε, ποιητικό ταύρο από τα κέρατα, αντιμετωπίζει το ζήτημα κατά μέτωπον και φροντίζει να το προσεγγίσει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ολόπλευρα. Καμία πτυχή του δεν αφήνει άθικτη. Ας το επαναλάβουμε. Το βιβλίο του Κ. Κουτσουρέλη είναι ένα βιβλίο αναγκαίο, ένα έργο που χρειαζόταν και που έλειπε από τη βιβλιογραφία μας. Για πόσα σύγχρονα θεωρητικά κείμενα μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι ανάλογο, ότι δηλαδή αναμετρώνται με πραγματικές ανάγκες, ότι αντιμετωπίζουν υπαρκτά προβλήματα της φιλολογικής μας ζωής, ότι καλύπτουν τέλος πάντων ένα σημαντικό κενό; Απαραίτητο ήταν να γραφτεί το μελέτημα που θα ανακινούσε με τέτοια πληρότητα και τόσο εμπεριστατωμένα τα ζητήματα τούτα, θα αναθέρμαινε τη συζήτηση γύρω από αυτά και θα τα έθετε στην ιστορική τους προοπτική, το βιβλίο που θα αναχώνευε και θα συστηματοποιούσε τα ευρήματα των προγενεστέρων εμπλουτίζοντάς τα με τη σύγχρονη πείρα και θα πρότεινε κατευθύνσεις σε ποιητές και αναγνώστες, τωρινούς και αυριανούς.

Επιχειρεί μια τολμηρή μετατόπιση του βλέμματος. Μας καλεί να εγκαταλείψουμε τις αυτάρεσκες βεβαιότητές μας και να κοιτάξουμε στον καθρέφτη της κριτικής το συγγραφικό αλλά και το αναγνωστικό μας είδωλο χωρίς ωραιοποιητικά τεχνάσματα και βολικές προκαταλήψεις.

Ο δοκιμιογράφος επιχειρεί μια τολμηρή μετατόπιση του βλέμματος. Μας καλεί να εγκαταλείψουμε τις αυτάρεσκες βεβαιότητές μας και να κοιτάξουμε στον καθρέφτη της κριτικής το συγγραφικό αλλά και το αναγνωστικό μας είδωλο χωρίς ωραιοποιητικά τεχνάσματα και βολικές προκαταλήψεις – «warts and all», καθώς λένε οι Άγγλοι. Μας ζητά επιπλέον να θυμηθούμε τι στάθηκε η ποίηση κατά το παρελθόν, τι φιλοδοξίες και στοχεύσεις είχαν οι δημιουργοί της και τι προσδοκίες και απαιτήσεις οι αναγνώστες της. Και εμφορούμενος από ένα πνεύμα κατά βάσιν αναθεωρητικό, με τον τρόπο του μας ζητά να αφήσουμε κατά μέρος τις όποιες παρωπίδες μας και να επανεξετάσουμε με νηφαλιότητα το αν η συνολική πορεία που ακολούθησε η ποίηση από τον μοντερνισμό κι εδώθε –πέρα από τις επιμέρους επιτεύξεις της που δεν παραγνωρίζει– αποτέλεσε πρόοδο ή πισωγύρισμα, να αποτιμήσουμε με άλλα λόγια τι κερδήθηκε (και με ποιο τίμημα) αλλά και κατά συνέπεια τι χάθηκε (ίσως μάλιστα ανεπιστρεπτί) στα χρόνια που μεσολάβησαν. Να αναρωτηθούμε, τέλος, αν η ποίηση όντως ζει και βασιλεύει όπως δείχνουν οι οργιωδώς «ευημερούντες αριθμοί» ή αν απλώς φυτοζωεί, αν έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό σώμα νεανικό και ευσταλές ή με κάποιον αφύσικα γιγαντωμένο οργανισμό που κατατρώγουν φανερές και άδηλες νόσοι.

Ευνόητο είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τη γενική εικόνα της ποίησης σήμερα. Το περιγραφικό και ερμηνευτικό σχήμα που προτείνεται είναι τόσο εύστοχο και τεκμηριωμένο, ώστε οι εξαιρέσεις –γιατί αναμφίβολα υπάρχουν και τέτοιες και πρέπει να επισημανθούν– δεν αναιρούν ούτε την ισχύ των επιμέρους παρατηρήσεων ούτε την εγκυρότητα των γενικών συμπερασμάτων. Η επισήμανση αυτή τώρα θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας άλλης κριτικής εργασίας που θα είχε φορά θετικότητας, που θα επικεντρωνόταν δηλαδή –χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπεται ο εποπτικός και συνθετικός της χαρακτήρας– στις σύγχρονες ποιητικές επιτεύξεις και θα λειτουργούσε τρόπον τινά παραπληρωματικά της παρούσης, αναδεικνύοντας τα κείμενα εκείνα που προτείνουν εμπράκτως διεξόδους από τη σημερινή λαβυρινθώδη κατάσταση, τα ποιήματα που τρόπον τινά πραγματώνουν εν μέρει ή εν όλω τα αισθητικά αιτήματα που διατυπώνονται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Διότι τους ποιητές τελικά τους φτιάχνουν τα ποιήματα στα οποία μαθητεύουν και τους αυριανούς ποιητές τα ποιήματα πάλι θα τους φτιάξουν όπως γινόταν ανέκαθεν.

Θα μπορούσε έτσι να δοθεί ένα περιεκτικό πανόραμα της ελληνικής ποίησης του καιρού μας και από τις δύο κριτικές λειτουργίες, όχι μόνον αυτής που αποφάσκει αλλά και εκείνης που καταφάσκει. Όμως αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ανήκει στη στοχοθεσία του συγγραφέα. Ως αναγνώστες έχουμε βέβαια το δικαίωμα να επιθυμούμε μια τέτοια εργασία αλλά δεν μας επιτρέπεται και να την απαιτούμε, όσο χρήσιμη κι αν πιστεύουμε ότι θα ήταν.

Επιστρατεύοντας ένα λόγο αυστηρά αποδεικτικό που εντούτοις δεν του λείπει το πάθος και συνταιριάζοντας τη βαθιά γνώση του γραμματολόγου με τον ελεύθερο στοχασμό, τη λεπτή παρατήρηση των επιμέρους με την υψηλή εποπτεία των καθόλου καθώς και τη στιβαρή επιχειρηματολογία με την ευλύγιστη διατύπωση, ο Κ. Κουτσουρέλης συνθέτει ένα δοκίμιο εμβριθές και παράλληλα απολαυστικό (μολονότι καταγίνεται με πράγματα στενάχωρα), και μας δίνει, από μιαν άποψη, το σημαντικότερο ίσως και το δυναμικότερο κριτικό του κείμενο, αυτό που μπορεί να θεωρηθεί αν όχι ο κεντρικός πυλώνας τουλάχιστον ένας από τους δυο τρεις μείζονες πυλώνες της ρωμαλέας δοκιμιογραφίας του.

Οι όντως ιθύνουσες τάξεις δείχνονται ουσιαστικά αδιάφορες προς την ποίηση και τη λογοτεχνία, πράγμα που ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και για τα ακραιφνώς εργατικά/υπαλληλικά κοινωνικά στρώματα, ιδίως όταν τα τελευταία δεν τυχαίνει να έχουν ιδιαίτερες σχέσεις με την εκπαιδευτική διαδικασία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και τηρουμένων πάντα των αναλογιών, στις μέρες μας καθίσταται μάλλον απίθανη η εκρηκτική ανάδυση από τους μυχούς της εργατικής τάξης ενός Γκόρκι, ενός Λόντον ή ενός Κοτζιούλα.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, που είναι ίσως και το πιο πρωτότυπο, ακριβώς γιατί ουδόλως θίγεται σήμερα,[17] μολονότι –για όποιον τουλάχιστον αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως έργο ανθρώπων που δρουν εντός συγκεκριμένων κάθε φορά κοινωνικών συνθηκών– είναι οφθαλμοφανές, συναντούμε στο ένατο κεφάλαιο του βιβλίου, που επιγράφεται «Maudits, πλην comme il faut». Είναι αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια ευρύτερη και συστηματικότερη «κοινωνιολογία των γραφόντων» και η οποία πολλές και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις θα συνεισέφερε σε κάθε ερμηνευτικό εγχείρημα όχι μόνο της συγκαιρινής μας ποίησης αλλά και των υπολοίπων τεχνών. «Σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν ως επί το πολύ οι ποιητές της σήμερον;» ρωτά ο συγγραφέας για να απαντήσει χωρίς κανένα δισταγμό. Είναι κατά βάσιν μικροαστοί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το περιεχόμενο και την τεχνοτροπία των στίχων τους, για τις καλλιτεχνικές τους φιλοδοξίες, για τους σκοπούς, αισθητικούς ή άλλους, που η ποίησή τους υπηρετεί. Οι όντως ιθύνουσες τάξεις δείχνονται ουσιαστικά αδιάφορες προς την ποίηση και τη λογοτεχνία, πράγμα που ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και για τα ακραιφνώς εργατικά/υπαλληλικά κοινωνικά στρώματα, ιδίως όταν τα τελευταία δεν τυχαίνει να έχουν ιδιαίτερες σχέσεις με την εκπαιδευτική διαδικασία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και τηρουμένων πάντα των αναλογιών, στις μέρες μας καθίσταται μάλλον απίθανη η εκρηκτική ανάδυση από τους μυχούς της εργατικής τάξης ενός Γκόρκι, ενός Λόντον ή ενός Κοτζιούλα.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι ο Κ. Κουτσουρέλης δείχνεται ένας απολύτως συνειδητοποιημένος αντιντετερμινιστής. Δεν θεωρεί ότι κάποια αδήριτη νομοτέλεια οδήγησε τα ποιητικά πράγματα στο σημείο που βρίσκονται σήμερα, ότι αυτό που κατέληξε ή –ας μην φοβηθούμε τη λέξη– κατάντησε να γίνει η ποίηση ήταν τελικά και το μόνο που μπορούσε εκ των πραγμάτων να γίνει, ότι η θλιβερή της μοίρα ήταν προδιαγεγραμμένη. Τα πολιτισμικά φαινόμενα είναι προϊόντα και παραπροϊόντα επιλογών, ατομικών και συλλογικών, και ως τέτοια, ως αποτελέσματα αποφάσεων πρέπει να αντιμετωπίζονται. Κατά συνέπεια υπάρχει ελπίδα, έστω αμυδρή, ύστερα από δεκαετίες το κυρίαρχο κλίμα να αναστραφεί και η ποίηση να πορευτεί ξανά σε δρόμους άλλους, ευρύτερους και επιτέλους πολυσύχναστους, όπως συνέβη και κατά το, χρονολογικά τουλάχιστον, όχι τόσο μακρινό παρελθόν. Υπό τον απαράβατο όρο βέβαια ότι οι ίδιοι οι ποιητές θα συνειδητοποιήσουν και αυτοί με τη σειρά τους τα προβλήματα που οδήγησαν την τέχνη τους στην ανυποληψία και θα θελήσουν να οδηγήσουν την ποίηση σε περιοχές άλλες ή και εντελώς διάφορες από αυτές στις οποίες σήμερα διατρίβει.

«Η τέχνη που αυτοκτονεί» είναι ένα δοκίμιο που πρέπει όχι μόνο να διαβαστεί και να σχολιαστεί αλλά και, ει δυνατόν, να μεταφραστεί κιόλας, αφού τα προβλήματα που θίγει, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, κάθε άλλο παρά ενδημικά είναι. Ό,τι ισχύει στον ελληνικό ποιητικό μικρόκοσμο έχει το ακριβές του ανάλογο σε κάθε σύγχρονη λογοτεχνία του εξωτερικού, τουλάχιστον στις χώρες του δυτικού κόσμου για τις οποίες είναι ευχερέστερο να σχηματίσουμε μια γενική το δίχως άλλο εικόνα. Νομίζω μάλιστα πως προϊόντος του χρόνου όλο και περισσότερο θα εδραιώνεται η θέση του βιβλίου ως έργου αναφοράς: ως έγκυρης, γλαφυρής και απολύτως ακριβούς μαρτυρίας που αποτυπώνει κατά τρόπο ουσιαστικά αμάχητο τη γενική εικόνα της ποίησης στις αρχές και στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα.

Κλείνοντας, δυο λόγια για το δοκιμιογραφικό έργο του Κ. Κουτσουρέλη εν γένει, που όπως είπαμε εκτείνεται σε πολλά και διάφορα πεδία. Όταν το σώμα των δοκιμίων του, που σήμερα βρίσκονται διεσπαρμένα άλλα σε έντυπα περιοδικά και εφημερίδες και άλλα σε διαδικτυακούς τόπους, απαρτίσουν βιβλίο –και βάσει πρόχειρων υπολογισμών αυτό θα πρέπει να εκταθεί σε ουκ ολίγους τόμους– θα φανεί εναργέστερα ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν από τους εμβριθέστερους και συνάμα πολυμερέστερους δοκιμιογράφους των τελευταίων δεκαετιών, έναν από τους οξυδερκέστερους θεωρητικούς της σύγχρονης ποίησής μας αλλά και μ’ έναν από τους καλύτερους στυλίστες μας.

* Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο η μελέτη «Ο ποιητής Δημήτρης Ε. Σολδάτος» (εκδ. Παρισιάνου)

[1] Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι πλακέτες που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.

[2] Τα περισσότερα εξ αυτών αναδημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του συγγραφέα: www.koutsourelis.gr.

[3] Χάριν πολυφωνίας, αξίζει να παραθέσουμε και την αντίθετη άποψη που εξέφρασε πριν από δεκαετίες ο Παντελής Μπουκάλας: «… είναι άδικο να παραβλέπουμε πως η δυνατότητα που υπάρχει στην Ελλάδα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες “πολιτισμένες” χώρες να τυπώνει κανείς το βιβλιαράκι του ή το περιοδικάκι του –δυνατότητα που αποτελεί βακτηρία ψυχής, στήνει εξανθρωπιστικές παρέες και αντιστέκεται στο ρεύμα της αφασίας– είναι το φάντασμα της αείποτε χαμένης ισηγορίας, της μηδέποτε ευρεθείσης δημοκρατίας. Φάντασμα, ναι, αξίζει όμως περισσότερο, πολύ περισσότερο από τον αποκλεισμό ή τη νομή του δικαιώματος στη γραφή αποκλειστικά από κάποια “συντεχνία”, που μάλιστα δεν έχει κερδίσει την εξουσία της μόνον διά της γραφής». Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Οι τιμητές, οι απαγορεύοντες και η ”υπερπαραγωγή στίχων”», Ενδεχομένως, Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου», Άγρα, 2001, σ. 213. Ορθότατα βέβαια ο Π. Μπουκάλας κάνει λόγο για «φάντασμα» και επί της αρχής ουδείς, νομίζω, μπορεί να διαφωνήσει, έστω κι αν θεωρούμε ότι μια υγιής αυτολογοκρισία που δεν μπορεί παρά να ερείδεται σε μια κάποια αυτογνωσία των ποιηματογράφων πολύ μεγαλύτερες υπηρεσίες θα προσέφερε στην τέχνη του λόγου. Φαντάζομαι επίσης πως δεν θα διαφωνεί ότι τελικώς η ισηγορία καταργείται στην πράξη όχι βέβαια διά της «απαγορεύσεως» εκτύπωσης αλλά διά της αδυναμίας, για πολλούς και διαφόρους λόγους, να εξασφαλιστεί ένα μίνιμουμ προβολής για την πλειονότητα των εκδοθέντων κατ’ έτος τίτλων από τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που ασχολούνται με την προώθηση του ποιητικού βιβλίου. Πράγμα που εξηγεί και το ότι πλήθος βιβλίων δεν αποσπούν ούτε μισή κριτική αναφορά τη στιγμή που άλλα πριν καλά καλά κυκλοφορήσουν σχολιάζονται και παρουσιάζονται εκτενώς. Η διαφορά αυτή οφείλεται δυστυχώς τις περισσότερες φορές σε κριτήρια εξωλογοτεχνικά, πράγμα που επισημαίνει άλλωστε και ο ίδιος ο Π. Μπουκάλας όταν κάνει λόγο για εξουσίες που «δεν έχουν κερδηθεί μόνον διά της γραφής». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στη σ. 32 του βιβλίου του σημειώνει σχετικά: «… οι ποιητές που δεν είναι κοινωνικά δικτυωμένοι σπανίως βιβλιοκρίνονται, όσο ενδιαφέρον και αν έχει το έργο τους».

[4] Για το ειδικό αυτό και μείζονος σημασίας θέμα, παραπέμπω τον αναγνώστη στο λαμπρό δοκίμιο του Μάνου Τασάκου με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θάνατος της λογοτεχνικής κριτικής». Βλ. www.tasakos.gr/ο-θάνατος-της-λογοτεχνικής-κριτικής. Τελευταία πρόσβαση: 22/4/2019.

[5] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ελλείμματος παρμένο από τη σ. 34 του βιβλίου. Γράφει λοιπόν ο Κ. Κουτσουρέλης: «Όταν το 2007 ο Διονύσης Καψάλης δημοσίευσε τον Κρότο του χρόνου υπήρξαν σχολιαστές που έγραψαν, και ακόμη περισσότεροι που είπαν, ότι ο Καψάλης με την συλλογή εκείνη εγκατέλειψε τον έμμετρο στίχο και επέστρεψε στον ελεύθερο. Οι σχολιαστές αυτοί, ποιητές και κριτικοί της ποίησης οι ίδιοι, δεν είχαν καταλάβει ότι ο Καψάλης όχι μόνο δεν είχε εγκαταλείψει τον έμμετρο στίχο, αλλά έκανε χρήση της πιο παραδοσιακής, της πιο ιστορικής από τις μορφές του (αφού έχει τις καταβολές της στα διαλογικά μέρη της αττικής τραγωδίας), του ιαμβικού ενδεκασύλλαβου. Παρασυρμένοι απ’ την απουσία της ρίμας, νόμισαν ότι είχαν να κάνουν με στίχο ελεύθερο». Αυτή ακριβώς η περίπτωση επισημάνθηκε ως ενδεικτική της ελλιπούς ποιητικής παιδείας των κριτικογράφων ήδη από τον Άρη Μπερλή, πλην όμως κατά ειρωνικό τρόπο ο λεπταίσθητος κατά τα λοιπά δοκιμιογράφος, εγκαλώντας τους κριτικούς για πλημμελή τεχνική κατάρτιση υποπίπτει ο ίδιος σε ένα τεχνικής φύσεως σφάλμα. Θεωρεί ότι ο Δ. Καψάλης γράφει έναν «ελληνοποιημένο blank verse». Διαβάζουμε: «Κάποιο έλλειμμα στην ποιητική τους παιδεία δεν τους επέτρεψε να αντιληφθούν ότι και σε αυτή τη συλλογή ο Καψάλης υιοθετεί ένα παραδοσιακό είδος έμμετρου στίχου, αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν blank verse. […] To ελληνικό ισοδύναμο αυτού το στίχου χρησιμοποιεί ο Καψάλης στην τελευταία του συλλογή». Βλ. Άρης Μπερλής, «Μια σημασία που ήταν κάποτε γιορτή», Κριτικά Δοκίμια ΙΙ, Ύψιλον/βιβλία, 2017, σσ. 120-121. Ο Κ. Κουτσουρέλης από την άλλη διορθώνει σιωπηρά: κάνει λόγο για ιαμβικό ενδεκασύλλαβο.





[6] Μια περιήγηση στο διαδίκτυο, ιδίως σε αμερικανικές ιστοσελίδες και φόρουμ, όπου συζητείται το θέμα της ζωτικότητας, της απήχησης και του ρόλου της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο είναι εξαιρετικά διαφωτιστική.

[7] Κώστας Ουράνης, «Poesie pas morte”, Νέα Εστία, τ.χ. 245, σ. 377.

[8] Κώστας Ουράνης, ό.π., σ. 377.

[9] Κλέων Παράσχος, «Γιατί δεν διαβάζεται το ελληνικό βιβλίο», Νέα Εστία, τ.χ. 101, σ. 245.

[10] Τέλλος Άγρας, «Το “φιλολογικόν φαινόμενον”», Κριτικά, τόμ. 4, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, 1995, σ. 285.

[11] Κ. Θ. Δημαράς, Δοκίμιο για την ποίηση (1943), Εκδόσεις Νεφέλη, 1990, σ. 73.

[12] Κλέων Παράσχος, «Γύρω από ένα γνωστό θέμα», Νέα Εστία, τ.χ. 482, σ. 902.

[13] Βάσος Βαρίκας, «Κρίσις εκδοτική ή λογοτεχνική;», Συγγραφείς και κείμενα, τόμ. 1, Ερμής, 2000, σσ. 12-13.

[14] Ανδρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση & Γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, Εκδόσεις Παπαδήμα, 1976, σσ. 263-338.

[15] Βλ. τα δοκίμια του Μάνου Τασάκου «Αποχαιρετισμός στην παλαιά λογοτεχνία», «Ο θάνατος της λογοτεχνικής κριτικής», «Η νέα ξύλινη λογοτεχνική γλώσσα» και «Το μεγάλο μας (λογοτεχνικό) τσίρκο…», όλα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα που διατηρεί ο συγγραφέας: www.tasakos.gr.

[16] Η κριτικογραφία του Νίκου Λάζαρη συγκεντρώνεται σε δύο μέχρι στιγμής τόμους. Βλ. Νίκος Λάζαρης, Η αιχμή του δόρατος, Κριτικά κείμενα 1987-2011, Futura, 2014 & Νίκος Λάζαρης, Πνεύμα αντιλογίας, Δοκίμα-Κριτικές-Άρθρα-Συνομιλίες, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2018.

[17] Ευτυχώς όχι και κατά το παρελθόν, καθότι υπήρχαν συγγραφείς που μπορούσαν να δουν την άσκηση της ποίησης όχι ως μεταφυσική λειτουργία αλλά ως δραστηριότητα ανθρώπινη που η ευδοκίμησή της ή όχι εξαρτάται από συγκεκριμένες και αυτή πολύ «πεζές» προϋποθέσεις. Παραπέμπω λοιπόν ενδεικτικά τον αναγνώστη σε ένα ακόμη άρθρο του Κλέωνος Παράσχου, όπου αναλύονται οι κοινωνικοοικονομικές παράμετροι που καθορίζουν τη μοίρα του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου εν γένει, άρα και του ποιητικού, καθώς και σε ορισμένα μαχητικότατα κείμενα του πάντα ευθύβολου Κώστα Βάρναλη («Ανάγκη και μεγαλοφυΐα», «Τέχνη – Δουλειά», «Οι υλικοί όροι της τέχνης» κ.ά.) Βλ. Κλέων Παράσχος, «Το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο και ο κουμπαράς», Νέα Εστία, τ.χ. 254 & Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά, Κριτικά, Σολωμικά, Κέδρος, 1982.










https://www.bookpress.gr/kritikes/idees/koutsourelis-kostas-mikri-arktos-i-techni-pou-autoktonei-volkof?fbclid=IwAR38OTm7-XXOCrhsxkUcVhKQWKbY4TKJWmXqQFcCAF1Lo9zvPMLhrETbNe4