Όταν ήμασταν νέοι
ο έρωτας μάς φαινόταν
ένα αίσθημα παντοδύναμο,
ικανό να μεταμορφώσει μια ζωή.
Ο σεξουαλικός πόθος
ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του,
αλλά συνοδευόταν
από ένα αίσθημα προσέγγισης,
κατάκτησης και αμοιβαιότητας,
που θα μπορούσε να μας υψώσει
πάνω από την καθημερινότητα
και να μας κάνει ικανούς
για μεγάλα πράγματα.
Μία από τις περίφημες
έρευνες των σουρεαλιστών,
άρχιζε με την ερώτηση:
''Τί ελπίδες στηρίζετε στον έρωτα;''
Εγώ απάντησα:
''Αν αγαπώ, όλες μου τις ελπίδες.
Αν δεν αγαπώ, καμία.''
Το να αγαπούμε
μάς φαινόταν αναγκαίο στη ζωή,
σε κάθε πράξη, σε κάθε σκέψη,
σε κάθε αναζήτηση.
Σήμερα,
αν πιστέψω αυτά που λένε,
συμβαίνει με τον έρωτα
ότι και με την πίστη στο Θεό.
Τείνει να εξαφανιστεί -
τουλάχιστον σε ορισμένους χώρους.
Πρόθυμα τον χαρακτηρίζουν σαν
ένα ιστορικό φαινόμενο, σαν
μία ψευδαίσθηση του πολιτισμού.
Τον μελετούν, τον αναλύουν,
- και ει δυνατόν, τον θεραπεύουν.
Διαμαρτύρομαι.
Δεν υπήρξαμε
θύματα μιας ψευδαίσθησης.
Όσο κι αν μερικοί
δυσκολεύονται να το πιστέψουν,
αγαπήσαμε.