A piece of my art : "Περσεφόνη" (Ακρυλικά,50χ60)
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
Κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
Τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
Και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
Ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
Τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
Και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
Κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
Τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
Άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα
Κοιμήσου Περσεφόνη
Στην αγκαλιά της γης
Στου κόσμου το μπαλκόνι
Ποτέ μην ξαναβγείς
***
«Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» του Νίκου Γκάτσου ασκεί ιδιαίτερη συγκίνηση τόσο στον ακροατή όσο και στον αναγνώστη .Η στιχουργία του πηγάζει από δεξαμενή των ιδεών, των αρχών, των πεποιθήσεων του παρελθόντος , την αρχαιοπρεπή, αυθεντική και πνευματική ελληνικότητα ,ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει έστω κι αντιθετικά με την παρούσα κατάσταση.
Σε μια περίοδο που η έννοια της ανάπτυξης είναι κυρίαρχο στοιχείο ο Γκάτσος έθεσε το θέμα του περιβάλλοντος και της οικολογικής καταστροφής. Και το έκανε αριστουργηματικά καί προφητικά . Αμιγώς ποιητικά και άκρως πολιτικά. Ταυτόχρονα όμως έθεσε και τους προβληματισμούς του για την ίδια την τέχνη και τις δημιουργικές δυνάμεις που τις αγκαλιάζει το χώμα. Είναι άραγε αργά να ξυπνήσει η Περσεφόνη από τον ύπνο της;
Τα νοήματα του τραγουδιού ξεφεύγουν από τον στενό χώρο μίας περιοχής. Η Ελευσίνα, η ιερή πόλη της αρχαιότητας είναι η Ελλάδα της φθοράς και του ονείρου. Η Ελλάδα ένας τόπος τραυματισμένος. Το ιδανικό παρελθόν του τότε υποβιβάζεται σήμερα ολοένα και περισσότερο. Η ελληνική παιδεία και το ελληνικό πνεύμα παρακμάζουν.
Η ειρωνία του Γκάτσου είναι έκδηλη και γίνεται μέσο κοινωνικής συμμετοχής. Η μαρτυρία γίνεται καταγγελία. Είναι κραυγή απόγνωσης για την αδιαφορία των ανθρώπων, για την πολιτισμική παρακαταθήκη που χάνεται.Μια προσεκτική παρατήρηση του ποιήματος διαπιστώνει ότι οργανώνει τις τρείς πρώτες στροφές με σύγκριση και αντίθεση. Οι λέξεις «εκεί» και «τώρα» τοποθετούνται στην αρχή κάθε πρώτου και τρίτου στίχου διαχωρίζοντας το χθες από το σήμερα του ίδιου χώρου. Τα ρήματα αναλόγως του χρόνου στον οποίο βρίσκονται (ρήματα σε Αόριστο – ρήματα σε Ενεστώτα) τονίζουν την αντίθεση «Παρελθόν» – «Παρόν».
Σε κάθε στροφή οι δύο πρώτοι στίχοι μιλούν για το λαμπρό παρελθόν, το φυσικό πλούτο και την ομορφιά ενώ οι δύο τελευταίοι αποτυπώνουν το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης, το δομημένο χώρο, το ανθρωπογενές τεχνητό περιβάλλον που οδήγησε στην αλλοτρίωση της φύσης και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου. Η πόλη είναι ένα παλίμψηστο χειρόγραφο με τις αρχαιότερες φάσεις κατοίκησης να καλύπτονται από τις νεότερες ένας τόπος όπου συνυπάρχουν «τα αρχαία μνημεία και η σύγχρονη θλίψη»( Γ.Σεφέρης,Ο βασιλιάς της Ασίνης).
Ο στιχουργός ακολουθεί την Ελευσίνα μέσα στους αιώνες, συνενώνοντας διαφορετικά χρονικά επίπεδα με συντεταγμένες πνευματικές και γεωγραφικές. Με ανιούσα κλιμάκωση και λόγο εικονοπλαστικό ανασύρει απ’ τη λήθη και το όνειρο φορτισμένες μνήμες. Σαν αρχαίος ψηφοθέτης «κεντάει» με τα βότσαλα της σύγκρισης και της αντίθεσης ένα νατουραλιστικό «ψηφιδωτό» ανάμεσα στο θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της αρχαιότητας, την πόλη της θεάς της βλάστησης και της γονιμότητας Δήμητρας, της κόρης της Περσεφόνης και των Ελευσίνιων Μυστηρίων και το κέντρο της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, την εργατούπολη των μεταναστών ,εκεί που η ευτοπία μεταμορφώνεται σε δυστοπία.