5.9.24

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ με τον Δρ. Γεώργιο Ορφανίδη, Ιστορικό Τέχνης-Αρχαιολόγο, Art Director. "Η ελληνική καλλιτεχνική σκηνή αναζητά άμεση και ριζική ανανέωση".


Ο Δρ. Γεώργιος Ορφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης-Αρχαιολόγος, επιμελητής εικαστικών & παραστατικών τεχνών. Παρά το νεαρό της ηλικίας, η πορεία του στον χώρο των πολιτισμικών και μορφωτικών θεμάτων, εκτός από επιστημονικό, έχει και τεχνοκρατικό προσανατολισμό (Υπουργείο Πολιτισμού, Λεβέντειος Πινακοθήκη της Κύπρου, Δήμοι και Περιφέρειες της χώρας και του εξωτερικού, κ.ά.). έχοντας σημειώσει σπουδαίες επιτυχίες. Εχει εργαστεί στον Τύπο, καθώς και στις Εκδόσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τον συναντήσαμε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν την πτήση του για την Κρήτη και την Κύπρο. Τα όσα συζητήσαμε φωτίζουν το χώρο του πολιτισμού, αλλά μας δείχνουν και το οπτικό πεδίο μέσα από το οποίο πρέπει να δούμε την πολιτιστική δημιουργία και παραγωγή, με όρους "του μέλλοντος", ώστε να μην επικαλούμαστε μόνο το λαμπρό παρελθόν, αλλά να παράξουμε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Υποστηρίζει δε, ότι χρειάζεται να δοθεί έμφαση -και- στο τοπικό γίγνεσθαι με άμεση και ριζική ανανέωση. Αυτό φυσικά μας αφορά όλους.
Πως μπορεί να γίνει αυτό;
Μας το εξηγεί ξεκάθαρα και χωρίς υπεκφυγές, στη συνέντευξη που ακολουθεί.


1. Κύριε Ορφανίδη, πρόσφατα σας είδαμε στη συν-επιμέλεια μιας  ενδιαφέρουσας εικαστικής έκθεσης στην Κρήτη. Στο επίκεντρο της έκθεσης αυτής η αξία της συμπερίληψης. Μιλήστε μας λίγο για αυτήν.

Πράγματι, τον Αύγουστο που μας πέρασε είχα την ευκαιρία να αναλάβω από κοινού με τη Μαρία Δρακάκη, σπουδαία φίλη και ειδική επί της πολιτισμικής επικοινωνίας, την επιμέλεια της έκθεσης «Μνήμη εστί…». 
Επρόκειτο για μια εικαστική έκθεση σύγχρονης τέχνης των Αντώνη Αλιβρούβα & Δημήτρη Αστερίου, η οποία παρουσιάστηκε στο Καθολικό της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου στα Χανιά, ή αλλιώς, όπως είναι πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων. Ήταν μια έκθεση που διήρκησε δέκα ημέρες, τελειώνοντας την 28η Αυγούστου, αν και ομολογώ ότι υπήρχαν πολλά προφορικά αιτήματα περί παράτασης. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν εφικτό από τη δική μας πλευρά, δηλαδή, των επιμελητών. 
Υπάρχουν πολλά άλλα πολιτισμικά εν εξελίξει, οπότε η καλή διάθεση δεν αρκούσε εν προκειμένω. 
Η έκθεση αποτέλεσε την τρίτη κατά σειρά δράση του συμπεριληπτικού εγχειρήματος «ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΔΥΟ», το οποίο εκτυλίσσεται πάντοτε υπό την επιστημονική επίβλεψη του Μουσείου Σχολικής Ζωής Δήμου Χανίων, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2023. 
Η έκθεση, παράλληλα, πραγματοποιήθηκε σε συνδιοργάνωση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων, και με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης.
 Μάλιστα, στο σημείο αυτό, οφείλω να αναφέρω ότι η Περιφέρεια Κρήτης αγκάλιασε την όλη φιλοσοφία της έκθεσης, καθώς, αφενός, η έκδοση του δίγλωσσου (ελληνο-αγγλικού) εικαστικού καταλόγου (art book), γραφιστικής επιμέλειας του Νίκου Ιγγλεζάκη, όπου συμπεριλήφθηκαν και επιστημονικά κείμενα των επιμελητών, έγινε με επιχορήγηση από το Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Κρήτης, και αφετέρου, ο ίδιος ο Περιφερειάρχης Κρήτης, κ. Σταύρος Αρναουτάκης προλόγισε τον εν λόγω πόνημα με έναν πολύ συγκινητικό και ενθαρρυντικό για το έργο μας λόγο.   
Από τα λεγόμενά μου νομίζω ότι άρχισε να γίνεται αντιληπτή η σημασία της έκθεσης, και επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό είναι αλήθεια, όχι μόνον επειδή υποστηρίχθηκε εγκαρδίως από αξιοσημείωτους φορείς, αλλά επειδή αγαπήθηκε από τον τοπικό πληθυσμό τόσο πολύ που ακόμα αρκετοί επισκέπτες και φίλοι επισκεπτών μας αποστέλλουν μηνύματα στα ΜΚΔ ρωτώντας για την συμπερίληψη, αυτήν την πολυβασανισμένη στις καθημερινές συζητήσεις μας έννοια. Με άλλα λόγια, η έκθεση διοχέτευσε την ανάγκη για αλλαγή εντός της κοινότητας, για απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα εκείνα που στιγματίζουν τόσο ανώφελα συμπολίτες μας. Κάθε μέρα της έκθεσης ήταν σαν να παίζαμε Jenga, ξέρετε… εκείνο το επιτραπέζιο παιχνίδι όπου πρέπει να αφαιρέσεις πολύ προσεκτικά τουβλάκια από τον πύργο, χωρίς αυτός εντέλει να καταρρεύσει. Η έκθεσή μας ήταν ένας τέτοιος πύργος. Δομήθηκε με πολύ ζήλο και μελέτη για την Τέχνη, την Πολιτιστική Διαχείριση και την Παιδαγωγική επάνω σε ένα ομολογουμένως κοινωνικά πάσχον υπόβαθρο. Ως εκ τούτου, παράλληλα οι επιμελητές έπρεπε να αφαιρούμε συνεχώς τα στερεοτυπικά κατάλοιπα χρόνων, μέχρι να τελειώσει η έκθεση, μέχρι να φτάσουμε στην αποδόμηση και να παραδώσουμε τον χώρο στην αρχαιολογική υπηρεσία όπως ακριβώς τον βρήκαμε: γεμάτο ανεξίτηλες μνημονικές εγγραφές, ποικίλου είδους εναπομείνασες τεκμηριώσεις, θραύσματα του παρελθόντος… που κάποτε, με μια ορθή χρήση, θα μπορέσουν να μας αποκαλύψουν τη δική του προσωπική ιστορία.
Νομίζω ότι αξίζει να κάνουμε ένα podcast για τη συμπερίληψη και τον πολιτισμό, κ. Μπικηρόπουλε. Ή, ενδεχομένως ακόμα καλύτερα, να ασκηθούμε διά ενός άλλου πολιτισμικού πρότζεκτ στο πεδίο της κοινοτικής μνήμης της Πιερίας.   
   
2. Κρατάω τις προτάσεις ιδέες σας για περαιτέρω "επεξεργασία" . Να είστε σίγουρος δεν χάνω τέτοιες ευκαιρίες! 
Τι σημαίνει επιμελούμαι μια έκθεση;

Θα σας απαντήσω λακωνικά αλλά κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον πολύ στοχευμένα. Σημαίνει πως είμαι ό,τι είναι και ένας μαέστρος σε ένα κονσέρτο. Φανταστείτε τους μουσικούς να παίζουν μόνοι τους, χωρίς καθοδήγηση. Γίνεται αυτό; 
Το ερώτημα είναι μάλλον ρητορικό, και χρωστώ τη διατύπωσή του προς όλους τους αξιοπρεπείς συναδέλφους επιμελητές. 
Βλέπετε, ο ρόλος του επιμελητή συνεχώς υποτιμάται, υποδαυλίζεται από πολλούς, ακόμα και από συναδέλφους, οι οποίοι αυτοπροσβάλλονται όταν, για παράδειγμα, δημοσιεύουν κείμενα που μοιάζουν με εκθέσεις ιδεών Γυμνασίου. Τώρα τι να λέμε…; Κάνουμε μια βόλτα στα πολιτισμικά που τρέχουν τώρα να σας δείξω;    
3.  Χαίρομαι που το ακούω αυτό, γιατί στο χώρο σας πολλοί "επιμελητές" που δεν γνωρίζουν τα στοιχειώδη για τις τέχνες που ...εμπορεύονται, ούτε ενδιαφέρονται να "μάθουν" τα στοιχειώδη, καταφέρνουν να παίζουν δυνατά, ενδεχομένως εξυπηρετώντας συμφέροντα στο χώρο. Αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση. 
Από τι είδους πολιτισμικά-καλλιτεχνικά πρότζεκτ πιστεύετε ότι έχει ανάγκη σήμερα η κοινωνία;

Η ερώτησή σας χρήζει πολύ μεγάλης απάντησης, ή μάλλον ενός μακροσκελούς και μη στρογγυλεμένου διαλόγου που δε μπορούμε να κάνουμε τώρα, οπότε θα αρκεστώ στο να θίξω το ζήτημα των κοινωνικών επιταγών με τις οποίες η τέχνη οφείλει να πορεύεται και υπό το πρίσμα των επίσημων παρουσιάσεων. Για να τοποθετηθώ διαφορετικά, πρέπει – για παράδειγμα – να δοθεί προτεραιότητα σε ζητήματα μείζονος κοινωνικού προσανατολισμού, όπως στη συμπεριληπτική ανάγνωση και δόμηση της κοινωνίας, τη διατομεακή έκφραση και ενδυνάμωση της πολιτισμικής ταυτότητας, το περιθώριο δράσης των νέων. Και θέλω να σταθώ περισσότερο στους νέους. 
Οι νέοι είναι η βάση μιας κοινότητας. 
Πώς γίνεται να τους ξεχνάμε; 
Πώς γίνεται να κλείνουμε ερμητικά τα μάτια μας μπροστά σε όσα βιώνουν καθημερινά; 
Ο πολιτισμός δεν είναι ένα φαίνεσθαι που καλύπτει μικροσυμφέροντα και προσωπικές σκοπιμότητες αργόσχολων. 
Είναι ένα βιωματικό μάθημα ζωής, και οι άνθρωποι του τόπου μας θέλουν να βιώσουν ό,τι τυχόν τους επιτρέψει να ονειρευτούν εκ νέου. Και τα όνειρα αυτά, οι ελπίδες καλύτερα, δεν είναι πάντοτε τόσο προσωπικά όσο ακούγονται, είναι όνειρα συλλογικού χαρακτήρα, αφού το να προσδοκάς ένα καλύτερο αύριο για εσένα, δύναται να σημαίνει ότι προσδοκάς ένα καλύτερο αύριο για όλη την κοινωνία στην οποία ζεις-αναπτύσσεσαι.  
4. Μπορεί μια ελληνική πόλη να εξελιχθεί σε διεθνές κέντρο παραγωγής; Αν ναι, πώς; Υπό ποιες προϋποθέσεις;

Αν εργαστούν συστηματικά άνθρωποι με γνώσεις και όραμα, ναι, μια ελληνική πόλη μπορεί να αποδεσμευτεί από ό,τι τόσα χρόνια την κρατάει πίσω αναφορικά με την καλλιτεχνική παραγωγή αλλά και διαχείριση αυτής σε δεύτερο επίπεδο. Δε χρειάζεται να προσπαθούμε να γίνουμε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Μιλάνο, Παρίσι, υπό όρους στείρας αντιγραφής προτύπων που ευδοκιμούν εκεί. 
Η όποια αντίστοιχη προσπάθεια θα καταλήξει σε τραγέλαφο, αφού ξαφνικά θα ανθίσουν κακέκτυπα, σε ένα τόπο που αναμετράται με πολλαπλές αγκυλώσεις στον χώρο του πολιτισμού. 
Μια κριτική αξιολόγηση των όσων τρέχουν στα σύγχρονα πολιτισμικά κέντρα, εν αντιθέσει, μάλλον θα μας κάνει πολύ καλό. Η ελληνική καλλιτεχνική σκηνή αναζητά ανανέωση, άμεση και ριζική ανανέωση. Και αυτό που σας λέω μην το εκλάβετε, παρακαλώ, ως κάτι το τετριμμένο, διότι δεν είναι τετριμμένο, είναι μια κατάσταση που απλά διαιωνίστηκε, δεν άλλαξε ποτέ, ή μάλλον άλλαξε προς το χειρότερο, και τώρα για άλλη μια φορά φοβόμαστε μήπως το αληθές ακουστεί ως γραφικό. Ε, όχι! 
Είναι πολλά που επιβάλλεται πλέον να αλλάξουν.
Για παράδειγμα, φτάνει πια με όλα αυτά τα αμέτρητα φεστιβάλ που διοργανώνονται σε μερικές πόλεις της χώρας μας χωρίς να μπορεί ουσιαστικά να δικαιολογηθεί επιστημονικά και κοινωνικά η συμβολή τους στην πορεία δόμησης της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας και μνήμης. 
Έχουμε κατακρεουργήσει την αξία κα τη δυναμική του θεσμού του φεστιβάλ.
Και ξέρετε αυτά δεν είναι δικές μου αποκρίσεις. Είναι ζητήματα που θίγονται τόσο στην παλαιότερη όσο και στη νεότερη βιβλιογραφία της πολιτισμικής διαχείρισης και επικοινωνίας, όπως διαβάζουμε λ.χ. στο εμβληματικό εγχειρίδιο για τον θεσμό του φεστιβάλ των John & Margaret Gold, Festival cities: Culture, planning and urban life (Routledge, 2021). 
Εκεί, φέρ' ειπείν, φαίνεται ότι κάθε φεστιβάλ οφείλει να καλύπτει χαρτογραφημένες πολιτισμικές ανάγκες ενός τόπου, συνεπώς, δεν αποφασίζεται-πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας δημο-πιθηκίστικης πολιτικής για να τραβήξει παροδικά τα βλέμματα του κοινού (ενός Δήμου), για να ακυρώσει άλλες αξιοσημείωτες παράλληλες πολιτισμικές δράσεις χτίζοντας ένα τοπικιστικό αφήγημα απαίτησης-έγκρισης υψηλών κονδυλίων, για να προσμετρηθεί σε μια επίσημη-ετήσια αναφορά που δε διέπεται από επιστημονική τεκμηρίωση παρά από δημοσιογραφικό λόγο άνευ ουσιαστικού νοήματος.
Επίσης, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στο τοπικό γίγνεσθαι. 
Είναι αδιανόητο να μη λαμβάνετε υπόψιν η τοπική πολιτισμική μνήμη, ή ακόμα χειρότερα να υποδαυλίζεται άμεσα ή έμμεσα από τους φορείς-προστάτες του όποιου τόπου. 
Κάπου, εδώ, βέβαια σας βάζω και έναν άλλον γρίφο:
ποιος όρισε τον «χ», «ψ» φορέα ως προστάτη και απόλυτο θεματοφύλακα της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου; 
Και αν αυτός ορθώς ορίστηκε τύποις από έναν ανώτερο φορέα, π.χ. το αρμόδιο Υπουργείο, δεν οφείλει να ανανεώνει το σκεπτικό προσέγγισής του, να προστατεύει συστηματικά τα μνημεία από το πλήθος των αστικών αδικημάτων που τα απειλούν καθημερινά λόγω άθλιων προσωπικών σκοπιμοτήτων, και εν τέλει να λογοδοτεί δημοσίως και αναλυτικώς για όλα τα παραπάνω; Η απάντηση δική σας. 
Αν, λοιπόν, κάποια ελληνική πόλη καταφέρει να εφαρμόσει τουλάχιστον όλα αυτά (τα αυτονόητα για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα), τότε ναι μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρό κέντρο παραγωγής και προώθησης πολιτισμού, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα και το ενδιαφέρον του ιδιωτικού πολιτισμικού τομέα, ήτοι παρέχοντας σημαντικά κίνητρα και προς αυτήν την κατεύθυνση.  

5. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, πως οι δήμαρχοι και οι υπουργοί μας, που επισκέπτονται  τις πρωτεύουσες του κόσμου, βλέπουν, θαυμάζουν τις δράσεις και το πολιτιστικό έργο που παράγεται αλλά γιατί δε θέλουν να "αντιγράψουν" ή να εφαρμόσουν ανάλογες καλές πρακτικές και να αναδείξουν το πολιτιστικό μας προϊόν. Σε κάθε απάντησή σας, μπαίνουν τόσα θέματα και ερωτήματα, που χρειάζονται ώρες συζήτησης. Κινήστε μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ιταλίας κ.α. Θα μας μιλήσετε για τα επ
όμενα σχέδια που κάνετε;  

Ομολογουμένως είναι αρκετά, και είναι μάλλον άκομψο να ανακοινώσω λ.χ. τις όποιες επιμέλειες εκθέσεων ετοιμάζω πριν από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες. Δε θα ήθελα να τους στερήσω αυτήν τη χαρά. Θα σας στείλω σίγουρα προσκλήσεις προσεχώς.
Σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία!