4.8.25

Το χρυσό περιτραχήλιο του πολεμιστή: Ένα άγνωστο έπος από την Αρχαία Πύδνα


Αρχαία Πύδνα Πιερίας, 330 π.Χ. Ένας Μακεδόνας Εταίρος, φόρεσε το περιτραχήλιό του, φιλοτεχνημένο από σίδερο και χρυσό έλασμα, καβάλησε το άλογό του και ξεκίνησε για τη μάχη. Ήταν αναμφισβήτητα ένα εξέχων μέλος της τοπικής κοινωνίας, όπως μαρτυρά ο εξοπλισμός του. Στον μακεδονικό στρατό οι Εταίροι ήταν η επίλεκτη ομάδα του ιππικού που διακρίθηκε κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή.

Το μοναδικό αυτό περιτραχήλιο, τελετουργικό και αμυντικό εξάρτημα του Μακεδόνα ιππέα, βρέθηκε σε κιβωτιόσχημη ταφή στο βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Πύδνας και παρουσιάζεται στη μόνιμη έκθεση «Ο Χρυσός των Μακεδόνων», του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Το εύρημα, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αναδεικνύει την υψηλή τέχνη και τον πλούτο της μακεδονικής αριστοκρατίας, αλλά και τη σημασία της Πύδνας ως λιμάνι και στρατηγικό κέντρο του μακεδονικού βασιλείου.


Προέρχεται από μια πλούσια κιβωτιόσχημη ταφή στο βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Πύδνας και σύμφωνα με την ενημέρωση του Μουσείου, αποτελούσε μέρος του αμυντικού οπλισμού του πολεμιστή, σχεδιασμένο να προστατεύει τον τράχηλο και το στέρνο και να συμπληρώνει τον θώρακα λινού τύπου. «Το συγκεκριμένο αντικείμενο αποτελείται από ένα σιδερένιο μηνοειδές (σε σχήμα ημισελήνου) έλασμα και μια κάθετη υπερυψωμένη ταινία για την προστασία του λαιμού. Η πίσω πλευρά, που εφάπτεται στο σώμα, φέρει επένδυση από δύο στρώσεις δέρματος, ενώ η εμπρόσθια επιφάνεια καλύπτεται με λεπτό επίχρυσο αργυρό έλασμα, διακοσμημένο με την τεχνική της έκρουστης πίεσης (repoussé)—μια τεχνική κατά την οποία το μέταλλο σφυρηλατείται από την πίσω πλευρά για να διαμορφωθεί ανάγλυφο σχέδιο στην πρόσθια».


Όπως αναφέρουν στην περιγραφή τους οι αρχαιολόγοι του ΑΜΘ που το μελέτησαν, ο διάκοσμος αναπτύσσεται σε τέσσερις οριζόντιες ζώνες, οι οποίες οριοθετούνται από σειρές μικρών κυκλικών εξαρμάτων. Κάθε ζώνη φέρει πλούσια φυτική διακόσμηση με βλαστόσπειρες, μικρά φύλλα, ανθέμια, ημιανθέμια και γλωσσωτά μοτίβα. Η κάθετη ταινία που καλύπτει τον λαιμό φέρει ρόδακες μέσα σε μετόπες, πλαισιωμένους από κατακόρυφες σπείρες. Η στενή ταινία που συνδέει το τμήμα του στέρνου με εκείνο του λαιμού είναι διακοσμημένη με επίχρυσα καρφάκια, οριοθετημένα άνω και κάτω από σειρές στιγμών. Το εύρημα χρονολογείται περίπου στο 330 π.Χ. κι ο κάτοχός του ήταν εξέχων μέλος της μακεδονικής αριστοκρατίας.

Σημειώνεται πως τα περιτραχήλια εντοπίζονται σπάνια σε ανασκαφές, ενώ εξίσου σπάνιες είναι οι απεικονίσεις τους στην αρχαία τέχνη. Κι αυτό εξηγείται από το γεγονός πως δεν αποτελούσαν μέρος του εξοπλισμού των απλών στρατιωτών, αντίθετα ήταν στοιχείο της εξάρτυσης αξιωματούχων του μακεδονικού στρατού, οι οποίοι εμφανιζόταν με αυτό είτε σε μάχες είτε σε επίσημες εκδηλώσεις.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος φορούσε περιτραχήλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους στη Μάχη των Γαυγαμήλων -κοντά στη σημερινή Μοσούλη του Ιράκ-, όπου ο στρατός του Μακεδόνα στρατηλάτη συνέτριψε το 331 π.Χ. εκείνον των Περσών του Δαρείου και ο Αλέξανδρος αναδείχτηκε κυρίαρχος της Περσικής Αυτοκρατορίας και της Ασίας.


Στον τάφο με το χρυσό στεφάνι μυρτιάς

Το περιτραχήλιο βρέθηκε σε κιβωτιόσχημη ταφή στο βόρειο νεκροταφείο της Πύδνας, σε τάφο το εσωτερικό του οποίου έφερε ζωγραφικές παραστάσεις, ανάμεσα σε αυτές ένα ξίφος κι ένα φίμωτρο αλόγου, μια επιπλέον επιβεβαίωση πως ανήκε σε ιππέα. Τα καμένα οστά του νεκρού είχαν τοποθετηθεί σε ξύλινη λάρνακα μαζί με χρυσό στεφάνι μυρτιάς, ενώ στο κάλυμμα της λάρνακας είχε προσαρτηθεί ένα επίχρυσο ασημένιο στεφάνι βελανιδιάς και οι κάθετες πλευρές διακοσμούνταν με επίχρυσα ασημένια ελάσματα με μορφές θεών.


Ο τάφος του υψηλόβαθμου αξιωματούχου του μακεδονικού στρατού ήταν πλούσια κτερισμένος με σιδερένιο δαχτυλίδι, επίχρυσες σιδερένιες στλεγγίδες (ξύστρες σώματος), ασημένια κύλικα και τμήματα από δύο επίχρυσα χάλκινα στεφάνια. Φύλακας του λαιμού και σύμβολο του τάφου, το περιτραχήλιο μαρτυρά πως ο νεκρός ήταν ένα επίλεκτο μέλος της κοινότητας και στεκόταν αρκετά ψηλά στην κοινωνική τάξη της αρχαίας Πύδνας, μια πόλη στη βόρεια Πιερία, που την εποχή εκείνη αποτελούσε σημαντικό αστικό κέντρο και λιμάνι του μακεδονικού βασιλείου.

Η μάχη της Πύδνας και το μνημείο-μυστήριο μήκους 35 μέτρων

Η πρώτη κατοίκηση στην περιοχή ανάγεται στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή, ενώ μεγάλη επέκταση του οικισμού παρατηρείται κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, οπότε για πρώτη φορά στη Μακεδονία εμφανίζονται θαλαμωτοί τάφοι. Στην Αρχαϊκή Eποχή η πόλη συρρικνώθηκε, ενώ γνώρισε τη μεγάλη της ακμή κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Στα χρόνια του Αλέξανδρου Α’ -γιου του Αμύντα και της Ευρυδίκης- η Πύδνα έγινε το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του μακεδονικού βασιλείου. Η ακμή της ανακόπηκε μετά την αποστασία της και τιμωρώντας τους κατοίκους ο Αρχέλαος τους μετέφερε σε νέα θέση, στο σημερινό Κίτρος. Σύντομα όμως εκείνοι επέστρεψαν κερδίζοντας μάλιστα και την αυτονομία τους, μάλλον χάρη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις του βασιλιά Αμύντα Γ’. Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος Β’ κατέλαβε την πόλη και την επανέφερε στη σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων.

Η πόλη είναι γνωστή για τη Μάχη της Πύδνας, ανάμεσα στα στρατεύματα του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα και του ρωμαϊκού στρατού υπό τον Αιμίλιο Παύλο, η οποία σήμανε την οριστική επικράτηση των Ρωμαίων και την υποταγή της Ελλάδας, το 168 π.Χ. Το διάσημο κάστρο της, που διασώζεται στον αρχαιολογικό χώρο, είναι δημιούργημα των Φράγκων, που επιδιόρθωσαν και ισχυροποίησαν την προηγούμενη ρωμαϊκή οχύρωση. Η πόλη εγκαταλείφθηκε τον 14ο αιώνα, αφού είχε καταστραφεί εν μέσω της εμφύλιας διαμάχης για τη διαδοχή στον θρόνο του Βυζαντίου. Κατά τους μετέπειτα Βυζαντινούς χρόνους η Πύδνα γνώρισε νέα άνθηση, αυτή τη φορά ως Κίτρος, καθώς ήταν ένας καλά οχυρωμένος οικισμός με έδρα επισκοπής.


Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τη δυτική πύλη του κάστρου, θεμέλια πανδοχείου, λουτρού και μιας μικρής βασιλικής, καθώς και πολυάριθμα παλαιοχριστιανικά μάρμαρα και γλυπτά του 10ου και 11ου αιώνα και πλήθος ευρημάτων, που επιβεβαίωσαν την ισχυρή θέση της πόλης. Μέσα στο κάστρο εντοπίστηκαν τμήματα δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών του 4ου και 6ου αιώνα.
Σημαντικές λεπτομέρειες για την ιστορία της κατά την αρχαιότητα έδωσε ένα πλήθος τάφων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, της Κλασικής, της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής Εποχής. Πολλοί από αυτούς ήταν ασύλητοι και με σημαντικά ευρήματα όπως, σιδερένια και χάλκινα όπλα, κοσμήματα από χρυσό, ασήμι και χαλκό, πήλινα, γυάλινα, ασημένια και ορειχάλκινα αγγεία, πήλινα ειδώλια, νομίσματα κ.ά. Πρόκειται για μερικά από τα πιο αξιόλογα σύνολα ευρημάτων από τον χώρο της Μακεδονίας.

Τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκε ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα μνημείο, μήκους 35 μέτρων, ύψους 4 μ. και πλάτους 4 μ., με περισσότερες από 30 μορφές ανθρώπων και ζώων και ζωφόρους μήκους πάνω από 50 μέτρα, που χρονολογείται στα 320-316 π.Χ.

Οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας, Ματθαίος Μπέσιος και Αθηνά Αθανασιάδου, προχώρησαν στη γραφική αναπαράσταση του μνημείου και αποκάλυψαν πως πίσω από το μνημείο αυτό εντοπίστηκε ταφική συστάδα, ενώ εκτίμησαν ότι κατασκευάστηκε από κάποια ισχυρή οικογένεια Εταίρων της Πύδνας, τα μέλη της οποίας πήραν μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και γύρισαν φορτωμένα χρυσάφι.


«Παρότι εντυπωσιακό και μοναδικό για όλη τη χώρα, το μνημείο της Πύδνας δεν ανήκει σε βασιλείς. Η Ολυμπιάδα, όπως είναι γνωστό, θανατώθηκε και τάφηκε εκεί, αλλά δεν μπορεί επ' ουδενί να συσχετιστεί με το συγκεκριμένο μνημείο, που ανήκει σε οικογένεια βασιλικών Εταίρων, των οποίων τα ονόματα μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ», δήλωσε κατά την παρουσίαση του μνημείου ο κ. Μπέσιος.

Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει τη θεμελίωση του επιτύμβιου βάθρου και κομμάτια από τον διάκοσμό του, ενώ είναι πεισμένοι πως παρέμεινε «όρθιο» μόλις λίγα χρόνια και καταστράφηκε πιθανότατα κατά την πολιορκία της Ολυμπιάδας στην Πύδνα το 317-316 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. «Είχαμε δηλαδή ένα Damnatio Memoriae (καταστροφή μνήμης) μίας οικογένειας που στήριζε την Ολυμπιάδα, στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων για τη διαδοχή του θρόνου του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ανέφεραν.

Σύμφωνα με την κ. Αθανασιάδου, «είναι οπωσδήποτε μία πρωτόγνωρη μορφή για τα δεδομένα του ελληνικού χώρου, τα πρότυπά της όμως μπορούν να αναζητηθούν σε ανάλογα μνημεία της Μικράς Ασίας, που ήδη είχαν αντικρίσει οι Μακεδόνες κατά την εκστρατεία τους στην Ανατολή. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού ή το μνημείο των Νηρηίδων», ενώ για την κατασκευή του εκτίμησε ότι πιθανότατα γλύπτης ήταν ο Λύσιππος ή ο Λεωχάρης ή ίσως ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας και των δύο.

*Η κεντρική φωτογραφία είναι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

ΠΗΓΗ https://www.voria.gr

..........................

Τα περιτραχήλια εντοπίζονται σπάνια σε ανασκαφές, ενώ και οι απεικονίσεις τους στην αρχαία τέχνη είναι εξίσου περιορισμένες. Η σπανιότητά τους μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι δεν αποτελούσαν τυπικό εξοπλισμό των απλών στρατιωτών. Αντιθέτως, φοριούνταν από υψηλόβαθμους αξιωματούχους του μακεδονικού στρατού, τόσο σε μάχες όσο και σε επίσημες τελετές. 

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος φορούσε περιτραχήλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους στην Μάχη των Γαυγαμήλων.