ὅταν δὲν ἔχει ἀϰόμη βρέξει ϰαὶ εἶναι
τὸ ἄϰουσμα τῶν ἤχων πιὸ ἀραιὸ
ϰαὶ ἡ γεῦσις τῶν ὡρῶν ϰαὶ ἀπὸ
τοῦ θέρους πιὸ πυϰνή,
ὅταν στοὺς ϰήπους σϰᾶνε τὰ ρόδια,
ϰαὶ πάλλονται ὑψιτενεῖς οἱ στήμονες
τῶν λουλουδιῶν, ϰαὶ σφύζουν στὶς πορφύρες
των φλεγόμενοι οἱ ἱβίσϰοι,
ὅλοι σὰν ὑπερβέβαιοι γαμβροὶ ποὺ στῶν
νυμφῶν ϰτυποῦν τὶς θύρες, τότε,
σὰν νἄναι πάντα ϰαλοϰαίρι
(γιατὶ ὅποια ϰαὶ ἂν εἴναι ἡ ἐποχή,
ὁ πόθος εἷναι πάντα θέρος)
ἀναγαλλιάζουν οἱ ψυχές,
ϰαὶ ὁ Ἔρωτας,
ὁ πιὸ ξανθὸς ἀρχάγγελος τοῦ Παραδείσου,
βοᾷ ϰαὶ λέγει στὸ ϰάθε ποὺ ἄγγιξε ϰορμί:
Τὰ ϱοῦχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μὴ φοβᾶσαι.
Ἔαϱ, χειμῶνα, θέϱος -
ὅπου ϰαὶ ἂν εἶσαι -
εἶναι ἡ ϱομφαία μου μαζί σου.
.
.
| Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος |
Πίνακας Tavík František Šimon
On the Dalmatian Coast, 1936
Ανδρέας Εμπειρίκος | 2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975 |