A piece of my art : "Στοχασμός" (Hard pastel καί μολύβι,50χ70)
Κάποτε με τρόμαζε το να μείνω μόνη. Τώρα, κάποιες νύχτες, το προτιμώ. Είναι τότε που η σιωπή γίνεται σαν δέρμα, με ντύνει δίχως να με βαραίνει. Μαθαίνω ξανά πώς να υπάρχω δίχως καθρέφτες,δίχως μάτια που να ζητούν επιβεβαίωση.Μόνο εγώ,και μια σκέψη που ανεβαίνει απ’ το στέρνο σαν ευχή που δεν ζητά να ακουστεί.Δεν με ορίζουν οι λέξεις μου.Με ορίζουν οι πράξεις που δεν είδαν φως.Το χέρι που άπλωσα χωρίς να ζητήσω αντάλλαγμα.Η συγχώρεση που έδωσα σ’ αυτό που δεν διορθώνεται.Το κλάμα που κράτησα πίσω απ’ τα βλέφαρα,όχι από περηφάνια,μα γιατί εκείνη την ώρα κάποιος άλλος χρειαζόταν να μη λυγίσω.Κι αν είμαι κάτι τελικά —είμαι ένα ποτάμι.Μικρό, σχεδόν αθέατο.Που κυλά ανάμεσα από λέξεις,ανάμεσα από ζωές,και τρέφει τις ρίζες όσων δεν φαίνονται.
Δεν είμαι βεβαιότητα.Είμαι διάρκεια.Κι αν αυτό σημαίνει πως δεν θα φτάσω ποτέ κάπου,το δέχομαι.Γιατί ίσως το “φτάνω” είναι υπερεκτιμημένο.Ενώ το “μένω” είναι πιο δύσκολο.Και πιο αληθινό.
Έτσι στοχάζομαι.Όχι με το μυαλό,αλλά με το είναι μου.Και ό,τι δεν μπορώ να πω,το γράφω στην παλάμη μου ,να το αγγίζω όταν θέλω να θυμηθώ.
Η σκέψη γεννιέται από μια σιωπή που δεν αντέχεται.Όπως η ανάσα πριν τον λυγμό, όπως ο ίσκιος στο νερό πριν σπάσει το φως.Ο στοχασμός δεν είναι λέξη, είναι αίσθημα. Μια ταραχή που δεν ζητά απαντήσεις.Ένα βλέμμα στραμμένο εντός.«Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί χωρίς να πονάει», γράφει ο Χέρμαν Μπροχ, γιατί το νόημα έρχεται πάντα με την ενοχή ότι άργησες να το δεις.Ο στοχασμός δεν είναι ποτέ αθώος· είναι ο χρόνος που αρνήθηκε να κυλήσει και στάθηκε, για να σε αναγκάσει να δεις αυτό που απέφυγες.«Νοῦς ἐστιν ὁ πονῶν καὶ ὁ ἀνιχνεύων» — Νους είναι ο πονεμένος και ο ερευνητής, λέει και ο Ηράκλειτος.
Το σώμα δεν σκέφτεται όπως ο νους. Σκέφτεται με τις ουλές του.Σκέφτεται με το βάρος των ώμων, με την άρνηση του ύπνου, με το ανείπωτο μιας αφής που δεν συνέβη.
Η σάρκα θυμάται όσα το εγώ προσποιήθηκε πως ξέχασε.
Και εκεί, μέσα σ’ αυτό το ημίφως του ορίου, γεννιέται η φιλοσοφία.
Όχι στα βιβλία, αλλά στη ρωγμή του βίου.
Ο Λακάν θα μιλούσε εδώ για το πραγματικό: αυτό που δεν υποτάσσεται στο σύμβολο, αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, παρά μόνο να στοιχειώσει.
Ο στοχασμός, έτσι, δεν είναι πράξη αλλά πάθος.
Δεν είναι φως, είναι το μάτι που αντέχει το σκοτάδι.Είναι το σώμα που κάθεται ακόμη και όταν όλα εντός του ουρλιάζουν "φύγε".
Όπως στον Άμλετ, που όλος ο κόσμος είναι ένα «φυλακισμένο εγώ» κι η Δανία μονάχα το όνομά του.
Σ.Ι.Χ.Π.
Όπως στα Σημειωματάρια του Καμύ, όπου λέει:
«Η αλήθεια συντελείται στη σιωπή των πράξεων».
Σ.Ι.Χ.Π.