Τοῦ κάμπου τἄγρια τὰ πουλιὰ γυρνοῦν ἀχ’ τὲς βοσκές τους,
Καὶ μ’ ἄμετρους κελαϊδισμοὺς μέσ’ στὰ δεντρὰ κουρνιάζουν·
Σκαλώνει ὁ γκιώνης στὸ κλαρὶ καὶ κλαίει τὸν ἀδερφό του.
’Σ τὰ ρέπια, στὰ χαλάσματα, ἡ κουκουβάγια σκούζει·
Μέσα σὲ αὐλάκι, σὲ βαρκό, λαλεῖ ἡ νεροχελώνα·
Τ’ ἀηδόνι κρύβεται βαθιὰ στ’ ἀγκαθερὰ τὰ βάτα
Καὶ τὴν ἀγάπη τραγουδάει μὲ τὸν γλυκὸ σκοπό του·
Κ’ νυχτερίδα ἡ μάγισσα, μὲ τὸ φτερούγισμά της
Τὸ γλήγορο καὶ τὸ τρελλό, σχίζει τὰ σκότα ἀπάνου
Καὶ μὲ τὰ ὁλόχαρα παιδιὰ τοῦ ζευγολάτη παίζει.
Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τὴ ζωή σας,
Τὴν απλοϊκή σας τὴ ζωή, πὤχει περίσσιες χάρες.
Μὰ πλιὸ πολὺ τὸν μαγικὸ ζηλεύω γυρισμό σας,
Ὅντας ἡ μέρα σώνεται καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος.
Κώστας Κρυστάλλης, Το Ηλιοβασίλεμα (απόσπασμα),
Ο Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης, 1893